Χριστιανισμός και ΕπιστήμηΤου Ι. Ταχού |
Παγανιστές
και Αθεϊστές σε συνεργασία (ως μη όφειλαν), επιδίδονται σε συστηματική
διαστρέβλωση των γεγονότων και των καταστάσεων, για να κατηγορήσουν την Εκκλησία
ότι δήθεν είναι αντιεπιστημονική, και ότι δήθεν αντιτάχθηκε στην επιστήμη. Όμως
η πραγματικότητα είναι εντελώς αντίθετη, και σε αυτό το άρθρο, ο Γιάννης Ταχός
δείχνει με ντοκουμέντα το ανιστόρητο και άτοπο αυτής της ψευδούς προπαγάνδας.
Μάλιστα δείχνει, ότι αυτοί που πολέμησαν την επιστήμη, ήταν όχι μόνο οι άθεοι
(όπως έχουμε δείξει σε άλλο άρθρο μας),
αλλά κυρίως οι συνεργάτες τους οι Παγανιστές!
|
1. Η
Χριστιανική διάκριση Επιστήμης και Πίστης
Ο Μέγας
Βασίλειος στην ομιλία του για την δημιουργία με τον τίτλο «Εξαήμερος», όπου
επεξηγεί τη διήγηση της Π. Διαθήκης για τη δημιουργία του κόσμου, σπεύδει να
παρατηρήσει ότι η διήγηση παρέλειψε πολλά, επειδή είχε σκοπό να γυμνάσει και να
οξύνει το νου των ανθρώπων, ώστε με αφορμή τις λίγες λεπτομέρειες να βρουν και
τα υπόλοιπα (Εις την Εξαήμερον PG 29, 33B). Επίσης τονίζει (και αυτό
είναι ακόμα πιο σημαντικό από το προηγούμενο) ότι δεν μειώνεται καθόλου ο
θαυμασμός μας για τα μεγαλεία του Θεού, αν βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός
έφτιαξε όλα τα θαυμάσια δημιουργήματα. (Εις την Εξαήμερον, 25
Α).
Στην προκειμένη
περίπτωση ο Μέγας Βασίλειος εισάγει δύο βασικές αρχές ως ερμηνευτικές
προϋποθέσεις: α) την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας, που είναι και γυμνασία
του νου και β) τη διάκριση μεταξύ του ποιος έκανε τον κόσμο και του πώς έγινε ο
κόσμος. Με άλλα λόγια, άλλο η θεολογική γνώση ότι ο Θεός δημιούργησε τον
κόσμο, και άλλο η έρευνα του τρόπου με τον οποίο πραγματώθηκαν όλα τα
θαυμαστά έργα. Στη δεύτερη περίπτωση, την έρευνα την έχουμε ως περιγραφή και
ανάλυση κτιστών δεδομένων κι όχι βέβαια της άκτισης θείας ενέργειας.
Η Εκκλησία,
ανέμενε εδώ και χιλιετίες μια αύξηση στη γνώση σαν αυτή που ζούμε σήμερα,
(και ποιος ξέρει πόση ακόμα). Στον Δανιήλ υπήρχε αιώνες προ Χριστού η προφητεία,
ότι κατά τη διάρκεια του «εσχάτου
καιρού», δηλαδή μετά την έλευση του
Χριστού, «τότε, πολλοί θα περιτρέχουν, και η γνώση θα πληθυνθεί» (Δανιήλ 12/ιβ:
4).
Είναι μεγάλο
λάθος όσων κατηγορούν την Ορθοδοξία ότι προάγει και συντηρεί έναν αγνωστικισμό
και αδιαφορία για τις επιστήμες ή την κοσμική γνώση. Αυτό αποδεικνύεται λάθος
τόσο στην πράξη όσο και στην θεωρία.
Στην θεωρία:
καταρχήν, η Ορθοδοξία δεν μιλάει για αγνωστικισμό όσον αφορά τον κόσμο αυτόν.
Μιλά για αδυναμία γνώσης
μόνο για τον
Θεό, δηλαδή για τον Άκτιστο Δημιουργό. Άλλο πράγμα το ένα (αδυναμία γνώσης για
τον κόσμο), άλλο το άλλο. (Αδυναμία γνώσης για το Θεό). Η αξίωση ότι για τον
Άκτιστο Θεό δεν υπάρχει δυνατότητα αυτόνομης γνώσης (παρά μόνο γνώσης μέσω
αποκάλυψης) δεν αντιστρατεύεται στην αξίωση ότι το ανθρώπινο λογικό μπορεί να
μάθει για τον κόσμο αυτόν και ό,τι εμπεριέχεται σε αυτόν.
