Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΤΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΙΔΟΣ “ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ- ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑ Ή ΜΕΘΕΞΙΣ;

        





Τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ γλῶσσα τῆς λατρείας θεωρεῖται ἀπὸ ὡρισμένους ὡς τὸ μεγάλο ἐμπόδιο γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν θ. Λατρεία καὶ ζητοῦν ἐπιμόνως ριζικὲς ἀλλαγές.
Ὡς συνειδητὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ κληρικοὶ μὲ ποιμαντικὴ εὐθύνη συμπάσχουμε καὶ ἀλγοῦμε γιὰ τὴν ἀφύσικα διαμορφωμένη ἐξωτερικὴ κατάσταση τῆς γλωσσικῆς ἀφασίας καὶ ἀπαξίας, ποὺ ἐμπνέει καταναλώσιμους πειραματισμοὺς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε χρειάζεται μιὰ γνήσια ἀπάντηση στὸ γλωσσικὸ τῆς Ἐκκλησίας, μετὰ ἀπὸ μιὰ εἰλικρινῆ συζήτηση. Μιὰ ἀπάντηση ἐκκλησιαστική, ρεαλιστική, γερὰ θεμελιωμένη στὰ πατερικὰ κριτήρια.
Ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπολυτοποιεῖται, εἶναι «ὁ φάρος ὁ παμφαής», ὁ ὁποῖος «εἰς τὸν λιμένα ὁδηγεῖ, δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λιμήν» κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη.
Ὁ  Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς κιβωτός, διατήρησε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα σ᾽ ὅλη τὴν διαχρονική της ἔκταση καὶ τὴν χρησιμοποίησε κατὰ πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ ἐπὶ δύο χιλιετίες γιὰ την διακονία τῆς λατρείας, τῆς θεολογίας καὶ τῆς ποιμαντικῆς της (κήρυγμα). Δὲν ἔχουν ἄραγε τὸ δικαίωμα οἱ νεώτερες γενιὲς νὰ παραλάβουν τοὺς θησαυρούς της, ὡς πατρικὴ κληρονομιά, καὶ ὄχι μόνον ἕνα μέρος της, τὴ Νεοελληνική; Καὶ μήπως μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, θὰ χρειάζεται καὶ αὐτὴ ἀνανέωση;
Ἡ μεταφραστικὴ προσπάθεια προσεγγίζει τὰ κείμενα, ἀλλὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἀποδώσει τὴν πραγματικὴ «οὐσία» καὶ τὸ μεγαλεῖο τους»
Πῶς μποροῦν νὰ μεταφρασθοῦν τὰ ὡραιότατα ὑμνολογικὰ κείμενα, ὅπου κάθε στίχος εἶναι καὶ μιὰ μουσικὴ φράση», τὰ ὁποῖα «σύγκρισιν οὐκ ἐδέξαντο, οὐδὲ δέξονται μέχρις ἂν ὁ καθ᾽ ἡμᾶς βίος περαιωθῇ» καὶ τα ὁποῖα εἶναι ἀποτέλεσμα τελείας συνθέσεως ἀπὸ τὴν ἐπένδυση τῆς θείας χάριτος, τὴν μελωδικότητα τὼν γραφομένων, τὴν ἀρτιότητα τοῦ λόγου καὶ τὴν ἀκρίβεια τῶν νοημάτων;
Μὲ πόση σαφήνεια θὰ μεταφερθῆ τὸ τριαδολογικὸ δόγμα (ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις), τὸ χριστολογικό, ἡ κοινότητα ζωῆς μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὀντολογικὴ μετοχή τους στὸ οἰκουμενικὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ; Μήπως ἐπανέλθουν προβλήματα, τὰ ὁποῖα ταλάνισαν τὴν Ἐκκλησία κατὰ τοὺς πρώτους της αἰῶνες; (Ἀρειανισμός, Μονοφυσιτισμός), ἢ μήπως προκύψουν νέα; Οἱ αἱρέσεις ποτὲ δὲν ἔλειψαν.
Γιὰ νὰ κατανοηθοῦν τὰ λειτουργικὰ κείμενα δὲν χρειάζεται μετάφραση, ἀλλὰ ἑρμηνεία, ἐξήγηση κατήχηση, μὲ περιεχόμενο μυσταγωγικὸ καὶ ὄχι ἠθικολογικὸ ἢ γνωσιολογικὸ μόνον. Αὐτὰ προϋποθέτουν μαθητεία, ἐξοικείωση, προθυμία καὶ ἄσκηση, μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐνορίας, ὅπου μὲ τὴν βοήθεια κληρικῶν, γονέων, κατηχητῶν κ.λπ. οἱ νεώτεροι θὰ λάβουν ἀφορμὲς γιὰ μεγαλύτερη ἐμβάθυνση καὶ θὰ γίνουν πρόσωπα ἐλεύθερα, ὄχι χειραγωγούμενη μᾶζα, ἀκολουθοῦσα εὔκολες λύσεις, ποὺ σκεπάζουν τὴν ἀπροθυμία καὶ τὴν ραθυμία, μέσα σὲ πληθώρα προβλημάτων, ὑπαρξιακῶν καὶ καθημερινῶν.
Τὸ ὅλο θέμα δὲν συνιστᾶ πρόβλημα γλωσσικῆς κατανοήσεως (νοησιαρχία), ἀλλὰ πνευματικοῦ προσανατολισμοῦ καὶ συγκροτήσεως. Ὁ εὐσεβὴς χριστιανός, κι ἂν δὲν διαθέτει παιδεία ἐγκεφαλική, μπορεῖ μὲ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του νὰ προσεγγίση τὶς αἰώνιες ἀλήθειες, ἔχοντας ὡς ὁδηγὸ τὴν καρδιά του καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πιὸ ρεαλιστικός, πιὸ ἐπείγων καὶ πιὸ συμβατὸς μὲ τὶς σημερινὲς ἀνάγκες φαίνεται ἕνας χαμηλόφωνος ἑρμηνευτικὸς καὶ (εἰ δυνατὸν) βιωματικὸς λόγος (μέθεξις) γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς Πίστεως καὶ συνολικὴ ἀναθεώρηση τρόπου ζωῆς, μιὰ ζωντανή, θερμή, ἢ καὶ αἱματηρὴ μαρτυρία ἀγάπης Xριστοῦ, παρὰ μιὰ “ἐργολαβία” Λειτουργικῆς Mεταρρυθμίσεως (μεταφράσεως). Μήπως ἂν γίνει μετάφραση τὴν γλῶσσα, ἀνοίγει ὁ δρόμος καὶ γιὰ «μεταφράσεις» (ἀλλαγὲς) σὲ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς «γλῶσσες», ὅπως ἡ εἰκονογραφία, ἡ μουσική, τὸ Τυπικό, ἡ ἀμφίεση τῶν κληρικῶν, τὰ εὐχαριστιακὰ εἴδη, οἱ εἰκόνες ἀπὸ τὴν ἀγροτοποιμενικὴ ζωὴ στὰ Εὐαγγέλια, ἡ ἴδια ἡ ἀναίμακτη Θυσία κ. ἄ.
Τὸ πρόβλημα «μετάφραση» ἐντάσσεται, ἀκόμη καὶ χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε, στὰ γενικότερα πλαίσια τῆς παγκοσμιοποιήσεως, τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου μέσῳ τῆς ἀλλοιώσεως τῆς γλώσσης καὶ τῆς σκέψεως.
Ζοῦμε σ᾽ ἕνα κόσμο πλήρους συγχύσεως ἐννοιῶν, ἀρχῶν, δομῶν καὶ ἀξιῶν, ὅπου οἱ λέξεις κατακερματίζονται, τὰ νοήματα διαμελίζονται, ὁ λόγος ἀποδομεῖται, τὰ νοήματα διαμελίζονται, ὁ λόγος ἀποδομεῖται, ἡ συνείδηση ξεχαρβαλώνεται καὶ ἡ συνεννόηση καθίσταται ὅλο καὶ πιὸ δύσκολη. Ἄραγε εἶναι σκόπιμη ἡ αὐτοεμπλοκὴ τῆς (ἑλληνόφωνης) Ἐκκλησίας σὲ ἕνα φαῦλο κύκλο “νεογλωσσικῶν ἐρίδων” περὶ τὶς λέξεις, τὶς ἔννοιες, τὶς σημασίες, τὶς ἀποχρώσεις, ἐν­ῶ ἔχει τὸ πολύτιμο προνόμιο τῆς ἀκριβοῦς ἐκφράσεως-διατυπώσεως;
Ἂς μὴ ἐγκλωβιστοῦμε στὰ σκοτεινὰ μονοπάτια τῆς νοησιαρχίας. Ἂς ἐργασθοῦμε γιὰ νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν εὐλογημένη «μέθεξη» μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως κατὰ χάριν.
Τέλος, μὲ εὐλάβεια καὶ υἱικὸ σεβασμό, παρακαλοῦμε τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπαναλαμβάνουσα ἀνάλογες ἐνέργειές της τοῦ παρελθόντος, νὰ διασφαλίση καὶ σήμερα τὸ ἀμετάφραστον τῶν κειμένων καὶ ἀναγνωσμάτων τῆς λατρείας, μεριμνῶσα ὅμως παραλλήλως γιὰ τὴν προσφορὰ μεταφράσεών τους γιὰ ἰδιωτικὴ χρήση καὶ γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ λαοῦ μας διὰ τὴν συμμετοχή του στὴν λατρεία.

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Κυριακή του Θωμά υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Κυριακή του Θωμά υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ



Κυριακή του Θωμά υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
Κυριακή του Θωμά

Yπό
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης
κ. κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Χριστός Ανέστη!  Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!
Οι μαθητές του Κυρίου φοβισμένοι και έντρομοι καταφεύγουν, μετά το θάνατο του Διδασκάλου τους, στο γνωστό και φιλόξενο σπίτι, το Υπερώο της Ιερουσαλήμ, όπου έφαγαν το τελευταίο δείπνο μετά του Ιησού.  Πόρτες και παράθυρα είχαν κλειστεί, για τον φόβο των Ιουδαίων.  Αι Μυροφόρες γυναίκες μαρτύρησαν, ότι είδαν οπτασία αγγέλων μπροστά στο κενό Τάφο και τον ίδιο τον Κύριο τρεις μέρες μετά από το σταυρικό μαρτύριο και θάνατό Του.  Οι καρδιές όλων είναι αναστατωμένες.  Σύγχυση και έντονος φόβος επικρατεί στις ψυχές των Αποστόλων.  Η πρώτη εμφάνιση του Αναστάντος Ιησού, το πρωί της “μιά των Σαββάτων” (Ιωάν. 20:19), προξένησε περισσότερη σύγχυση παρά ποτέ με την αρνητική στάση του Αποστόλου Θωμά να παραδεχθεί, ότι οι άλλοι μαθητές είδαν τον Κύριο.  “Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω” (Ιωάν. 20:25).

Το γεγονός, ότι οι ίδιοι οι Μαθητές και Απόστολοι του Κυρίου δύσπισαν την ανάσταση του Διδασκάλου τους φαίνεται παράδοξο, όμως το κατανοούμε, διότι η πλήρης φώτιση των Αποστόλων πραγματοποιήθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής.  Μέχρι τότε οι καρδιές των ήσαν “βραδείς του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται” (Λουκ. 24:25).
Οκτώ μέρες μετά την πρώτη εμφάνιση του Κυρίου ήσαν πάλι συγκεντρωμένοι οι Μαθητές, “των θυρών κεκλεισμένων”, εμφανίζεται ο αναστάς Ιησούς και τους χαιρετά λέγοντας: “Ειρήνη υμίν” (Ιωάν. 20:26).  Τότε στρέφεται προς τον Θωμά και με πολύ αγάπη τον προσκαλεί νά πλησιάσει και να Τον ψηλαφίσει.  Τον καλεί να εξετάσει με προσοχή τις πληγές Του.  Τον καλεί, να εμβαθύνει στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας μέ το λογικό και τον τρόπο σκέψεως, που θα τον ικανοποιούσε ούτως, ώστε να μη μένει στην απιστία, αλλά να γίνει “πιστός” (Ιωάν. 20:27).
Η καλή απιστία αυτή των Αποστόλων μπορεί να αποδοθεί στη Θεία Οικονομία.  Όχι βεβαία ότι την προκάλεσε ο Θεός, αλλά το ότι την ανέχθηκε και άφησε να εκδηλωθεί για να διαπιστωθεί με χειροπιαστές αποδείξεις η Ανάστασή Του.  Το γεγονός της Ανάστασης επιβλήθηκε στους Μαθητές, αφού προηγουμένους επιβλήθηκε στις αισθήσεις τους με τους πιό θετικούς και πειστικούς τρόπους.  
  