Η διάκριση
μεταξύ κτιστού-ακτίστου, δηλαδή κόσμου-σύμπαντος από τη μία και άκτιστου Θεού
από την άλλη είναι θεμελιώδης για την Ορθοδοξία (και το Χριστιανισμό). Ως τμήμα
του κόσμου, εφοδιασμένος με το λογικό, ο άνθρωπος μπορεί (και πρέπει) να μάθει
για τον κόσμο. Αλλά για κάτι που υπερβαίνει τον κόσμο, δηλαδή για τον Άκτιστο
Θεό, ο άνθρωπος δεν μπορεί να μάθει για αυτόν, αφού ο Θεός είναι υπέρλογος και η
ουσία του άπιαστη και άφατη. Το ανθρώπινο λογικό μόνο τον λογικό κόσμο, κι όχι
τον υπέρλογο Θεό μπορεί να μάθει. Γι' αυτό και είναι αναπόδεικτη η αξίωση ότι η
Ορθοδοξία απαξιώνει την κοσμική γνώση επειδή αρνείται τη δυνατότητα αυτόνομης
γνώσης για τον εξω-κοσμικό Θεό.
Ιωάννου
Δαμασκηνού, Διαλεκτικά (PG 94, 529 Α): «Ουδέν της γνώσεώς εστι
τιμιώτερο˙
η γαρ γνώσις φως εστι ψυχής λογικής, τούμπαλιν η άγνοια». Ενώ ο Μέγας Βασίλειος
γράφει πως για το Χριστιανισμό σημασία έχει η καλή χρήση της επιστήμης (Όροι
κατά πλάτος, 2, 3): «Δεν πρέπει, επειδή μερικοί δεν χρησιμοποιούν καλώς την
ιατρικήν, να αποφεύγωμεν κάθε ωφέλειαν που προέρχεται από αυτήν. Ούτε βέβαια
πρέπει να καταδικάζωμεν όλας μαζί τας τέχνας, επειδή οι ακρατείς εις τας ηδονάς
χρησιμοποιούν την μαγειρικήν ή την αρτοποιίαν ή την υφαντικήν με σκοπόν την
απόλαυσιν. (..) τουναντίον, δια της ορθής χρήσεώς των πρέπει να αποδεικνύωμεν
την κακήν χρήσιν των από εκείνους».
Ο Μέγας
Βασίλειος γράφει για τη σχέση πίστης και επιστήμης (Όροι κατά πλάτος, 2,
5): «Ούτε πρέπει να αποφεύγωμεν παντελώς την ιατρικήν τέχνην ούτε αρμόζει να
στηρίζωμεν εις αυτήν κάθε ελπίδα μας. Αλλ’ όπως χρησιμοποιούμεν μεν την
γεωργικήν, ζητούμεν δε από τον Θεόν τους καρπούς, και όπως εμπιστευόμεθα το
πηδάλιον εις τον κυβερνήτην, προσευχόμεθα δε εις τον Θεόν να διασωθώμεν από την
θάλασσαν, έτσι, και όταν καλούμεν τον ιατρόν, δεν παύομεν να ελπίζωμεν εις τον
Θεόν» (PG 31, 1052A).
«Ο Θεός», λέει
ο Ψελλός, «είναι φυσικά η αιτία του σεισμού, όπως και κάθε πράγματος, αλλά η
προσεχής [δηλ. η άμεση αιτία] του σεισμού είναι η φύση» (Β. Ν. Τατάκη, Η
Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και
Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 187).
Ο Βάσσος
Κασσιανός (6ος-7ος αι.) στα Γεωπονικά του
παραδέχεται ότι τα φυτά βγαίνουν από τη γη με τη θέληση του Θεού, διατυπώνει,
όμως, την πεποίθησή του, ότι για τη διαδικασία αυτή υπάρχει ένα φυσικό αίτιο (Β.
Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής
εποχής, εκδ. Αίθρα, σ. 51). Ο Μανουήλ Φιλής (13ος –14ος
αι.), ζωολόγος, βοτανολόγος και ποιητής, παραδέχεται ότι τα φυτά βγαίνουν από το
έδαφος με τη θέληση του Δημιουργού, επιμένει, όμως, στην άποψη ότι η διαδικασία
αυτή έχει και κάποιο φυσικό αίτιο.
2. Οι
επιστήμες στη Χριστιανική Ρώμη
Όπως φαίνεται,
οι Ρωμηοί Ορθόδοξοι πρόγονοί μας είχαν επίγνωση τόσο των ορίων της επιστήμης όσο
και των ορίων της πίστης και δεν είχαν κανένα πρόβλημα – τουλάχιστον οι
σοφότεροι – να δέχονται και τα δύο. Αλλά και πρακτικά, από ιστορικής απόψεως, το
Ορθόδοξο Βυζάντιο ήταν πρώτο για τουλάχιστον 900 χρόνια στους τομείς της
τεχνολογίας, της ναυσιπλοίας, της στρατηγικής, της αρχιτεκτονικής και του
πολιτισμού γενικότερα. Περίεργο, (κατά τους κατηγόρους), οι Ορθόδοξοι να έδιναν
επί τόσους αιώνες σημασία στην κοσμική γνώση! Κανονικά, οι «αδιαφορούντες για
την γνώση» Βυζαντινοί θα έπρεπε να καταστραφούν αμέσως, αφού υποτίθεται ότι
μόνο μέλημά τους ήταν «η σωτηρία της ψυχής» και η «βασιλεία των ουρανών». Οι «αρχαιολάτρες»
βλέπουν την παρακμή της επιστήμης στις ορθόδοξες χώρες κατά την Τουρκοκρατία,
και νομίζουν ότι αυτό είναι Ορθόδοξο δόγμα. Μα επιστήμη υπό δουλεία δεν γίνεται.
Γιατί δεν κοιτάνε τους βυζαντινούς επιστήμονες;
Μήπως γνωρίζουν
όσοι κατηγορούν το Βυζάντιο πως τάχα δεν ασχολούνταν με τις επιστήμες, ότι
πρώτος ο Ρωμηός Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1359) στα 1325, 2,5 αιώνες πριν από
τους δυτικοευρωπαίους επιστήμονες και την Παπική εκκλησία, βασιζόμενος σε δικές
του μετρήσεις και μελέτες, κατάλαβε τα σφάλματα του Ιουλιανού ημερολογίου και
πρότεινε στον Ανδρόνικο Β΄ την διόρθωσή του ημερολογίου σύμφωνα με τις
παρατηρήσεις του; (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, Οι θετικοί
επιστήμονες της βυζαντινής εποχής, εκδ. Αίθρα, σ. 125) Γνωρίζουν ότι ο
Ιωάννης Ακτουάριος, Ρωμηός γιατρός, ανακάλυψε πρώτος το παράσιτο της ταινίας,
τον «τριχοκέφαλον άνισον»; (Στήβεν Ράνσιμαν, Η τελευταία βυζαντινή αναγέννηση,
εκδ. Δόμος, σ. 103)
Το Περί της
ανθρώπου κατασκευής του Θεόφιλου, η δωδεκάτομη Παθολογία του εκ
Τράλλεων Αλεξάνδρου (ο Αλέξανδρος είναι ο πρώτος που χορήγησε σίδηρο ως
εσωτερικό φάρμακο), η Ιατρική εγκυκλοπαίδεια του Θεόφιλου Νόννου, το
Περί ανατομικής του ανθρώπου του μοναχού Μελέτιου, το Υπόμνημα του
Παύλου Αιγινήτη, η Σύνοψις ιατρική του Λέοντα Μαθηματικού, το Δυναμικό
του Νικόλαου Μυρεψού, το οποίο περιλαμβάνει 2656 φαρμακευτικές συνταγές κι ως
τον 15ο αι αποτελούσε το επίσημο φαρμακολογικό σύγγραμμα της ιατρικής
σχολής του Πανεπιστημίου του Παρισίου, η Ιατρική μέθοδος, η
Θεραπευτική μέθοδος και το Περί ούρων του Ιωάννη Ακτουάριου, τα
Ιατρικά εκκαίδεκα του Αέτιου 16 τόμων, εκ των οποίων ο 7ος αφορά
την οφθαλμολογία (φάρμακα και επεμβάσεις), η Σύνοψη της Ιατρικής των
Νικήτα και Λέοντα, που αναφέρεται σε χειρουργικά θέματα και εργαλεία, τα
Γεωπονικά, 26 τόμων, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία περιγράφεται η χρήση
χημικού λιπάσματος («ερεβίνθους… ομοίως προβραχέντας μετά νίτρου σπείρουσιν»),
μήπως όλα αυτά είναι συγγράματα ανθρώπων και πολιτισμού που αδιαφορεί για τα
εγκόσμια και μονάχα προσεύχεται σκυθρωπά;
Μήπως ο
θεολόγος και αστρονόμος Νικόλαος Καβάσιλας (14ος αι.), ο οποίος
αποδίδει τις παλίρροιες στην έλξη της δύναμης της σελήνης, η οποία διαδίδεται
ευθύγραμμα μαζί με το φως της, είναι παράδειγμα προς αποφυγή; Μήπως η
εξάτομη Λογιστική του Βαρλαάμ, η Αστρονομική βίβλος του Θεόδωρου
Μελιτηνιώτου, τα Αρμονικά του Βρυενού, η Στοιχείωσις Αστρονομική
του Θεόδωρου Μετοχίτη, τα Περί κατασκευής κοίλων κατόπτρων και το Περί
παραδόξων μηχανημάτων του Ανθέμιου δείχουν ανθρώπους και πολιτισμό ο οποίος
ενδιαφέρεται μόνο για τις προσευχές και τα «αλληλούια»; Όχι, γιατί αν το
δείχνουν, τότε οι «αρχαιολάτρες» ας μας το πούνε. Ας μας πούνε π.χ. ότι όλα
αυτά (και εκατοντάδες άλλα, χαμένα ή ακόμη ανέκδοτα) οι «Βυζαντινοί» τα έγραψαν
για πλάκα, για να περνούν τον καιρό τους ανάμεσα σε δύο λιτανείες.