Οι Μαθητές είδαν με τα μάτια τους τον αναστημένο Διδάσκαλό τους. Άκουσαν με τα αυτιά τους την γαλήνια εκείνη φωνή, που τους χάριζε πάντοτε την εσωτερική γαλήνη και ειρήνη. Ψηλάφισαν με τα χέρια τους τις αιματόφορτες πληγές Του.  Αισθάνθηκαν τις πληγές των καρφιών και του λογχισμού της σταύρωσής του.  Κι όλοι με πίστη βαθειά και ιερή συγκίνηση προσκυνούν και αναφωνούν, “Ο Κύριος μας και ο Θεός μας”.
Ο Παντοδύναμος Θεός, ο Αναστάς εκ των νεκρών Ιησούς Χριστός, δεν θέλει κανένα να αφήσει στο σκοτεινό χώρο της αμφιβολίας και της δυσπιστίας.  Θέλει να διασκορπίσει το θείο Φως της Ανάστασής Του στις καρδιές όλων των ανθρώπων και να φωτίσει την πορεία της ζωής μας.  

Σήμερα, στην εποχή του εικοστού πρώτου αιώνα, της τεχνολογικής προόδου, της ανάπτυξης κάθε είδους ιδεολογικής σκέψης και φιλοσοφικών ρευμάτων, και ενώ η ανθρωπότητα βρίσκεται στις θύρες της τρίτης χιλιετηρίδας, επικρατεί μέσα στη ψυχή της η αμφιβολία και η δυσπιστία.  Η ανθρωπότης, φύσει υπολογιστική και θετική, θέλει να βεβαιωθεί, ότι ο εκ της Μαρίας γεννηθείς και σαρκωθείς Θεός Λόγος αναστήθηκε από τους νεκρούς.  Και ο Κύριος δέχεται την εξ αυτοψία πίστη, την πίστη, που διαβεβαιώνεται διά υπερφυσικών θαυμάτων και σημείων.  Δέχεται την αμφιβάλλουσα πίστη, που μετά από εξονυχιστικές έρευνες και βασισμένες στη καλή διάθεση του ερωτώντας ανθρώπου, μεταβάλλεται σε πίστη θερμή, αλλά προ παντός δέχεται και μακαρίζει την πίστη, που εκπηγάζει από την προς Αυτόν αγάπη.  “Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες” (Ιωάν. 20:29).

Και οφείλομε να διαχωρίσουμε την απιστία από την αμφιβολία, διότι η μία διαφέρει πολύ από την άλλη.  Η απιστία αρνείται τα πάντα.  Δεν δέχεται τίποτα το υπερφυσικό.  Κυριαρχείται όχι απλά από πνεύμα αντιλογίας και υπεροψίας, αλλά από άρνηση στην παραδοχή οποιασδήποτε θετικής σκέψης σε θέματα που αφορούν τον Θεό και την πέρα του τάφου αιώνιας ζωής.  Η αμφιβολία, αντίθετα, περιέχει το στοιχείο της πίστεως, που ερωτά και αναζητά κάποια διαβεβαίωση.  Δεν είναι κακοπροαίρετη, αλλά καλοπροαίρετη.  Δεν είναι αρνητική, αλλα ζητά μέσα από την έρευνα, τις ερωτήσεις, τις απορίες να βρεί τον Αναστάντα Χριστό, όπως ακριβώς έκαμε ο Απόστολος Θωμάς.
Η απιστία, όταν καταντά υπερήφανη και μοχθηρά, δεν μεταπείθεται από τίποτε.  Καμία δύναμη, καμία απόδειξη, κανένα στοιχείο δεν μπορεί να προσκομισθεί για να πείσει τον άπιστο.  Ακολουθεί την αρχή, «ου με πείσεις, καν με πείσεις». Κακοπιστεί και φλυαρεί, όπως ακριβώς έκαμαν τότε οι αρχιερείς και οι γραμματείς του Ιουδαϊκού Λαού, οι οποίοι και θαύματα είδαν, και τον επί του Σταυρού θάνατο του Ιησού, ως και τον κενό Τάφο Του διαπίστωσαν και, παρ’ όλα αυτά, έμειναν στην απιστία.

Η πίστη των απλών και αγνών ανθρώπων, που εκπηγάζει από την εξ αποκαλύψεως Διδασκαλία του Ιερού Ευαγγελίου, καθοδηγεί τον άνθρωπο στην τήρηση των θείων Εντολών και στην υποταγή του στο θείο θέλημα.  Η ορθή πίστη δεν φοβάται την έρευνα.  Δεν θέλει τυφλή πίστη, που επιβάλλεται με την βία.  Ο Χριστός θέλει όλοι οι άνθρωποι να γνωρίσουν την αλήθεια της θεογνωσίας ελεύθερα και με προσωπική επίγνωση.  Η πίστη στο Χριστό είναι πίστη στην Αλήθεια, γιατί Εκείνος είναι η Πηγή κάθε αλήθειας. Ο Χριστός είναι η Αυτό-αλήθεια, που Αυτό-αποκαλύφθηκε στον κόσμο για να προσφέρει την αληθινή Ζωή σ’ όσους θα πιστέψουν στο όνομά Του, διότι ο Ίδιος είναι η Αυτο-Ζωή.

Δυστυχώς, όμως, και σήμερα ο Αναστάς Ιησούς Χριστός είναι το “σημείον αντιλεγόμενον” για τους πολλούς και σ’ όλους τους τομείς της επιστημονικής έρευνας. Μέσα στο εικοστό πρώτο αιώνα δεν  έπαυσαν να ξεσηκώνονται θανάσιμοι εχθροί κατά του Χριστού, της Εκκλησίας και των μελών της, οι οποίοι πολεμούν μ’ όλα τα μέσα την Αλήθεια.  Δεν έπαυσαν να κογχλάζουν οι ποταμοί των διωγμών και να συγκαλλούνται συνέδρια, που επιδιώκουν την φθορά και την καταστροφή της Εκκλησίας.  Μέσα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες, οι εχθροί του αναστάντος Χριστού προσπαθούν με κάθε τρόπο να καταπολεμήσουν την Αλήθεια της Ανάστασης, του θείου Φωτός που βγαίνει από τον Πανάγιο Τάφο, ή να σπείρουν κακόβουλες αμφιβολίες για τον πραγματικό Τάφο του Κυρίου και τόσα άλλα.
Αλλά όλοι εκείνοι, που πιστεύουν στον Αναστάντα Χριστό, τον Θεό μας, ας μην επηρεαζόμαστε από τα κακόφωνα αυτά μηνύματα της απιστίας. Καμία δύναμη δεν μπορεί να βλάψει την ορθή πίστη στο Χριστό.  Ας μη ξεχνάμε τι είπε ο Κύριος στον Απόστολο Παύλο στον δρόμο προς την Δαμασκό, «σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν».  

Εμείς ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που έχομε ακλόνητη την πίστη μας προς τον Αναστάντα Χριστό, οφείλομε να υψώνουμε το ανάστημά μας κατά της αμαρτίας της απιστίας και να αποδεικνύουμε με έργα αγάπης την ορθότητα της πίστεως μας.  Ας υψώνουμε την φωνή της ορθόδοξης ομολογίας μας εναντίον κάθε κακόφωνης παραχάραξης της αλήθειας.  Ας αναφωνήσουμε με πίστη βαθειά τα λόγια της ομολογίας του Απόστολου Θωμά, “Ο Κύριος μου και ο Θεός μου”, ώστε να ακουστεί απ’ όλους όσοι μας περιτριγυρίζουν.  

Ο Κύριος μας αληθινά αναστήθηκε και αποτελεί πλέον την Πηγή της Ζωής και το Φως του κόσμου, η Αλήθεια και η Οδός της ζωής μας, η παρηγοριά και η ελπίδα της ύπαρξης μας.  
  
Χριστός Ανέστη!  Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ



ΝΙΚΟΛΑΟΥ  I.  ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Θεολόγου – Φιλολόγου
ΑΘΗΝΑΙ 2003
ΤΟ  ΑΓΙΟΝ  ΠΝΕΥΜΑ
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότης Ο  ΣΤΑΥΡΟΣ,
Ζωοδ. Πηγής 44, 106 81 Αθήναι, τηλ. 2103805539 
 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
Ευχαριστίες στον ακούραστο εργάτη του Ευαγγελίου, τον κ.Νικόλαο Σωτηρόπουλο για την ευγενή παραχώρηση του βιβλίου προς δημοσίευση στο διαδίκτυο. Όποιος το διαβάσει  ας ευχηθεί υπέρ του δούλου του Θεού ΝΙΚΟΛΑΟΥ.  Ευχαριστίες και στον κ.Ευάγγελο Καραμπάτση για την  ηλεκτρονική σάρωση του βιβλίου.
 
 
    Το μεγαλύτερο δόγμα του Χριστιανι­σμού, η μεγαλύτερη αλήθεια της Πίστεως, είνε ο Θεός μας. Η έννοια του Θεού μας είνε τόσο παράδοξη, τόσο μυ­στηριώδης, ώστε τέτοια έννοια ήταν αδύνατο να έλθη στη διάνοια του ανθρώπου. Η έννοια του Θεού μας είνε αδιανόητη και ανεπινόητη. Ο Θεός ως ένα ον κανονικώς έπρεπε να εννοήται ως ένα πρόσωπο. Δώ­δεκα Θεοί του Ολύμπου, ψεύτικοι βεβαί­ως Θεοί, εννοούνταν ως δώδεκα πρόσω­πα. Αλλ’ ο ένας Θεός του Χριστιανισμού, ο αληθινός Θεός, δεν εννοείται ως ένα πρόσωπο, αλλ’ ως τρία πρόσωπα, ως τρεις ύψιστες προσωπικότητες. Ο τριαδικός Θεός, αυτό είνε το παράδοξο των παρα­δόξων, αυτό είνε το μυστήριο των μυστη­ρίων, που δεν ήταν δυνατό να έλθη στη διάνοια του ανθρώπου.
Υπάρχει η έννοια του τριαδικού Θεού, η αδιανόητη και ανεπινόητη ανθρωπίνως, διότι υπάρχει πραγματικώς ο τριαδικός Θεός και φανέρωσε τον εαυτό του στους ανθρώπους. Άξιο παρατηρήσεως, ότι σ’ όλες τις αρχαίες μεγάλες Θρησκείες και Θεολογίες υπάρχει η έννοια της τριάδος. Το Αιγυπτιακό Πάνθεο είνε γεμάτο από τριάδες. Και διερωτάται κανείς: Πως στις αρχαίες μεγάλες Θρησκείες και Θεολο­γίες υπάρχει η έννοια της τριάδος; Η απάντησι στο σπουδαίο τούτο ερώτημα είνε: Από την αρχή, από τότε που δημιουργήθηκαν, οι άνθρωποι γνώρισαν το Θεό, το Δημιουργό τους, ως τριαδικό. Και από τότε, από την αφετηρία της, η ανθρωπότης διατήρησε ανάμνησι της τριαδικότητος του Θεού. Αλλ’ όσο παρέρχονταν οι αιώνες, όσο απομακρυνόταν η ανθρωπότης από την αφετηρία της, η έννοια της τριάδος αλλοιωνόταν, εξασθενούσε, έχα­νε την αρχική της σαφήνεια και λάμψι, συ­σκοτιζόταν, γινόταν όλο αμυδρότερη. Έξω δε από τη θεόπνευστη Γραφή, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, η έννοια της τριάδος εν συγκρίσει προς τις άλλες Θρησκείες διασώθηκε καθαρώτερη στην Ινδική Θρησκεία, όπου ο Βράχμα, ο Βισνού και ο Σίβα εννοούνται ως τρία πρόσω­πα, αλλ’ ως ένας Θεός. Αλλά μέσα στη Γραφή και στη Θρησκεία μας η αλήθεια του τριαδικού Θεού είνε ολοκάθαρη, λάμ­πει ηλίου φαεινότερον, διότι η Γραφή είνε θεόπνευστη και η Θρησκεία μας είνε εξ αποκαλύψεως. Κατά τη Γραφή και τη Θρη­σκεία μας ο Θεός είνε Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, τρία δηλαδή πρόσωπα η υποστάσεις, αλλά μία ουσία η θεότης.
Για να λάβωμε κάποια αμυδρή ιδέα του υψίστου μυστηρίου, του τριαδικού Θεού, ας αποβλέψωμε στον ήλιο, αυτόν τον μεγαλειώδη και τα μέγιστα ευεργετικόν αστέρα. Δεν αστοχούμε εάν πούμε, ότι ο φυσικός ήλιος είνε μία εικών του νοη­τού ήλιου, του Θεού μας. Στο φυσικό ήλιο υπάρχουν τρία πράγματα: Ο λαμπρός δί­σκος, που θαυμάζουμε ιδίως κατά την ανατολή και τη δύσι του· το φως, που γεννάται αμέσως από το δίσκο. και η θερμότης, που εκπορεύεται αμέσως από το δίσκο. Ήλιος είνε ο δίσκος, ήλιος είνε το φως, ήλιος είνε η θερμότης. Αλλ’ αυτά τα τρία δεν είνε τρεις ήλιοι, είνε ένας ήλιος, διότι και τα τρία στηρίζονται σε μία μάζα η ουσία, υλική ουσία. Έτσι Θεός είνε ο Πατήρ· Θεός είνε ο Υιός, που γεννάται αμέσως από τον Πατέρα· Θεός είνε και το Άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται αμέσως από τον Πατέρα. Αλλ’ αυτά τα τρία πρόσωπα δεν είνε τρεις Θεοί, είνε ένας Θεός, διότι και τα τρία πρόσωπα έχουν μία και την αυτή ουσία, Πνευματική ουσία είνε ομοούσια. Επειδή δε και τα τρία πρόσωπα έχουν μία και την αυτή ουσία, γι’ αυτό δεν είνε καν­ένα ανώτερο και κανένα κατώτερο από το άλλο, αλλά και τα τρία είνε ίσα και ισότιμα.
 
ΠΙΣΤΙΣ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΙΑ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ 
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ανέκαθεν πιστεύει και δο­ξάζει τριαδικό Θεό. Κατά τον αρχαιότατο εκκλησιαστικό ύμνο Φως ιλαρόν οι πιστοί υμνούν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν.
Κατά τον 4ον αιώνα εμφανίσθηκαν αιρε­τικοί, οι οποίοι δεν παραδέχονταν τον τριαδικό Θεό. Είνε οι Αρειανοί και οι ακολουθήσαντες αυτούς Μακεδονιανοί. Εξ αιτίας δε των αιρετικών αυτών συνεκλήθη η Α' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία κατωχύρωσε και διακήρυξε τη θεότητα του Υιού, και η Β' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία καταχώρησε και διακήρυξε τη θεό­τητα του Αγίου Πνεύματος. Αυτές δε οι δύο Σύνοδοι συνέταξαν το Σύμβολο της Πίστεως.
Σήμερα Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικι­σμός και σχεδόν ολόκληρος ο Προτεσταν­τισμός ομολογεί πίστι στον τριαδικό Θεό.
 
ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ 
Ως προς το Άγιο Πνεύμα ειδικώς, στο οποίον αφιερώνεται το παρόν Ημερο­λόγιο, οι Αρειανοί, οι Μακεδονιανοί, ολί­γοι Προτεστάντες και οι λεγόμενοι Μάρ­τυρες του Ιεχωβά αρνούνται τη θεότητά του και διδάσκουν, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε απλώς δύναμις, η ενεργός δύναμι του Ιεχωβά, όπως εκφράζονται οι ψευδο- Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Αλλά και μερικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επειδή στερούνται κατηχήσεως και στοι­χειώδους θεολογικής γνώσεως, δεν έχουν συνειδητοποιήσει, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός, και μάλλον θεω­ρούν το Άγιο Πνεύμα απλώς ως δύναμι!
Στο παρόν Ημερολόγιο επί τη βάσει χω­ρίων της Αγίας Γραφής αποδεικνύεται, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός, γίνεται δε λόγος και για το έργο του Αγί­ου Πνεύματος στην Εκκλησία.
ΕΠΕΙΔΗ το Άγιο Πνεύμα έχει δύναμι, μάλιστα παντοδυναμία γι’ αυτό σε (ορι­σμένα χωρία, όπως π. Χ. Πράξ. 2:4 (επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου), 6:3 (πλήρεις Πνεύματος Αγίου), το Άγιο Πνεύμα σημαίνει πραγματικώς δύναμι, χάρι, χαρίσματα. Ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του: Λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς (Πράξ. 1:8). Θα λάβετε, δύναμι, όταν θα έλθη το Άγιο Πνεύμα σε σάς.
Ναι, το Άγιο Πνεύμα σημαίνει δύναμι, αλλά τούτο δεν αποκλείει, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Ρητώς ο Πατήρ και ο Υιός λέγονται δύναμις (Ματθ. 26:64, Α' Κορ. 1:24), και όμως είνε πρόσωπα. Και άγγελοι ονομάζονται δυνάμεις (Ρωμ. 8:38, Α' Πέτρ. 3:22), αλλ’ είνε πρόσωπα. Και για το Σίμωνα το μάγο, ενώ ήταν πρόσωπο, άνθρωπος, οι κατάπληκτοι από τις μαγείες του έλεγαν: Ούτος έστιν η δύναμις του Θεού η μεγάλη (Πράξ. 8:10).
Και εμείς σήμερα για πρόσωπο, που έχει σπουδαία ικανότητα και αξία, λέγουμε, ότι είνε κεφάλαιο, ότι είνε δύναμις.
Θ’ αποδειχθή στη συνέχεια, ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είνε απλώς δύναμις, αλλά πρόσωπο, και μάλιστα πρόσωπο της Θεότητος, ο ένας της Τριάδος.
Προς ανατροπήν της αιρετικής γνώμης, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε δύναμις, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο, όπως π. Χ. Είνε ο άνεμος ή ο ηλεκτρισμός, αναφέ- ρουμε εδώ τρία χωρία, στα οποία γίνεται λόγος και για δύναμι και για το Άγιο Πνεύμα.
Υμείς οίδατε. . . Ιησούν το από Ναζα­ρέτ, ως έχρισεν αυτόν ο Θεός Πνεύματι Αγίω και δυνάμει (Πράξ. 10: 37-38).
Κατά το λόγο τούτο του αποστόλου Πέ­τρου ο Θεός έχρισε τον Ιησού ως άνθρω­πο, με Πνεύμα Άγιον και με δύναμιν. Συνεπώς το Άγιο Πνεύμα και η δύναμις δεν ταυτίζονται, αλλ’ άλλο είνε το Άγιο Πνεύμα και άλλο είνε η δύναμις.
Ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως (Α' Κορ. 2:4). Το ευαγγέλιον ημών
ουκ εγενήθη εις υμάς εν λόγω μόνον, αλλά και εν δυνάμει και εν Πνεύματι Αγίω (Α' Θεσ. 1:5).
Με τους λόγους τούτους ο απόστολος Παύλος κάνει διάκρισι του Αγίου Πνεύμα­τος από τη δύναμι.
- Το Άγιο Πνεύμα έχει δύναμι, αλλά δεν είνε δύναμις.
Το Πνεύμα έστιν η αλήθεια (Α' Ιωάν. 5:6).
Με το λόγο τούτο ο απόστολος Ιωάννης δεν λέγει ότι το Πνεύμα είνε η δύναμις, όπως λέγουν οι Πνευματομάχοι, αλλά λέ­γει, ότι το Πνεύμα είνε η αλήθεια, όπως αλλού λέγει ο Χριστός για τον εαυτό του (Ιωάν. 14:6).