Πολιτισμός που
υποτίθεται ότι ενδιαφέρεται μόνο «για τη σωτηρία της ψυχής» και όχι για το σώμα
είναι αδύνατον να συγγράφει δωδεκάτομα έργα ιατρικά. Πολιτισμός, που το
σώμα το θεωρεί ως τμήμα του καθεαυτό «ανθρώπου» κι όχι ως «φυλακή της ψυχής» και
δεν θεωρεί μόνο την «ψυχή» ως τον «καθεαυτό άνθρωπο», είναι φυσιολογικό να
ενδιαφερθεί και για την ιατρική, τη μηχανική, τα μαθηματικά. Μήπως όλοι αυτοί
που πιστεύουν πως οι Ρωμηοί πρόγονοί μας δεν ήταν πολιτισμένοι αλλά βάρβαροι,
μήπως όλοι αυτοί γνωρίζουν πως στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης
διδάσκονταν Αριθμητική, Γεωμετρία, Αστρονομία και Μουσική, παράλληλα με την
Ελληνική και Λατινική φιλολογία;
3. Η αλήθεια
για τις δήθεν διώξεις επιστημόνων
«Επικρατεί η
άποψη ότι κατά τη Βυζαντινή Εποχή τόσο τα μαθηματικά όσο και η αστρονομία ήταν
υπό διωγμό και ότι οι μαθηματικοί, όπως και οι ασχολούμενοι με την αστρονομία,
καταδιώκονταν. Η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη και απορρέει από μια, ίσως εσκεμμένη,
σύγχυση ορισμών. Απαγορεύσεις τέτοιου είδους αφορούσαν μόνο την απόκρυφη
αριθμητική και την αστρολογία που ήταν το αντικείμενο μελέτης και εφαρμογής των
διάφορων μάγων, αποκρυφιστών, αστρολόγων κ.τ.λ. Παραθέτουμε δυο χαρακτηριστικά
αποσπάσματα από βυζαντινά κείμενα που συνηγορούν στον ισχυρισμό μας αυτό:
α)
Από τον Ιουστινιάνειο Κώδικα (IX 18.2)
«Την
γεωμετρικήν τέχνην εκμανθάνειν και ασκείν δημοσία, ωφελεί. Η μαθηματική (=απόκρυφη
αριθμητική) όμως τέχνη αξιόποινος ούσα απαγορεύεται».
β)
Από τις επιστολές του Πατριάρχη Φώτιου:
«Ερευνάτε ου
μόνον τας γραφάς αλλά και την γεωμετρικήν τέχνην» (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ.
Τραυλού, Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής, εκδ. Αίθρα, σ.14).
Μόνο δογματικοί φιλοδυτικοί και νεοπαγανιστές/εθνικιστές αρχαιολάτρες μπορούν να
πιστεύουν ότι μόνο η Δύση, κι όχι το Βυζάντιο, ενδιαφέρθηκε για την επιστήμη στα
χριστιανικά χρόνια.
Θα πουν μερικοί
ότι κάμποσοι φιλόσοφοι και επιστήμονες διώχθηκαν από την Εκκλησία κατά τον 18ο
αι., επειδή δίδασκαν την δυτική επιστήμη, φυσική και μαθηματικά. Είναι προφανές
όμως, βλέποντας ότι τόσο ο Δαμασκηνός, όσο κι ο Μ. Βασίλειος και τόσοι άλλοι
Ορθόδοξοι Πατέρες, υποστήριζαν την γνώση, άρα οι αιτίες της διώξεως των σοφών
(πλείστοι εξ αυτών ήταν Ορθόδοξοι ιεράρχες άλλωστε) δε θα πρέπει να αναζητηθούν
στην Ορθόδοξη κοσμοθεωρία, αλλά σε άλλες αιτίες. Αυτό συνέβη επειδή οι διώκτες
ήταν οπαδοί του Αριστοτελισμού, και αποστρέφονταν επιστημονικές μεθόδους
διαφορετικές από του αριστοτελισμού.
Άλλοι πάλι θα
αναφέρουν την δίωξη και τον αφορισμό του Ιωάννη Ιταλού. Η δίωξη αυτή από τη θέση
του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης έγινε έπειτα από επέμβαση
του αυτοκράτορα˙ το ίδιο κι ο αναθεματισμός των απόψεών του από κληρικούς,
έγινε με απροθυμία από την Εκκλησία και μόνο κατ’ επιθυμία του Αλέξιου
Α’. Ο αντιβυζαντινός Cyril Mango ξεκαθαρίζει κάπως τα πράγματα γράφοντας: «έχουμε
σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε ότι η δίκη του Ιταλού είχε πολιτικά κίνητρα και
ότι οι εναντίον του κατηγορίες ήταν, ως ένα βαθμό, κατασκευασμένες. Φαίνεται πως
ο Ιταλός είχε αρκετές συμπάθειες ανάμεσα στους ανώτερους κληρικούς» (Cyril
Mango, Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος
Εθνικής Τραπέζης, σ. 174).