ΤΟ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΚΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΝ
Πρόσωπο η προσωπικότης λέγεται το ον, που έχει λογικό και γνώσι, συναί­σθημα, βούλησι ή θέλησι και εγώ, αυτοσυνειδησία δηλαδή η συνείδησι της υπάρξεώς του. Το δε Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται στη Γραφή με όλο τα γνωρίσματα του προ­σώπου.
Ως προς το λογικό, στο Πράξ. 15: 28 δια­βάζουμε για την απόφασι της Αποστολικής Συνόδου: Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν, τουτέστι, φάνηκε εύλογο στο Άγιο Πνεύμα και σε μας, ή, αποφά­σισε το Άγιο Πνεύμα και εμείς. Τα πρό­σωπα κρίνουν τούτο ή εκείνο εύλογο και αποφασίζουν, τα πράγματα, όπως ο ηλεκτρισμός, δεν έχουν κρίσι, διότι δεν έχουν λογική. Άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσω­πο, και μάλιστα ύψιστο πρόσωπο. Κανονικώς αναμενόταν να λεχθή Έδοξε τω Κυρίω, αλλ’ ελέχθη Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι, διότι το Άγιο Πνεύμα είνε Κύ­ριος, Θεός.
Ως προς τη γνώσι, στο Α' Κορ. 2:10-11 περιέχεται: Το Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού. . . Τα του Θεού ουδείς οίδεν, ει μη το Πνεύμα του Θεού. Το ερευνά και το οίδε σημαίνει γνωρί­ζει. Το Άγιο Πνεύμα γνωρίζει το πάντα, και τα βάθη του Θεού Πατρός. Άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο, και μάλιστα πρόσωπο της Θεότητος, αφού γνωρίζει τα πάντα, αφού είνε παντογνώστης.
Ως προς το συναίσθημα, στο Εφεσ. 4:30 γράφεται: Μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού. Τα πρόσωπα λυπούνται, όχι τα πράγματα. Και αφού εξ αιτίας των αμαρτιών μας το Πνεύμα το Άγιον λυπείται, είνε πρόσωπο, και μάλιστα θείο πρόσωπο. Κανονικώς αναμενόταν να λεχθή Μη λυπείτε τον Θεόν, αλλ’ ελέχθη Μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον, διότι το Πνεύμα το Άγιο είνε Θεός.
Ως προς τη βούλησι ή θέλησι, στο Α' Κορ. 12:11 διαβάζουμε: Πάντα ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαι­ρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται. Όλα δηλαδή τα χαρίσματα ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα. Και τα διανέμει ιδιαιτέ­ρως στον καθένα όπως αυτό θέλει. Αλλ’ αφού το Πνεύμα ενεργεί όλα τα χαρίσμα­τα, και μάλιστα τα διανέμει όπως αυτό θέ­λει, άρα είνε πρόσωπο, και μάλιστα Θεός.
Ως προς το εγώ, την αυτοσυνειδησία δηλαδή, στο Πράξ. 10:19-20 γράφεται: Είπεν αυτώ (τω Πέτρω) το Πνεύμα. Ιδού άνδρες τρεις ζητουσί σε. . . Εγώ απέσταλκα αυτούς. Αλλ’ αφού το Πνεύμα έχει εγώ, συνείδησι της υπάρξεώς του, άρα είνε πρόσωπο. Και επειδή είνε πρόσωπο, γι’ αυτό και ωμίλησε στον Πέτρο, και απέστειλε προς αυτόν τους τρεις άνδρες. Και απέστειλεν αυτούς, αφού έδωσεν εντολή δια μέσου αγγέλου στον Κορνήλιο (Πράξ. 10:1-8). Άρα το Πνεύμα, πρόσωπο ανώτερο των αγγέλων, είνε πρόσωπο της Θεότητος.
Το Πνεύμα το Άγιο είνε πρόσωπο, διότι ακούει, λαλεί, αναγγέλει (Ιωάν. 16:13), λέγει (Πράξ. 21:11), προλέγει (Πράξ. 1:16), διδάσκει και υπομιμνήσκει (Ιωάν. 14:26), μαρτυρεί (Ιωάν. 15:26), συμ­μαρτυρεί τω πνεύματι ημών (Ρωμ. 8:16), προμαρτύρεται (Α' Πέτρ. 1:11), διαμαρ­τύρεται (Πράξ. 20:23), επιποθεί προς φθόνον (Ιακ. 4:5), ήτοι ως νυμφίος των ψυχών υπεραγαπά ζηλοτύπως, προσκαλεί αποστόλους (Πράξ. 13:2), θέτει επι­σκόπους (Πράξ. 20:28) κ. α. Πολλές δε από τις ιδιότητες και τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος δεν αποδεικνύουν μόνο την προσωπικότητα του Αγίου Πνεύμα­τος, αλλά και τη θεότητά του.
Ο Χριστός ειπε: Εγώ ερωτήσω τον Πα­τέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν. . . Και εν υμίν έσται (Ιωάν. 14:16-17). Ένας Παράκλητος είνε ο Χριστός (βλέπε και Α' Ιωάν. 2:1), το δε Άγιο Πνεύμα είνε άλλος Παράκλητος. Αφού δε ο Χριστός πα­ραβάλλει το Άγιο Πνεύμα προς τον εαυτό του, άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Και αφού επίσης ο Χριστός αποδίδει στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος τη δυνα­τότητα να κατοική εντός όλων των πιστών, όπως κατά το Ιωάν. 14:23 δύναται να κατοική ο Πατήρ και ο Υιός, άρα το Άγιο Πνεύμα είνε Θεός.
Ο Χριστός έδωσε εντολή να βαπτίζωνται οι άνθρωποι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. 28:19). Κατά τη Γ ραφή ουδέποτε γί­νεται κάτι εις το όνομα (ή εν τω ονόματι) δυνάμεως ή πράγματος γενικώς, αλλά πάντοτε εις το όνομα (ή εν τω ονόματι) προσώπου. Αφού δε η βάπτισις γίνεται εις το όνομα. . . Και του Αγίου Πνεύματος, άρα και το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Ότι δε το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο, τούτο φαίνεται και από το ότι τί­θεται παραλλήλως και συμπαρατίθεται με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού. Επί­σης πρέπει να παρατηρηθή, ότι το βαπτίζομαι εις το όνομα του Αγίου Πνεύματος σημαίνει, παραδίδομαι και ανήκω πλέον στο Άγιο Πνεύμα και είμαι ιδιοκτησία του. Αλλ’ αυτή η έννοια ευσταθεί, αν το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός. Τέ­λος πρέπει να παρατηρηθή και τούτο, ότι το παρόν χωρίο για τη βάπτισι Ματθ. 28:19, χωρίο κλασσικό, δεικνύει την τριάδα των θείων προσώπων, αλλά και τη μονάδα της ουσίας των, διότι λέγει εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύ­ματος, δεν λέγει εις τα ονόματα. Οι Τρεις είνε ένα όνομα, τουτέστι μία φύσις, ουσία, μία θεότης.
Στο Σύμβολο της Πίστεως η Β' Οικουμε­νική Σύνοδος, η οποία συνέταξε τα τε­λευταία άρθρα του Συμβόλου, για τον τρό­πο της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος μας έδωσε την διατύπωσι το εκ του Πα­τρός εκπορευόμενον. Ο Πατήρ υπάρχει αγεννήτως. Ο Υιός υπάρχει με τον τρόπο της γεννήσεως από τον Πατέρα προ πάν­των των αιώνων. Και το Άγιο Πνεύμα υπάρχει με τον τρόπο της εκπορεύσεως από τον Πατέρα επίσης προ πάντων των αιώνων.
Όπως δε η γέννησις του Υιού από τον Πατέρα είνε δίδαγμα της Αγίας Γραφής, έτσι και η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύμα­τος από τον Πατέρα. Ο Χριστός είπε στους μαθητάς του: Όταν έλθη ο Παρά­κλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πα­τρός, το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού (Ιωάν. 15:26). Επειδή ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα, γι’ αυτό είνε της αυτής φύσεως με τον Πατέρα, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού γεννώμενος. Ομοίως δε, επειδή το Άγιο Πνεύμα εκ­πορεύεται από τον Πατέρα, γι’ αυτό είνε της αυτής φύσεως με τον Πατέρα, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού εκπορευόμε­νος.
Τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος δει­κνύει και η ονομασία το Πνεύμα της αληθείας. Αυτή η ονομασία, όπου η γενική της αληθείας είνε της ιδιότητος, σημαί­νει το αληθινό Πνεύμα. Είνε δε ο Παρά­κλητος το αληθινό Πνεύμα εν συγκρίσει προς τα αγγελικά και τα ανθρώπινα πνεύ­ματα, τα οποία κατά τινά τρόπο είνε ψεύ­τικα πνεύματα, διότι είνε κτιστά και κατώ­τερα, και, αν τα εγκατέλειπε ο Θεός, θα επανέρχονταν στην ανυπαρξία.
Η διατύπωσις το εκ του Πατρός εκπορευόμενον είνε σύμφωνη προς το λόγο του Χριστού, που παραθέσαμε. Ο Χριστός είπε, ότι αυτός θα στείλη τον Παράκλητο, αλλά πρόσθεσε παρά του Πατρός. Γιατί; Διότι παρά του Πατρός εκπορεύεται. Ο Πατήρ είνε η αρχή στη Θεότητα· γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, όπως ο ήλιος γεννά το φως και εκπορεύει τη θερμότητα. Απαγόρευσαν δε οι Πατέρες να επιφέρη κανείς μεταβολή στο Σύμβολο της Πίστεως. Εν τούτοις ο Πάπας, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ανώτερο των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συ­νόδων, μάλλον δε ανώτερο και του Χρι­στού, πρόσθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Αλλ’ αυτό είνε αίρεσις, πολύ μεγάλη αίρεσις- αυτό εισάγει δυαρχία στη Θεότητα- αυτό κατά λογική συνέπεια οδηγεί σε διθεΐα!
Είθε το Άγιο Πνεύμα να φωτίση τον Πά­πα και όλους τους αιρετικούς, ο δε Πάπας και οι αιρετικοί να δεχθούν το φωτισμό, να μετανοήσουν, ν’ αποβάλουν τις αιρέσεις των, και έτσι να γίνη η πολυπόθητη Ένωσις, Ένωσις αληθινή, και όχι Ψευδοένωσις που επιχειρούν οι Οικουμενισταί.
 
ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΗΣ
Στο Πράξ. 5:3-4 διαβάζουμε: Ανανία, διατί εκπλήρωσεν ο Σατανάς την καρδίαν σου ψεύσασθαί σε το Πνεύμα το Άγιον. . . ; Ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεώ. Μεταφράζουμε: Ανανία, γιατί κυ­ρίευσε ο Σατανάς την καρδιά σου, ώστε να ειπής ψέμα στο Άγιο Πνεύμα. . . ; Δεν είπες ψέμα σ’ ανθρώπους, αλλά στο Θεό. Ψεύ­δεται κανείς σε πρόσωπο, όχι σε δύναμι, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο. Το Άγιο Πνεύμα, στο οποίον ο Ανανίας είπε ψέμα, είνε πρόσωπο, και μάλιστα ασυγκρίτως ανώτερο από τους ανθρώπους, είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία, όπως είνε και ο Πατήρ και ο Υιός.
Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; Ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός· ο γαρ ναός του Θεού άγιος έστιν, οίτινες έστε υμείς (Α' Κορ. 3:16-17). Με­ταφράζουμε: Δεν ξέρετε, ότι είσθε ναός (κατοικητήριο) του Θεού, και συνεπώς το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σε σάς; Εάν κά­ποιος καταστρέφη το ναό του Θεού, θα καταστρέψη αυτόν ο Θεός. Διότι ο ναός του Θεού είνε άγιος, και ο ναός αυτός είσθε σεις. Η φράσις ναός Θεού ση­μαίνει κατοικητήριο Θεού. Θεός δε εδώ, ο οποίος έχει τους πιστούς ως κατοικητήριο, είνε το Πνεύμα, το οποίον οικεί, κατοικεί, στους πιστούς. Το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα του Πατρός, είνε και αυτό Θεός, είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία, όπως και ο Χριστός είνε ο Υιός του Θεού (Πατρός) και συγχρόνως είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία.
Κατά το Εφεσ. 2:22 οι πιστοί είνε κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι, ο Θεός δηλαδή κατοικεί στους πιστούς με την κατοίκησι του Πνεύματος. Άρα το Πνεύμα είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία.


ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΟΜΙΛΕΙ ΩΣ ΓΙΑΧΒΕ
Και ην αυτώ (τω Συμεών) κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν ή ιδή τον Χρι­στόν Κυρίου. . . Και αυτός εδέξατο αυτόν (τον Χριστόν) εις τας αγκάλας αυτού και ευλόγησε τον Θεόν και είπε· Νυν απολύεις τον δουλόν σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου (Λουκ. 2:26-30). Με­ταφράζουμε: Και είχε σ’ αυτόν (τον Συ­μεών) αποκαλυφθή από το Πνεύμα το Άγιο, ότι δεν θα έβλεπε θάνατο προτού ιδή τον Χριστό του Κυρίου. . . Τότε αυτός τον πήρε (τον Χριστό) στην αγκαλιά του και δόξασε το Θεό και είπε: Τώρα, Δέσπο­τα, απολύεις τον δούλο σου ευτυχισμένο συμφώνως προς τον λόγο σου, διότι τα μά­τια μου είδαν τον σωτήρα. Ότι ο Συμεών δεν θα έβλεπε θάνατο προτού ιδή τον Χρι­στό, τούτο ήταν χρηματισμός, αποκαλυπτικός δηλαδή λόγος, του Πνεύματος του Αγίου. Συνεπώς το Άγιο Πνεύμα είνε ο Θεός και Δεσπότης, τον οποίο δό­ξασε ο Συμεών, διότι συνέβη κατά το ρήμα αυτού, διότι δηλαδή πραγματοποι­ήθηκε ο αποκαλυπτικός λόγος του.
Γιαχβέ είνε το προσωπικό όνομα του αληθινού Θεού στην Παλαιά Διαθήκη στα εβραϊκά. Παραθέτουμε δύο χωρία της Πα­λαιάς Διαθήκης, στα οποία το Άγιο Πνεύμα ομιλεί ως Γιαχβέ, ως αληθινός Θεός.
Σήμερον, εάν της φωνής αυτού ακούσητε, μη σκληρύνητε τας καρδίας υμών ως εν τω παραπικρασμώ κατά την ημέραν του πειρασμού εν τη ερήμω, ου επείρασάν με οι πατέρες υμών, εδοκίμασάν με και είδον τα έργα μου. Τεσσαράκοντα έτη προσώχθισα τη γενεά εκείνη και είπα· Αεί πλανώνται τη καρδία, αυτοί δε ουκ έγνωσαν τας οδούς μου, ως ώμοσα εν τη οργή μου, ει εισελεύσονται εις την κατάπαυσίν μου (Ψαλμ. 94:8-11). Μεταφράζουμε: Σήμερα, όταν ακούσετε τη φωνή αυτού, να μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως κατά την ανταρσία, κατά το χρόνο της προκλήσεως στην έρημο, όπου με προκάλεσαν οι πατέρες σας, με έθεσαν σε δοκιμασία, και είδαν τα έργα μου επί σαράντα έτη. Γι’ αυτό ωργίσθηκα κατά της γενεάς εκείνης και είπα: Πάντοτε εκτρέπονται από το δρόμο με τη θέλησί τους· ναι, αυτοί δεν αγάπησαν το δρόμο μου. Γι’ αυτό στην οργή μου ωρκίστηκα: Δεν θα εισέλθουν στον τόπο μου της αναπαύσεως.  
Το χωρίο τούτο είνε παράδοξο και κατα­πληκτικό. Σ’ αυτό ένα θείο πρόσωπο ομι­λεί στην αρχή για άλλο θείο πρόσωπο, και στη συνέχεια ομιλεί για τον εαυτό του. Και για μεν το άλλο θείο πρόσωπο ομιλεί σε γ' πρόσωπο και χρησιμοποιεί την αντωνυμία αυτού, για δε τον εαυτό του ομιλεί σε α' πρόσωπο και λέγει επείρασάν με, εδοκίμασά με, τα έργα μου, προσώχθισα, είπα, τας οδούς μου, ώμοσα, τη οργή μου, την κατάπαυσίν μου. Αλλά ποιο πρόσωπο ομιλεί στο χωρίο; Κατά τη μαρτυρία του Αποστόλου στο Εβρ. 3:7 ομιλεί το Άγιο Πνεύμα. Και από τα λόγια, που λέγει για τον εαυτό του, είνε ολοφάνερο, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε Γιαχβέ, αληθινός Θεός. Με την αντωνυμία δε αυτού στην αρχή του χωρίου το Άγιο Πνεύμα διακρίνει τον εαυτό του από τον Θεό Πατέρα. Συντόμως η έννοια του χω­ρίου είνε: Σήμερα, κατά τη μεσσιακή εποχή, όταν ακούσετε τη φωνή αυτού, του Θεού Πατρός, ομιλούντος δια μέσου του Υιού, μη πράξατε όσα ασεβή έπραξαν οι πατέρες σ’ εμένα το Πνεύμα το Άγιο, και ωργίσθηκα και τους τιμώρησα.
Άξιο παρατηρήσεως, ότι κατά το παρόν χωρίο οι Εβραίοι επείρασαν το Πνεύμα το Άγιο, κατά το Α' Κορ. 10:9 επείρασαν τον Χριστό, και κατ’ άλλα χωρία, όπως Ψαλμ. 77 (78):41,56, επείρασαν τον Θεό. Και τους Τρεις επείρασαν οι Εβραίοι, διότι οι Τρεις είνε μία ουσία η Θεότης.
Και ήλθε επ’ εμέ Πνεύμα και έστησε με επί τους πόδας μου και ελάλησε προς με και ειπέ μοι. Είσελθε και εγκλείσθητι εν μέσω του οίκου σου. Και συ, υιέ ανθρώπου, ιδού δέδονται επί σε δεσμοί, και δήσουσί σε εν αυτοίς, και ου μη εξέλθης εκ μέσου αυτών. Και την γλώσσαν σου συνδήσω και αποκωφωθήση και ουκ έση αυτοίς εις άνδρα ελέγχοντα, διότι οίκος παραπικραίνων εστί. Και εν τω λαλείν με προς σε ανοίξω το στόμα σου και ερείς προς αυτούς- Τάδε λέγει Κύριος. . . (Ιεζ. 3: 24-27).
Το Πνεύμα ομιλεί στον προφήτη, λέγει ότι θα τον δέσουν (πρβλ. Πράξ. 21:11), ότι θα τον καταστήση άλαλο, και ότι πάλι θα λαλήση προς αυτόν και θα του άνοιξη το στόμα για να κηρύξη λέγοντας: Τάδε λέγει Κύριος. . . Το Πνεύμα θα λαλή, και ο προ­φήτης, μεταδίδοντας τους λόγους του Πνεύματος, θα διακηρύττη: Τάδε λέγει Κύριος. . . Άρα το Πνεύμα είνε Κύριος, στα εβραϊκά Γιαχβέ, αληθινός Θεός.
 
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ
Και είπε Κύριος. . . Δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν. . . Εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πάσης της γης (Γεν. 11:6-9).
Το β' πρόσωπο δεύτε (=έλθετε) αποκλείει να είνε οι πληθυντικοί της μεγαλοπρεπείας· είνε μυστηριώδεις πληθυντικοί αναφερόμενοι στο μυστήριο των προσώ­πων της Θεότητος, όπως οι πληθυντικοί ποιήσωμεν και ημών στα χωρία Γεν. 1:26 και 3:22 αντιστοίχως. Το δεύτε (=έλθετε) φανερώνει, ότι ο Θεός Πατήρ απευθύνεται σε περισσότερα του ενός πρόσωπα για να κατεβούν και να επιφέ­ρουν σύγχυσι στη γλώσσα των οικοδόμων του πύργου της Βαβέλ. Συμφώνως προς πλήθος χωρία της Γραφής αναφερόμενα σε τρία πρόσωπα, Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα, στο υπ’ όψιν χωρίο το ένα πρό­σωπο, ο Θεός Πατήρ, απευθύνεται προς δύο πρόσωπα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.
Και τα τρία δε πρόσωπα, που επέφεραν μαζί τη σύγχυσι στη γλώσσα των ανθρώπων, ονομάζονται με το όνομα Κύριος, στα εβραϊκά Γιαχβέ, όπως φαίνεται από τη φράσι Εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πό­σης της γης. Κύριος λοιπόν, Γιαχβέ, αληθινός Θεός, είνε και το Άγιο Πνεύμα.
Ώφθη δε αυτώ (τω Αβραάμ) ο Θεός (ο Γιαχβέ κατά το Εβραϊκό κείμενο) προς τη δρυί τη Μαμβρή. . . Αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς αυτού είδε, και ιδού τρεις άν­δρες. . . Και ιδών προσέδραμεν εις συνάντησιν αυτοίς. . . Και προσεκύνησεν επί την γην και είπε. Κύριε, ει άρα εύρον χάριν εναντίον σου, μη παρέλθης τον παίδα σου. Ληφθήτω δη ύδωρ, και νιψάτωσαν τους πόδας υμών, και καταψύξατε υπό το δένδρον και λήψομαι άρτον, και φάγεσθε, και μετά τούτο παρελεύσεσθε προς την οδόν υμών, ου ένεκεν εξεκλίνατε προς τον παίδα υμών. Και είπαν ούτω ποίησον, καθώς είρηκας (Γεν. 18: 1-5).
Ο Γιαχβέ φάνηκε οφθαλμοφανώς στον Αβραάμ. Πολλά δε τα παράδοξα κατ’ αυτή τη θεοφάνεια. Η εμφάνισις έγινε με μορ­φή τριών ανδρών. Ο Αβραάμ προσφωνεί τους τρεις σ’ ενικό αριθμό, Κύριε. Κα­τόπιν ομιλεί προς αυτούς σε πληθυντικό αριθμό. Ιδιαιτέρως αξιοπαρατήρητο, ότι τη μία φορά λέγει τον παίδα σου (=τον δούλο σου) και την άλλη φορά λέγει τον παίδα υμών (=τον δούλο σας). Αξιοπαρα­τήρητο επίσης, ότι οι τρεις ομιλούν συγ­χρόνως, σαν με ένα στόμα, και εμφανίζονται ισότιμοι.
Εκτός τούτων, το κείμενον για τους τρεις άλλοτε γράφει είπαν, στίχ. 5, κατά το Εβραϊκό και 9, άλλοτε δε γράφει είπε ή είπε Κύριος (Γιαχβέ). Επί πλέον, ενώ κατά τους στίχ. 20-21 ο Γιαχβέ θα κατέβαινε προσωπικώς, για να διαπιστώση με τα μάτια του την ηθική κατάστασι των Σοδόμων, κατά το στίχ. 33 μετά την εμφάνισι στον Αβραάμ ο Γιαχβέ απήλθε στον ουρανό στα δε Σόδομα μετέβησαν οι δύο άγγελοι, τουτέστιν επεσταλμένοι, αγγελιαφόροι (Γεν. 19:1). Δεν κατέβηκε λοιπόν ο Γιαχβέ στα Σόδομα προσωπικώς; Ναι, κατέβηκε προσωπικώς εν τω προσώπω των δύο ανδρών αγγέλων. Οι δύο ως πρόσωπα, ως ουσία είνε ο ένας και ο αυτός Γιαχβέ.
Κατά το κεφ. 19 της Γενέσεως πολλά πα­ράδοξα συμβαίνουν και κατά την εμφάνι­σι των δύο ανδρών - αγγέλων στο Λωτ στα Σόδομα. Αρχικώς ο Λωτ τους προσφωνεί σε πληθυντικό, Κύριοι (Γεν. 19:2), δείχνοντας ότι είνε δύο πρόσωπα. Αλλ’ έπειτα τους προσφωνεί σε ενικό, Κύριε, δείχνοντας ότι είνε μία ουσία. Και στη συνέχεια απευθύνεται προς τους δύο σ’ ενικό: Είπε δε Λωτ προς αυτούς- Δέομαι, Κύριε, επειδή εύρεν ο παις σου έλεος εναντίον σου και εμεγάλυνας την δικαιοσύνην σου, ο ποιείς επ’ εμέ του ζήν την ψυχήν μου. . . Και ζήσεται η ψυχή μου ένεκέν σου (Γεν. 19:18-20). Για την απάντησι των δύο προς τον Λωτ χρησιμο­ποιείται επίσης ενικός: Και είπεν αυτώ· Ιδού εθαύμασά σου το πρόσωπον και επί τω ρήματί σου τούτω. . . Ου γαρ δυνήσομαι ποιήσαι πράγμα, έως του ελθείν σε εκεί (Γεν. 19: 21-22). Στο Γεν. 19:17 κατά το Εβραϊκό για τις ενέργειες των δύο χρησι­μοποιείται ένα ρήμα στον πληθυντικό και ένα στον ενικό, εξήγαγον και είπε. Το δε παραδοξότερο, κατά το Γεν. 19:24 Κύ­ριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον (=θειάφι) και πυρ παρά Κυρίου εξ ουρανού. Ο Κύριος έβρεξεν εκ μέρους του Κυρίου! Εδώ το Κύριος είνε μετάφρασις του Γιαχβέ. Ο Γιαχβέ έβρεξεν εκ μέρους του Γ ιαχβέ! Ο πρώτος Κύ­ριος ή Γιαχβέ, ο οποίος έβρεξε την κα­ταστροφή στις αμαρτωλές πόλεις, είνε οι δύο άνδρες - άγγελοι, τουτέστιν ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ο δε δεύτερος Κύριος ή Γιαχβέ, εκ μέρους του οποί­ου απεστάλησαν οι δύο για να προκαλέσουν την καταστροφή (Γεν. 19:13), είνε ο Θεός Πατήρ.
Κατά ταύτα τα τρία πρόσωπα, που εμφανίσθηκαν στον Αβραάμ, λέγονται άν­δρες, διότι εμφανίσθηκαν με τη μορφή ανθρώπων. Από τα τρία αυτά πρόσωπα τα δύο, που εμφανίσθηκαν στον Λωτ, λέγον­ται άγγελοι, διότι ήταν απεσταλμένοι του άλλου προσώπου και αγγελιαφόροι. Δεν πρόκειται λοιπόν ούτε για ανθρώπους, ούτε για αγγέλους, αλλά γι’ αυτόν τον Γιαχβέ Θεό, όπως δηλώνεται στην αρχή του 18ου κεφαλαίου της Γενέσεως. Ο Γ ιαχβέ Θεός είνε τρία πρόσωπα, αλλά μία ουσία η θεότης. Το Άγιο Πνεύμα είνε ένα από τα τρία πρόσωπα, ομοούσιο προς τα άλλα δύο πρόσωπα, Γιαχβέ Θεός, όπως εκείνα.
Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου. Κάθου εκ δεξιών μου. . . Ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι Κύριος εκ Σιών. . . Ώμοσε Κύ­ριος και ου μεταμεληθήσεται. . . Κύριος εκ δεξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα οργής αυτού βασιλείς. . . (Ψαλμ. 109 [110]: 1-5).
Εδώ ένας Κύριος, ο Πατήρ, θέτει εκ δε­ξιών του δεύτερο Κύριο τον Υιό - Μεσσία, και ομιλεί προς αυτόν για τρίτο Κύριο εκ δεξιών του δευτέρου. Ο τρίτος Κύριος, στα εβραϊκά Αδωνάι και Γιαχβέ, προ­φανώς είνε το Άγιο Πνεύμα.
Ηνίκα αν επιστρέψη (ο άνθρωπος) προς Κύριον, περιαιρείται το κάλυμμα. Ο δε Κύ­ριος το Πνευμά έστιν ου δε το Πνεύμα Κυ­ρίου, εκεί ελευθερία (Β' Κορ. 3: 16-17).
Όταν ο Ιουδαίος επιστρέψη προς τον Κύριον, αφαιρείται το κάλυμμα, που δεν τον αφήνει να ιδή. Ο δε Κύριος στην προ­κειμένη περίπτωσι είνε το Πνεύμα. Ρητώς εδώ λέγεται, ότι το Πνεύμα είνε ο Κύριος, στα εβραϊκά Γιαχβέ συμφώνως προς το Έξοδ. 34:34, απ’ όπου η φρασιολογία του Β' Κορ. 3:16. Παραδόξως όμως, κατά μεν το Β' Κορ. 3:17 ο Παράκλητος είνε το Πνεύμα Κυρίου, κατά δε τον προηγούμενον στίχ. 16 είνε αυτός ο Κύριος. Πρά­γματι, ως πρόσωπο ο Παράκλητος είνε το Πνεύμα Κυρίου, δηλαδή το Πνεύμα του Γιαχβέ Πατρός, και ως ουσία είνε ο Κύ­ριος, ο Γιαχβέ, η όλη θεία ουσία, ο όλος Θεός. Ομοίως ο Χριστός είνε ο Υιός του Θεού και συγχρόνως ο Θεός (Ιωάν. 11:4, Α' Ιωάν. 5:20).
Ο Κύριος κατευθύναι υμών τας καρδίας εις την αγάπην του Θεού και εις την υπομονήν του Χριστού (Β' Θεσ. 3:5).
Το χωρίο είνε τριαδικό. Ο Κύριος, ο οποίος δύναται να κατευθύνη εις την αγάπην του Θεού (Πατρός) και εις την υπομονήν του Χριστού, είνε το Άγιο Πνεύμα.
Μνημονεύουμε, απλώς ωρισμένα ακόμη από τα τριαδικά χωρία της Καινής Διαθή­κης, χωρία δηλαδή όπου το Άγιο Πνεύμα αναφέρεται συντεταγμένο με τον Πατέρα και με τον Υιό ως πρόσωπο της αυτής τάξεως με τα δύο άλλα πρόσωπα: Ρωμ. 15:16, 30· Α' Κορ. 12: 4-6, Β' Κορ. 1: 21-22, 13:13, Εφεσ. 4: 4-6' Α' Πέτρ. 1:2’ Ιούδ. 20-21.
 