4. Η
αντιεπιστημονικότητα της
Παγανιστικής ιδεολογίας
Όπως λέει ο
Έλληνας στοχαστής Π. Κονδύλης «το σύμπαν, αφού άδειασε από μαγικά όντα και έγινε
προσιτό στα νέα μαθηματικά, μπορεί να γνωστεί απόλυτα και άμεσα» (Ο
Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, εκδ. Θεμέλιο, σ. 116). Λογικό˙ ένα στοιχειωμένο από
αλλόκοτες οντότητες σύμπαν, όπως το φαντάζονται οι Ειδωλολάτρες, είναι αδύνατον
να γίνει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Η χριστιανική ιδέα περί Δημιουργού
ασύγχυτου με τη Φύση είναι πολύ πιο ορθολογική από την νεοπαγανιστική ιδέα ότι
υπάρχουν.. φαντάσματα –οι «θεοί» – στη μηχανή του σύμπαντος, τα οποία, άμα δεν
τα ταΐσουμε με θυσίες, δεν βρέχουν, δεν μας προστατεύουν κ.ο.κ.
Για τον
Παγανιστή φιλόσοφο και επιστήμονα Ιωάννη Φιλόπονο που έγινε Χριστιανός, ο Β.
Τατάκης (Η βυζαντινή φιλοσοφία, σ. 53) παρατηρεί: «Οι μεταφυσικές βάσεις
του Χριστιανισμού διαμόρφωσαν ένα σύμπαν τέτοιο που ανταποκρινόταν στις
απαιτήσεις του ορθολογισμού».
Πράγματι, όταν
το σύμπαν, τον καιρό που επικρατούσε ο Παγανισμός, ήταν περιβαλλόμενο από
ειδωλολατρικές, χοντροκομμένες μυθικές δυνάμεις μαγείας και μοίρας, μεγάλη ήταν
η συμβολή της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία αποειδωλοποιώντας – όχι
απομυθεύοντας – το σύμπαν, το παρέδιδε καθαρό και λευτερωμένο στο εξεταστικό
μάτι του επιστημονικού και φιλοσοφικού στοχασμού. Αν, λόγου χάρη, σήμερα
δεχόταν ο άνθρωπος πως η σελήνη είναι θεός, πώς θα μπορούσε να την κατακτήσει;
Γι’ αυτό και το
γνωστό αθεϊστικό επιχείρημα ότι η έννοια «θεός» χρησιμοποιείται για να γεμίσουν
τα κενά της γνώσης μας περί του κόσμου, δηλαδή ότι, όταν δεν μπορούμε να
εξηγήσουμε κάτι, το αποδίδουμε στο θεό και συνεπώς η γνώση και η πίστη είναι
αντιμαχόμενες, αφορά μόνον τους εσωκοσμικούς παγανιστικούς θεούς και δεν
επηρεάζει καθόλου τον άκτιστο Θεό. Αν, λ.χ. ο Ήλιος ή κάποιο άλλο
ουράνιο σώμα θεωρηθεί θεός, αφενός εμποδίζεται η επιστημονική θεώρησή του ως
απλού άστρου, αφετέρου η επικράτηση της επιστημονικής εξήγησης για την ύπαρξή
του οδηγεί αναπόφευκτα στην απιστία στον «θεό Ήλιο», δηλαδή στην αθεΐα. Στην
περίπτωση όμως του Άκτιστου Θεού, που δεν αποτελεί τμήμα της φύσης, ούτε
εμποδίζεται η επιστημονική έρευνα επειδή τάχα έτσι προσβάλλεται ο Θεός, αλλά
ούτε και η αύξηση των επιστημονικών γνώσεων για το σύμπαν οδηγούν απαραίτητα
στην αθεΐα, διότι ο Θεός είναι
η πρώτη αιτία κι
όχι ένα τμήμα του σύμπαντος, που αν κάποια στιγμή ερμηνευόταν επιστημονικά, θα
έπαυε να θεωρείται «θεός».
Βλέπουμε ότι η
παγανιστική αντίληψη περί ατελούς, εσωκοσμικού θεού όχι μόνον δεν είναι
απαραίτητη για την διαφύλαξη της φύσης, αλλά και εμποδίζει την ανάπτυξη της
επιστήμης, αφού η τελευταία θα επιχειρούσε έρευνα επί των περιοχών της φύσης
μπαίνοντας στις αρμοδιότητες του εκάστοτε θεού.
5. Γνώμες
προσωπικοτήτων
Εντύπωση εν
τέλει προκαλεί και η διαπίστωση του Άγγλου φιλόσοφου B. Russell, στο έργο του
Religion and Science (σ. 249), ότι η εκάστοτε σύγκρουση επιστήμης και πίστης
δεν οφείλεται στην αντιπαράθεση του περιεχομένου της πίστης και της επιστήμης,
αλλά στις αντιθέσεις των εκπροσώπων τους και στις αυτονόητες σκοπιμότητες.
Σε ένα τέτοιο
περιβάλλον όπου οι διωγμοί υπαγορεύονται από συμφέροντα και πάθη, δεν υπάρχει
καμιά συνέπεια. Αν λόγου χάρη, γράφει ο (άθεος) Russell, σε μια χώρα οι άνθρωποι
της επιστήμης είχαν λόγους να διώξουν τους Χριστιανούς, οι φίλοι του Γαλιλαίου
δεν θα διαμαρτύρονταν καθόλου.
Αλλά ακόμη και
για την περίπτωση του διωγμού του Γαλιλαίου από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που
δεν αφορά τους Ορθόδοξους και τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, είναι γνωστό ότι ο
διωγμός αυτός, το 1633, δεν προκλήθηκε καταρχήν από την Παπική Εκκλησία, αλλά
από τους δογματικούς αριστοτελικούς συναδέλφους του: «Ο Γαλιλαίος έκανε
έξοχη χρήση του Αγίου Αυγουστίνου και για ένα διάστημα είχε περισσότερη
υποστήριξη από τους ανώτερους εκκλησιαστικούς κύκλους της Ρώμης παρά από τους
αριστοτελικούς συναδέλφους του στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας» (Herbert
Butterfield, The Origin of Modern Science, σ. 62).
«Ποτέ δεν βρήκα
τίποτε, στην επιστήμη μου, που να μπορώ να αντιτάξω στην Θρησκεία», υποστηρίζει
ο Albert Einstein. «Οπουδήποτε και οσονδήποτε βαθιά αν προσηλώσουμε τα βλέμματά
μας, πουθενά δεν βρίσκουμε καμία αντίφαση μεταξύ της θρησκείας και των φυσικών
επιστημών· αντιθέτως μάλιστα, εις τα κρισιμότερα ακριβώς σημεία βρίσκουμε πλήρη
συμφωνία», υποστηρίζει ο Max Planck, στα 1937, σε διάλεξη με θέμα «Θρησκεία
και Φυσική» - επίσης: Max Planck,
Religion und Naturwissenschaft,
7η έκδ., Leipzig,
σ. 30 κ.εξ. «Στην ιστορία της επιστήμης, από τότε που έγινε η περίφημη δίκη του
Γαλιλαίου, έχουν επανειλημμένα ισχυριστεί ότι η επιστημονική αλήθεια δεν μπορεί
να συμβιβαστεί με την θρησκευτική ερμηνεία του κόσμου. Μολονότι είμαι τώρα
πεπεισμένος ότι η επιστημονική αλήθεια είναι ακλόνητη στο πεδίο της, δεν τα
κατάφερα ποτέ μου να απορρίψω το περιεχόμενο της θρησκευτικές σκέψης σα δήθεν
μέρος μιας ξεπερασμένης φάσης στη συνείδηση της ανθρωπότητας, ένα μέρος που θα
πρέπει να το εγκαταλείψουμε από εδώ και εμπρός. Έτσι κατά την διάρκεια της ζωής
μου βρέθηκα επανειλημμένα στην ανάγκη να προβληματιστώ πάνω στην σχέση μεταξύ
των δύο αυτών περιοχών της σκέψης, γιατί ποτέ δεν κατάφερα να αμφισβητήσω την
πραγματικότητα προς την οποία δείχνουν», υποστηρίζει ο μεγάλος φυσικός Werner
Heisenberg.
6.
Χριστιανική επιστημονικότητα και παγανιστική δεισιδαιμονία
Να σημειώσουμε,
ότι στην Ορθόδοξη Ρωμανία ουδέποτε έπαψαν οι μορφωμένοι να πιστεύουν στη
σφαιρικότητα της γης. Ο Μέγας Βασίλειος (4ος αι.), ο Γεώργιος Πισίδης
(6ος –7ος αι.), ο Συμεών Σηθής (11ος αι.), ο
Θεοφύλακτος Αχρίδος από την Εύβοια (11ος –12ος αι.) κ.ά.
πίστευαν ότι η γη είναι σφαιρική κι όχι επίπεδη.
Αρκεί, για να
ασχοληθούμε και με τους νεοπαγανιστές, μια σύγκριση της άποψης των «θεών» και
της Παλαιάς Διαθήκης για την επιστήμη της Ιατρικής. Ενδεικτικά:
Απολλοδώρου
Βιβλιοθήκη, Γ’, X, 3-4:
3.(..) Έγινε (ο
Ασκληπιός) μάλιστα χειρουργός και ασκώντας την τέχνη αυτή για πολύν καιρόν όχι
μόνο εμπόδιζε μερικούς ανθρώπους να πεθαίνουν, αλλά ανέσταινε και τους
πεθαμένους. (..)
4. Αλλά ο Ζευς
από το φόβο μήπως οι άνθρωποι μάθουν την ιατρική απ’ τον Ασκληπιό και βοηθούν
έτσι ο ένας τον άλλο, τον κατακεραύνωσε.