ΤΟ ΕΡΓΟ TOY ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Είνε μεγάλο το πλήθος των χωρίων της Αγίας Γραφής, Καινής και Παλαιάς Διαθήκης, στα οποία αναφέρεται το Άγιο Πνεύμα. Ήδη αναφέρεται στην αρχή της Αγίας Γραφής, στο Γεν. 1:2, στη φράσι, Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος. Οι δε ψευδό - Μάρτυρες του Ιε­χωβά, οι μεγαλύτεροι διαστροφείς, αλλά και πλαστογράφοι του κειμένου της Αγίας Γραφής, αρχίζοντας τη διαστροφή και την πλαστογραφία από την αρχή της Αγίας Γραφής, τη λέξι Πνεύμα στην εν λόγω φράσι μεταφράζουν - πως; Η ενεργός δύναμις! Δεν θα έπρεπε να επεμβή εισαγγελεύς κατά των πλαστογράφων του κειμένου της Γραφής;. . . Το Άγιο Πνεύμα αναφέρεται και προς το τέλος της Αγίας Γ ραφής, στο Αποκ. 22:17 στη συγκινητική εκείνη φράσι, Και το Πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν Έρχου!.
Από το μεγάλο πλήθος των χωρίων της Γραφής περί του Πνεύματος τα πλείστα δεικνύουν τι είνε το Πνεύμα στη φύσι του, και απ’ αυτά χρησιμοποιήσαμε ωρισμένα μόνο. Και επί τη βάσει αυτών σαφώς αποδείχθηκε, ότι το Πνεύμα το Άγιο δεν είνε απλώς δύναμις, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο, όπως ισχυρίζονται οι Πνεύματομάχοι, αλλ’ είνε πρόσωπο, ον λογικό και συ­νειδητό με όλα τα γνωρίσματα του προ­σώπου, και μάλιστα πρόσωπο ύψιστο, πρό­σωπο της Θεότητος, ο ένας της Τριάδος.
Προς απόδειξιν της προσωπικότητος και της θεότητος του Αγίου Πνεύματος πα­ραθέσαμε και χωρία, όπου ρητώς το Άγιο Πνεύμα ονομάζεται Θεός, Δεσπότης και Κύριος, και μάλιστα Κύριος με την έννοια Γιαχβέ.
Λυπείται κανείς βαθύτατα, διότι υπάρχουν και Ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τι είνε ο Παράκλητος το Πνεύμα το Άγιο. Ανάγκη να γίνωνται όχι μόνον ηθικολογικά, αλλά και θεολογικά κηρύγματα και μαθήματα, για ν’ αποκτούν οι άνθρωποι την πρώτη, την ανώτερη και αναγκαιότερη γνώσι, τη θεογνωσία. Τι είνε όλες οι γνώσεις του κόσμου μπροστά στη θεογνωσία; Τι να κάνωμε όλες τις γνώσεις του κόσμου, εάν λείπη η θεογνωσία; Μή­πως δύνανται οι γνώσεις του κόσμου να μας δώσουν ζωή αιώνια;
Απευθυνόμενος προς τον Γιαχβέ ο Ψαλμωδός προσφωνεί: Ο Θεός μου και ο Κύ­ριός μου (Ψαλμ. 34 [35]: 23). Απευθυνό­μενος προς τον Χριστό ο Θωμάς αναφωνεί: Ο Κύριός μου και ο Θεός μου ( Ιωάν. 20: 28). Αλλ’ ό,τι ισχύει για τον Γιαχβέ και για τον Χριστό, αυτό ισχύει και για το Άγιο Πνεύμα. Αν κανείς ερωτήση τον πι­στό, Τι είνε το Άγιο Πνεύμα;, ο πιστός ας αισθανθή την κυριότητα και την θεότη­τα του Αγίου Πνεύματος, ας πλημμυρισθή από αισθήματα αγάπης και λατρείας προς τον Παράκλητο, ας υψώση τη φωνή του και ας αναφωνήση: Το Άγιο Πνεύμα εινε ο Κύ­ριός μου και ο Θεός μου.
Γιατί ήλθε το Πνεύμα το Άγιο; Ο Χρι­στός είχε πει: Συμφέρει να απέλθω εγώ, για να στείλω σε σάς τον Παράκλητο (Ιωάν. 16:7). Ο Παράκλητος ήλθε για το συμ­φέρον μας. Όχι για μικρό συμφέρον, αλλά για το μεγάλο και αληθινό συμφέρον μας, για την αιώνια σωτηρία και δόξα μας.
Ο Χριστός με το έργο του, και ιδίως με τη σταυρική θυσία του, εξασφάλισε για μας σωτηρία και δόξα στους απεράντους αιώνες. Αυτή δε τη σωτηρία και δόξα το Πνεύμα το Άγιο ήλθε να μας βοηθήση για να την προσοικειωθούμε, για να την προσλάβωμε δηλαδή και να την κάνωμε προ­σωπικό μας κτήμα. Αυτός συντόμως, συντομώτατα, είνε ο σκοπός του ερχομού του Αγίου Πνεύματος. Αναλύουμε το σκοπό:
Ο Χριστός, ο σαρκωμένος Θεός, με το αίμα του απέκτησε την Εκκλησία, όπου συντελείται η σωτηρία. Η Εκκλησία είνε σώμα, σώμα Χριστού ηθικό, μυστικό. Και όπως το σάρκινο σώμα του ανθρώπου εμψυχώνεται με το Πνεύμα, έτσι και το ηθικό και μυστικό σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, εμψυχώθηκε με το Πνεύμα το Άγιο. Εν σώμα και εν Πνεύμα, λέγει ο Απόστολος (Εφεσ. 4:4), αναφερόμενος στο σώμα -Εκκλησία και στο Άγιο Πνεύμα, που ήλθε στην Εκκλησία και έμψύχωσε την Εκκλησία και την έκανε ζωντανό οργανισμό.
Το Άγιο Πνεύμα παραμένει στην Εκκλη­σία αιωνίως και την οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν (Ιωάν. 16:13), σ’ όλη την αποκαλυφθείσα και αναγκαία για τη σωτηρία μας αλήθεια, και κάνει την Εκκλησία στύλον και εδραίωμα της αληθείας (Α' Τιμ. 3:15). Το άτομο δύναται να πλανηθή σε ζητήματα πίστεως, και γι’ αυτό το αλάθητο του Πάπα καταδικάζεται ως αίρεσις. Η Εκκλησία όμως, σύνολο πιστών, δεν είνε δυνατό να πλανηθή στα ζητήματα της πίστεως. Το Πνεύμα το Άγιο έχει εγγράψει στη συνείδησι της Εκκλησίας τις αλήθειες της πίστεως και η έγγραφή είνε ανεξίτηλη, ανεξάλειπτη.
Το Πνεύμα το Άγιο τελεί τα μυστήρια της Εκκλησίας, με τα οποία αγιάζονται οι πιστοί.
Το Πνεύμα το Άγιο χορηγεί χαρίσματα και αναδεικνύει χαρισματούχους και θαυ­ματουργούς. Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον.
Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει. Φώτισε τους Αποστόλους και τους ανέδειξε σοφωτέρους όλων των σοφών όλων των αιώνων. Απτή απόδειξις της υπέρτερης σοφίας των αγίων Αποστόλων είνε το Ευαγγέλιο, το χρυσό, το ολόχρυσο σε νοήματα βιβλίο. Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει κάθε πιστό, για να γνωρίζη την αλήθεια, να καταλαβαίνη το σωστό, να λέγη το σωστό και να βαδίζη το δρόμο του Θεού. Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει και τον άπιστο, αφαιρεί από τα μά­τια της ψυχής του το κάλυμμα, το τυφλοπάνι, ελευθερώνει τα μάτια και έτσι ο άπι­στος βλέπει την αλήθεια. Για τον άπιστο Ιουδαίο ο Απόστολος γράφει: Ηνίκα δ’ αν επιστρέψη προς Κύριον, περιαιρείται το κάλυμμα. Ο δε Κύριος το Πνευμά έστιν (Β' Κορ. 3:16-17). Όταν δηλαδή ο άπιστος Ιουδαίος (επι)στρέψη προς τον Κύριο, αφαιρείται το κάλυμμα, το τυφλοπάνι, και ελευθερώνονται τα μάτια της ψυχής και βλέπουν την αλήθεια. Ο δε Κύ­ριος σ’ αυτή την περίπτωσι είνε το Πνεύμα, ο Παράκλητος.
Το Πνεύμα το Άγιο δίνει δύναμι. Ο Χρι­στός είπε στους μαθητάς του να μη βγουν από την Ιερουσαλήμ, έως ότου περιβληθούν δύναμιν εξ ύψους (Λουκ. 24:49). Αδύνατοι και δειλοί οι μαθηταί προ της Πεντηκοστής. Αλλ’ από την Πεντηκοστή και έπειτα λέοντες πυρ πνέοντες! Κήρυ­ξαν με παρρησία σ’ όλη τη γνωστή τότε οικουμένη, και αντιμετώπισαν όλους τους διώκτες και ισχυρούς της γης και βασανι­στήρια και θάνατο σαν να ήταν αθύρματα, παιγνίδια! Γιατί; Γιατί είχαν τη δύναμι του Αγίου Πνεύματος. Και εκατομμύρια μάρ­τυρες με τη δύναμι του Παρακλήτου αντιμετώπισαν τα μαρτύρια σαν να μη συνέβαιναν στο σώμα τους, αλλά στη σκιά του σώματός τους!
Το Πνεύμα το Άγιο νύσσει και κατανύσσει τις καρδιές και προκαλεί μετάνοια και επιστροφή. Την ημέρα της Πεντηκοστής με ένα κήρυγμα ήλθαν σε κατάνυξι και με­τάνοια τρεις χιλιάδες ψυχές. Το Πνεύμα το Άγιο κάνει τις λίθινες καρδιές σάρκι­νες, ευαίσθητες, πιστές.
Το Πνεύμα το Άγιο διδάσκει πως να προσευχώμεθα. Εμπνέει και φωτίζει τον πιστό κατά την ώρα της προσευχής, θερμαίνει την καρδιά του, προκαλεί σ’ αυτή στενα­γμούς αλαλήτους, κάνει την καρδιά του να αισθάνεται τον Θεό ως Πατέρα και να κράζη προς αυτόν: Αββά, Πατέρα!
Το Πνεύμα το Άγιο δυναμώνει τον πιστό για να πολεμή τον Διάβολο, τον κόσμο τον άκοσμο με τις αμαρτωλές προκλήσεις, και τα ιδικά του πάθη. Το Πνεύμα το Άγιο δυ­ναμώνει τον πιστό για να εκτελή το θέλη­μα και τις εντολές του Κυρίου. Το Πνεύμα το Άγιο βοηθεί, για να γίνη ο σαρκικός άνθρωπος Πνευματικός. Το Πνεύμα το Άγιο έρχεται και κατοικεί μέσα στην καρ­διά του πιστού ανθρώπου, και έτσι ο άνθρωπος γίνεται όχι απλώς Πνευματικός, αλλά Πνευματοφόρος! Αλλ’ όπου το Πνεύμα το Άγιο, εκεί και ο Θεός Πατήρ και ο Χριστός. Και έτσι ο πιστός άνθρωπος γί­νεται και Πνευματοφόρος και Χριστοφόρος και Θεοφόρος!
Ο Χριστός θυσιάστηκε για να μπορούμε να λάβωμε Πνεύμα Άγιο και δυνάμει του Αγίου Πνεύματος ν’ αποκτήσωμε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να παραλάβω- με βασιλεία ασάλευτη, την ευλογημένη βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να συμβασιλεύωμε με τον εν Τριάδι Θεό μας στους απεράντους αιώνες και της βασιλείας μας να μην υπάρχη τέλος.
 