Φίλος της
επιστήμης, και προ παντός φιλάνθρωπος ο Ζευς. Φοβήθηκε μήπως μάθουν την ιατρική
και αλληλοβοηθούνται για το καλό τους. Πολυθεϊσμός κι Επιστήμη. Να και τι λέει ο
Θεός της Παλαιάς Διαθήκης:
Σοφία Σειράχ,
ΛΗ’
1. Τίμα τον
ιατρόν όπως του αρμόζει, διότι ο Κύριος τον έκαμε αυτόν.
2. Από τον
Ύψιστο προέρχεται η ίασις και παρά βασιλέως θα λάβει ο γιατρός δώρα για αυτήν.
4. Ο Κύριος
όρισε να φυτρώνουν φαρμακευτικά βότανα από τη γη (..)
6. Ο ίδιος ο
Θεός έδωσε στους ανθρώπους την (ιατρική) επιστήμη, ώστε να δοξάζεται με τα
θαυμαστά του έργα.
7. Δια των
ιατρών και των φαρμάκων γιατρεύει ο Θεός και αίρει τον πόνο (..)
12. Να
προσφύγεις και στον ιατρό, γιατί και αυτόν ο Θεός τον δημιούργησε. Μην
απομακρυνθείς από κοντά του, γιατί έχεις την ανάγκη του.
13. Πολλές
φορές η θεραπεία είναι στα χέρια των ιατρών.
14. διότι και
αυτοί με τη σειρά τους προσεύχονται στον Κύριο, για να κατευοδώσει τις
προσπάθειές τους (...)
Οι
αρχαίοι Αθηναίοι, όταν πλάκωσε ο λοιμός, προσπαθούσαν με μάγια να γιατρευτούν.
Αλλά «ως και οι παρακλήσεις στους ναούς και τα μαντεία κι ό,τι άλλο τέτοιο μέτρο
απελπισίας πάρθηκε βγήκαν όλα ανώφελα, ώσπου, τέλος, νικημένοι από το κακό, τα
παράτησαν» (Θουκιδίδης, 2, 47). Μάλιστα, όσοι επιζούσαν από την πανώλη, είχαν
την κρυφή ελπίδα ότι στο μέλλον δεν θα πέθαιναν ποτέ από κανένα άλλο νόσημα (Θουκιδίδης,
2, 51)! Η αντιτεχνολογική ψύχωση των «θεών» και της αρχαίας ελληνικής θρησκείας
φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις, στην πράξη κι όχι απλά σε μυθολογικά κείμενα:
1) Το Μαντείο
των Δελφών απαγόρευσε τη διάνοιξη ισθμού στους Κνιδίους. Οι Κνίδιοι
πολιορκούνταν από κάποιον εχθρό και ήθελαν να μετατρέψουν τον ισθμό σε διώρυγα,
κάνοντας έτσι την πόλη τους τεχνητό νησί. Ο χρησμός των Δελφών προς τους
Κνίδιους έλεγε: «Το χτίσιμο παράτα το, το σκάψιμο άστο, γιατί αν ήθελε ο Δίας
νησί, θα το είχε φτιάξει» (Ηρόδοτος, 1, 174). Οι Κνίδιοι δεν προχώρησαν στην
εκσκαφή της διώρυγας, έχασαν τον πόλεμο και υποδουλώθηκαν στους Πέρσες. Ό,τι
θέλει ο Δίας λοιπόν κι όχι η επιστήμη.
2) Στους
Πέρσες του Αισχύλου (στ. 749 κ.ε.), το φάντασμα του Δαρείου (δηλαδή η κοινή
γνώμη των θρησκευόμενων Ελλήνων του πέμπτου αιώνα π.Χ.) διατείνεται πως η
γεφύρωση του Ελλησπόντου ήταν έργο ενάντια στη βούληση των θεών.
3) Ο Αναξαγόρας
εξορίστηκε από τους Αθηναίους του Χρυσού Αιώνα, όταν είπε πως ο Ήλιος δεν είναι
θεός αλλά μια πύρινη σφαίρα στον ουρανό. Να η απόδειξη πως, όταν «θεός» σημαίνει
τμήμα της Φύσης κι όχι τον Άκτιστο, εξωκοσμικό, Ένα Θεό, τότε η έρευνα του
«θεού»-τμήματος της Φύσης συνιστά ασέβεια και αθεΐα.
4) ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος
είχε σκεφτεί να διανοίξει τον Ισθμό. Όμως οι θεοί τον απέτρεψαν με τον χρησμό
του μαντείου των Δελφών: «Ισθμόν
δε μη πυργούτε μηδ' ορύσσετε. Ζευς γαρ έθηκε νήσον ή κ' εβούλετο», δηλαδή, μη
σκάβετε τον Ισθμό, γιατί ο Δίας έθεσε τη νήσο (Πελοπόννησο) την οποία και
ήθελε». Δηλαδή, έχουμε ένα δεύτερο παράδειγμα, που αποδεικνύει ότι ο Πολυθεϊσμός
ήταν εναντίον της επιστήμης και της χρήσης της επιστήμης για ειρηνικά έργα (και
για αμυντικά-πολεμικά βέβαια).