 
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον      www.egolpion.com 


Read more: http://www.egolpion.com/agiopneyma_sotirop.el.aspx#ixzz2zaplfh2T

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ

Γέροντας Παΐσιος: «Όσο αξίζει μια ψυχή, δεν αξίζει ο κόσμος όλος»!             
         
                      Agioritikovima.gr
Γέροντας Παΐσιος: «Όσο αξίζει μια ψυχή, δεν αξίζει ο κόσμος όλος»!


 
         Η ψυχή που συγκινείται από τις ομορφιές του υλικού κόσμου φανερώνει ότι ζη μέσα της ο μάταιος κόσμος γι' αυτό έλκεται από την πλάση κι όχι από τον Πλάστη, από τoν πηλό κι όχι από τον Θεό. Δεν έχει σημασία αν ο πηλός αυτός είναι καθαρός και δεν έχη λάσπη αμαρτίας.
Η καρδιά, όταν έλκεται από... κοσμικές ομορφιές, οι οποίες δεν είναι αμαρτωλές, αλλά δεν παύουν να είναι μάταιες, νιώθει κοσμική χαρά της ώρας, η οποία δεν έχει θεϊκή παρηγοριά, φτερούγισμα εσωτερικό με αγαλλίαση πνευματική. Όταν όμως ο άνθρωπος αγαπά την πνευματική ωραιότητα, τότε γεμίζει και ομορφαίνει η ψυχή του.
Αν γνώριζε ο άνθρωπος, την εσωτερική ασχήμια του, δεν θα επιδίωκε εξωτερικές ομορφιές. Μέσα η ψυχή του έχει τόσους λεκέδες, τόσες μουντζούρες, και θα κοιτάξουμε λ.χ. τα ρούχα μας;
Πλένουμε τα ρούχα μας, τα σιδερώνουμε κιόλας και είμαστε καθαροί, και μέσα είμαστε... μην τα ρωτάς! Γι’ αυτό, αν λάβη υπ’ όψιν του κανείς τι πνευματική ακαθαρσία έχει μέσα του, δεν θα καθίση τόσο σχολαστικά να βγάλη και τον παραμικρό λεκέ από τα ρούχα του, γιατί αυτά είναι χίλιες φορές καθαρώτερα από την ψυχή του.
Αλλά αν δεν έχη υπ’ όψιν του ο άνθρωπος την πνευματική σαβούρα που έχει μέσα του, ε, τότε κοιτάζει να βγάλη σχολαστικά και τον παραμικρό λεκέ! Αυτό που χρειάζεται, είναι να στρέψη όλη την φροντίδα του στην πνευματική καθαρότητα, στην εσωτερική ομορφιά κι όχι στην εξωτερική. Τα πρωτεία να δοθούν στην ομορφιά της ψυχής, στην πνευματική ομορφιά και όχι στις μάταιες ομορφιές, γιατί και ο Κύριος μας είπε: «Όσο αξίζει μια ψυχή, δεν αξίζει ο κόσμος όλος».
«Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο»
Λόγοι Α'

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Βήματα ποιμαντικῆς ἐμπειρίας....

Βήματα ποιμαντικῆς ἐμπειρίας....
Στόν ἀγαπητό μου παπα-Θεοδόσιο, χαιρετισμός
Εἶναι τόσο φαρμακερή κάποτε ἡ ἀδιαφορία τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά σέ σκοτίζει, νά σέ ἀποσυντονίζει, νά σοῦ γεμίζει τήν ψυχή αἰχμηρές ἀκίδες πού τόσο σέ πλήγώνουν. Γιατί κακά τά ψέματα ἄνθρωπος εἶσαι· κι ὅταν δεῖς νά μεταβάλλεται συμπεριφορά κάποιων πού συνέδραμες καί εὐεργέτησες τόσο, τότε καταλαβαίνεις τό βάθος τῆς ἀνθρώπινης ἀτέλειας καί ἀνωριμότητας. Καί τοῦτο δέ, γιατί τότε σπουδάζεις ἐπιμελῶς πάνω στή γοητεία τῆς γόνιμης μοναξιᾶς, ἡ ὁποία καί σοῦ παρέχει τό προνόμιο τῆς προσευχῆς, τῆς σιωπῆς καί τῆς προετοιμασίας γιά νά πορευτεῖς τήν ὁδό τῆς αὐτογνωσίας.
Ὡστόσο, ἡ αὐτογνωσία, πού εἶναι τό "τέλος τῆς τῶν ἀρετῶν ἐργασίας"(Ὅσ. Νικήτας ὁ Στηθάτος), δέν ἐπιτυγχάνεται μέ μεθόδους τοῦ κόσμου, πού σκοτίζουν ἐπικίνδυνα τήν ψυχή, ἀλλά μέ τή συνδρομή ἔμπειρου πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, ὁ ὁποῖος, ὡς ἄλλος Μωυσῆς , σέ καθοδηγεῖ στήν προσωπική σου γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στή ἐπίγνωση "τοῦ ὁρᾶν τά πταίσματά σου καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν σου"(Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος). Τότε ἡ ἀδιαφορία τοῦ ἄλλου, τό μαχαίρωμα καί ἡ δηκτική του διάθεση ἀρχίζουν, σιγά-σιγά, νά μεταβάλλονται σέ ὀχυρώματα, τά ὁποῖα σέ βολεύουν κάλλιστα νά κρυφτεῖς καί νά διασωθεῖς , ἔχοντας πάντα ἐμβιωμένο τόν Γεροντικό λόγο: "Ἐάν μή εἴπῃ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ .ανθρωπος, ὅτι ἐγώ μόνος καί Θεός, ἐσμέν ἐν τῷ κόσμῳ, οὐ ἕξει ἀναπαυσιν"( Ἀββᾶς Ἁλώνιος). Ἤ, ὅπως ἐπιμηκίνει τήν ἔννοια τοῦ ἁγιασμένου αὐτού ἀποφθέγματος σύγχρονος Γέροντας: "Ἐξαρτᾶσαι ἀπό τούς ἄλλους, παιδί μου, γι᾿ αὐτό καί σέ πειράζουν τά λεγόμενά τους"
*******************
Ὅλ᾿ αὐτά τά χρόνια τῆς ἱερατικῆς μου θητείας ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν μέ ἐγκατέλειψε. Μέ ἐπισκεπτόταν καθημερινά. Ἐγώ δέν τό καταλάβαινα, γιατί πολλές φορές τύχαινε νά ζῶ μέσα στό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, πού προβάλλει τήν φιλαυτία, τήν κενοδοξία, τίς διοικητικές ἰκανότητες καί φυσικά τή δυνατότητα νά προβληθεῖς στά μάτια τοῦ κόσμου, ὥστε νά θεωρηθεῖς πώς εἶσαι ὁ πετυχημένος. Ἄλλωστε γιά τόν κόσμο ἕνα πράγμα μετράει: τό νά κατορθώνεις νά εἶσαι πάντα τό πρόσωπο τῆς ἐπικαιρότητας μέ ὅποιο κόστος ἔχει αὐτή ἡ μέριμνα γιά προβολή. Κι ὅμως αὐτές οἱ λέξεις - κλειδιά υἱοθετοῦνται καί ἀπό πολλούς ἐκκλησιαστικούς κύκλους, γιατί μόνον ἔτσι ἐκεῖνοι βλέπουν νά ἀποδεικνύεται ἡ σωστή κι ἐπιτυχημένη "διακονία"...
Ὡστόσο, πρέπει νά προστεθεῖ καί τοῦτο σ᾿ ὅλ᾿ αὐτά: πώς τέτοιες καταστάσεις-μέριμνες τίκτουν δυστυχῶς τίς περισπάσεις ( πρβλ. Λκ.10, 41-42), οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν μέ τή διαταραχή τοῦ ψυχισμοῦ τοῦ ποιμένα. Χώρια πού μέσα σ᾿ αὐτά προστίθενται καί οἱ ἀλαζονικές διαθέσεις, ὥστε νά ἐπικεντρωθεῖ τό ἐνδιαφέρον τῶν ἄλλων σέ σένα· πράγμα πού ἀντιστοιχεῖ μέ τήν ἀποτυχία τοῦ σκοποῦ σου. Κι ἀδιαμφισβήτητα σκοπός καί χρέος σου εἶναι ἡ ἐξίσωσή σου καί μέ τόν ἐλάχιστο πιστό κι ἀκόμη παρακάτω, ὥστε μέ διάθεση προσφορᾶς κι ὄχι ζητείας, νά καταφέρεις νά ἐπουλώσεις τίς πληγές τῶν τραυμάτων πού ἐσωτερικά φέρουν, ὡς πάθη-πλήγές, τῶν ὁποίων ἀπαιτεῖται ἡ θεραπεία, ἄν φυσικά τό ἐπιθυμοῦν καί τό ὑπομένουν. Γιατί μιά τέτοια διαδικασία καί μακροχρόνια εἶναι, ἀλλά ἀπαιτεῖ σύν τοῖς ἄλλοις καί ἐπώδυνο μαρτύριο . Πού κάποτε, δίχως τή συναντίληψη τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά καί κάποιων, μετρημένων πάντα στά δάχτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦ πιστῶν, γίνεται βρόγχος ἐπικίνδυνος. Καί γιά σένα καί γιά τόν κάθε πονεμένο καί τραυματισμένο συνάνθρωπο.....