Δηλαδή και η
διώρυγα του Σουέζ ή της Κορίνθου είναι ανθρώπινα έργα απαράδεκτα, για τους
Παγανιστές.
5) Άλλωστε, ο
περίφημος αστρονόμος Αρίσταρχος ο Σάμιος, πρώτος επιστήμονας που υποστήριξε ότι
η γη δεν είναι το κέντρο του κόσμου, αλλά περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο,
μηνύθηκε από τον στωικό Κλεάνθη για ασέβεια προς τους θεούς με την κατηγορία:
«ως κινούντα του κόσμου την εστίαν (=Γη)» (Πλούταρχου, Περί του εμφαινομένου
προσώπου τω κύκλω της σελήνης, 6 (923a)).
Ο πανθεϊστής στωικός Κλεάνθης έγραψε ειδική πραγματεία Προς Αρίσταρχον
(Διογένης Λαέρτιος, VII,
174). Ο Διογένης ο Κυνικός «ισχυριζόταν ότι πρέπει να παραμελούμε τη μουσική, τη
γεωμετρία και τις παρόμοιες επιστήμες, επειδή είναι άχρηστες και περιττές»
(Διογένης Λαέρτιος, VI,
73).
Με άλλα λόγια,
ο Πολυθεϊσμός όχι μόνο δεν έχει σχέση με τα όποια επιστημονικά επιτεύγματα
επέδειξε ο αρχαίος Ελληνισμός, όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, αλλά
κατεδίωξε την επιστήμη. Ως αποτέλεσμα, επιστήμες όπως η αστρονομία, αν δεν
ταυτιζόταν με την αστρολογία, θεωρούνταν από τον όχλο των Πολυθεϊστών ποινικά
κολάσιμες. «Η αποδοκιμασία προς την μετεωρολογία ήταν πολύ κοινή.
Πίστευαν πως δεν ήταν μόνο ανόητη και αυθάδης (Γοργίας Ελ. 13, Ιππ.
Αρχ. Ιατρική 1, Πλάτ. Πολ. 488e,
κ.λπ.), αλλά επίσης και επικίνδυνη για τη θρησκεία (Ευρ. απ. 913, Πλάτ. Απολ.
19b,
Πλούτ. Νικίας 23), και στην λαϊκή σκέψη είχε συνδεθεί ειδικά με τους
σοφιστές (Εύπολις απ. 146, Αριστοφ. Νεφ. 360, Πλάτ. Πολιτικός 299b)»
(E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, σ. 275).
Φυσικά, είναι
ανιστόρητη η άποψη πως δεν υπήρξε αρχαία ελληνική επιστήμη. Υπήρξε, με πειράματα
και εφαρμοσμένα αποτελέσματα. Αλλά αυτό συνέβη μόνον στην ελληνιστική και
ελληνορωμαϊκή εποχή (εποχή παρακμής, σύμφωνα με τους αρχαιόπληκτους): όταν
δηλαδή είχε ξεπέσει και ξεφτίσει η κλασσική αρχαιοελληνική θρησκεία άρχισαν να
γίνονται σημαντικοί πρόοδοι στην επιστήμη (Ήρων ο Αλεξανδρεύς κ.ά.), με
πειράματα κι επιστημονική σκέψη και πρακτική. Όταν έπαψε ο μπαμπούλας του Δία να
σημαίνει κάτι, έπαψε κι ο άνθρωπος να φοβάται την επέμβαση στη φύση, και τότε
ανεπτύχθη η αρχαία τεχνολογία.
Ο
Χριστιανισμός, πάντως, βοήθησε στην επιστημονική έρευνα, απορρίπτοντας απόψεις
όπως ότι τα υλικά ουράνια σώματα είναι θεϊκές οντότητες, και δεν εναντιώθηκε
στην Ελληνική Επιστήμη, αλλά μόνο στον δεισιδαιμονικό Πολυθεϊσμό, ο οποίος
αντιδρούσε κατά της Ελληνικής Επιστήμης.
Στην
πραγματικότητα, ο Χριστιανισμός ήταν αυτός, που αποδιώχνοντας την πολυθεϊστική
δεισιδαιμονία και άρνηση προς την επιστήμη, και βάζοντας στη σωστή θέση της την
πίστη και την επιστήμη, άνοιξε το δρόμο για τη γνώση του κόσμου που
απολαμβάνουμε σήμερα δια της επιστήμης. Γι' αυτό και η σύγχρονη
προηγμένη επιστήμη,
σε Χριστιανοθρεμμένες κοινωνίες αναπτύχθηκε, και όχι σε παγανιστικές.
Ι.
Ταχός
|