Μνημόσυνο ψυχῶν ἀγαπημένων

Μνημόσυνο ψυχῶν ἀγαπημένων
 
 
 
 
 
 
Πάντα ἀπομένει στή μνήμη ἐκείνη ἡ ἀπόβραδη ὥρα τῆς γιορτῆς τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ, στίς ἑφτά τοῦ Ἰανουαρίου. Γιατί ἐκεῖνες οἱ στιγμές, οἱ ὁποῖες μετεωρίζονταν μεταξύ τῶν ἔσχατων στιγμῶν τῆς μέρας καί τῶν πρώτων τῆς νύχτας, τῆς νύχτας πού σίμωνε σιωπηλή, κλεισμένη μέσα σ᾿ ἕνα μουντό, σταχτί τοπίο - πάντα ἔτσι τή θυμᾶμαι ἐκείνη τήν ὥρα- μοῦ δίνανε τήν ἐντύπωση πώς ἦταν ἕνα ἀπό τά πιό τραγικά σύνορα τοῦ βίου μου τῶν χρόνων ἐκείνων τῆς τρυφερότητας καί τῆς εὐαισθησίας: τῶν παιδικῶν μου χρόνων. Ἕνα σύνορο πού ξαφνικά ἔπρεπε νά τό διαβῶ, ἀφήνοντας ἔτσι πίσω τίς χαριτωμένες καί ὄμορφες μέρες τοῦ Δωδεκαημέρου: μέρες εὐλογίας καί παραδείσιας βιοτῆς, καθώς οἱ πιό πυκνές ἐμπειρίες καί τά πλέον βασικά βιώματα σχηματίζονταν τότε. Βιώματα ἑόρτιων ἐμπειριῶν μέ ἀκτινοβολία ὅμως τέτοια πού νά φτάνει μέχρι σήμερα λαμπρή, καθάρια, καινούρια πάντα· καί τό κυριώτερο, νά θωπεύει τήν ψυχή σέ ὧρες πίεσης, ὧρες πνιγηρές, ὧρες ἀπότοκες κορυφαίας ἀγωνίας.
Κάποι᾿ ἀπ᾿ αὐτά καταθέτω ἀπόψε, καθώς σέ ὥρα νυχτερινή συλλογίζομαι τή γιορτή παράλληλα μέ τό παλιό μου τό χωριό, ἐκεῖ δηλαδή πού χωνεύτηκαν ὄνειρα, βιώματα, ἐμπειρίες καί φυσικά ὅ, τι τό ὡραῖο, τό γνήσιο καί χαραγμένο ἀνεξίτηλα μέσα μου.
Πάντα τήν ἀπόβραδη ὥρα αὐτῆς τῆς μέρας τοῦ Ἀη-Γιαννιοῦ ὁ νοῦς στέκει σιμά στή μεγάλη ἀναμμένη παραστιά τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ τῆς θειᾶς Εὐανθίας, ὅταν μαζί μέ τό μακαριστό Σταμάτη καθόμασταν συντροφεύοντάς τον, ἀφοῦ ἦταν πρὀσωπο μέ εἰδικές ἀνάγκες, καθώς λέμε σήμερα, καί κεῖνος μοῦ διηγιόταν πάντα, κουνώντας τό κεφάλι, πέρα-δῶθε, φανταστικές, ἀλλά ὡραῖες ἰστορίες, ὡσάν παραμύθια, γιατί ἦταν ἕνας γραφικός παραμυθάς ὁ Σταμάτης. (Ἀλήθεια, πῶς μπορεῖς νά λησμονήσεις "τό ναυαγό τοῦ μαύρου κύκνου!", ἕνα φανταστικό δηλαδή καί δικιᾶς του ἐπινόησης ἔργο, πού μᾶς ἔλεγε τά θερινά τά βράδυα ἔξω στά "Κάγκελα", σέ συνέχειες;) Ὅμως αὐτό πού συνοδεύει τή μνήμη εἶναι, μαζί μέ τά παραμύθια τοῦ Σταμάτη, τό μισοσκότεινο δωμάτιο, "ὁ κουραδοῦρος", ὅπως τόν λέγαμε στό χωριό, μέ τήν παλιά τήν κάμαρη βαμμένη χρῶμα καφέ σκοῦρο, τό παράθυρο μέ τήν παλιά τή σιδεριά πού κοίταζε κατά τό σταχτί τό πέλαγο, τόν γκρίζο οὐρανό, τό ὑπόλοιπο ἀπό τό"φαΐ", τό κρέας δηλαδή νἄναι περασμένο σ᾿ ἕνα καρφί, ψηλά στήν παρνταριά, πάνω ἀπό τήν τή πόρτα...Ἀπομεινάρι τοῦ Δωδεκαημέρου πού ἔφευγε μαζί μέ τή γιορτή τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ.
Τό σκηνικό ἀλλάζει· τούτη τή φορά εἶναι τό ἀβέρτο τοῦ φούρνου μας, ἔρημο σήμερα, κρύο, παρατημένο...
Ἡ γιορτή εἶναι γιά τό ξενητεμένο παιδί τοῦ παπποῦ, τό θεῖο τό Γιάννη.
Ἔχει στρωθεῖ ἕνα λιτό, ἀπέριττο τραπέζι πάνω στή γκλαβανή πού ὁδηγεῖ κάτω, μέ καλό τραπεζομάντηλο, μέ καρέ ὁμορφοκεντημένο. Ἐκεῖ πάνω ἔχει τοποθετηθεῖ ἡ "φουρτιέρα"μέ τά ροδοψημμένα ἀμυγδαλωτά, ἡ καράφα μέ τό ρακί καί τά μικρά ποτηράκια. Λίγες καρέκλες ἕνα γύρω στό μικρό δωμάτιο, δυό τρία σκαμνάκια, λιτά στρωσίδια στό πάτωμα, μιά παραστιά ζεστή, γερά ἀναμμένη, κι οἱ λιγοστοί ἐπισκέπτες...Ὅπως στή γιορτή τοῦ παπποῦ καί τοῦ πατέρα, στίς ἕξη τοῦ Δεκεμβρίου. Μόνο πού τώρα τά βιώματα ἔχουν ἕνα διαφορετικό χαρακτῆρα· κάτι σάν λύπη πού βραδυάζει, πού ἀποχαιρετοῦμε τίς γιορτές, πού σέ λίγο θά σβύσει ἡ λάμπα, θά ξημερώσει ἡ καθημερινότητα καί θά τελειώσει τό πανηγύρι, ὡσάν τή ζωή. Κατά τό νοτιά, ἐκεῖ πού ἦταν τό χαγιάτι, φαίνεται μέσ᾿ ἀπ᾿ τή τζαμόπορτα ἔνα κομμάτι θάλασσας μισοσκότεινης καί ἄχαρης. Κατά τή δύση, ἐκεῖ πού εἶναι τό παράθυρο φαίνεται ἡ Γλώσσα ἀχνοφωτισμένη ἀπ΄ τά λίγα ἠλεκρικά, τό Κάτω Χωριό θαμπό, παχνιασμένο, ἐνῶ ἀπό τό λούξ τοῦ μαγαζιοῦ τοῦ μπάρμπα-Παναή, πού ἦταν ἀπό κάτω ἀκριβῶς ἀνέβαιναν κάποιες καχεκτικές ἀχτῖδες καί σεργιανοῦσαν μέ περιέργεια πάνω στούς μαυροκίτρινους τούς τοίχους... Ἡ Μάνα, θεία ἡ Νίνα κερνοῦν..."Χρόνια πολλά"· εὐχές, λίγα λόγια κι ὕστερα ἡ σιωπή, τό σκοτάδι, ἡ παγωνιά, ἡ ἀπουσία...(Αὐτή τήν ἀπουσία τήν ἔνοιωσες ἀνήμερα, κάποια Χριστούγεννα, τοῦ 1971 ἤ τοῦ 72 θαρρῶ, ὅταν σεργιανώντας τό Κάτω Χωριό πέρασες ἀπό τό ἒρειπωμένο ἀπ᾿ τό σεισμό σπίτι τοῦ μπάρμπα Γιάννη τοῦ Μπάλλα, πού εἶχε ἂπομείνει μόνο ἡ πέτρινη σκάλα κι ἕνα κομμάτι τοῦ τοίχου τοῦ ἀβέρτου μέ τό παραθύρι. Καί ξαφνικά, καθώς κοίταζες αὐτά τά ἐρείπια σοῦ ἦλθε στό νοῦ ἡ τελευταία Χριστουγεννιάτική γιορτή πού πέρασε αὐτό τό σπίτι. Στρώθηκε κι ἐκεῖ γιορτινό τραπέζι, ἀκούστηκαν εὐχές κι ὕστερα ἦλθε ἡ μεγάλη στιγμή: νά ἐγκαταλειφτεῖ ὁ χῶρος καί νά μή ξανακουστοῦν εὐχές γιά καμμιά γιορτή...Μόνο ἡ ἀπουσία, ἡ ἐγκατάλειψη καί ἡ νοσταλγία νά σεργιανοῦν ἀναμεσα στά ἐρείπια μαζί μέ τίς ἱερές σκιές τῶν προγόνων...)
Νέα ἡ σκηνή καί πάλι. Νοτισμένη μέ δάκρυα, μέ τή φαρμακωμένη αἴσθηση τῆς φυγῆς, τῆς ξενιτείας. Τούτη τή φορά ὅμως σέ χρόνια σπουδῶν. Γιατί αὐτή ἡ μέρα, ἠ μέρα τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ ἦταν πάντα δεμένη ἄρρηκτα μέ τήν ἐπιστροφή στή μιζέρια τῆς ξενιτιᾶς, στήν προσαρμογή σέ νέα δεδομένα, στήν διαδικασία ἀλλαγῆς τοῦ ψυχισμοῦ, καθώς ἄφηνες τό φτωχό, πρωτόγονο καί "ξεπερασμένο" τόπο τοῦ χωριοῦ σου καί ἄνοιγες δρόμους στήν πόλη, ἔστω κι ἄν ἦταν ἐπαρχιακή πόλη.
Πάντα θά θυμᾶσαι τή σιωπηλή λιτανεία ὅλων τῶν παιδιῶν πού περίμεναν ὑπομονετικά στό Λουτράκι τό "ΚΥΚΝΟΣ", γιά νά ταξιδέψουν γιά τό Βόλο. Μἐ σφιγμένη τήν ψυχή ἀφήναμε τό φτωχό μας τό χωριό, πού ἀχνόφεγγε μέσα στή νύχτα ὡσάν εἰκονοστάσι, καί κινούσαμε γιά τόν ἄλλο μας τόν προορισμό: τό Σχολεῖο, τή μάθηση.
Χωριατόπαιδα τότε ἐμεῖς προσπαθούσαμε νά κρύψουμε τόν τόπο τῆς καταγωγῆς μας, γιατί ντρεπόμασταν... Τί κρίμα! Γιατί μέσα μας πέρασε ἕνα μήνυμα ἐντελῶς ἄχρηστο καί παράλογο· ὅτι δηλαδή ἐμεῖς ἤμασταν οἱ ἀδαεῖς, οἱ ἕλκοντες τήν καταγωγή ἀπό τόπο πού δέν εἶχε "προοδεύσει", ἀφοῦ οὔτε φῶς εἴχαμε, οὔτε ψυγεῖο, οὔτε τά ἄλλα ἀγαθά τῆς πόλης. (Ἀργότερα, ὅταν κατάλαβα τό σφάλμα μου, μετάνοιωσα· ὅμως τά χρόνια εἶχαν περάσει...)
Ξαναγυρίζω ὅμως στά λεγόμενά μου.
Στο ταξίδι προσπαθούσαμε νά συμμαζέψουμε τί σκέψεις μας, νά ὀνειρευτοῦμε ὅτι καθόμασταν δίπλα στήν παραστιά, ὅτι κοιτούσαμε τή φωτιά πού κλάδιζε πάνω στά ξύλα κι ὅτι ξημέρωναν Χριστούγενννα, Πρωτοχρονιά, Φῶτα... Μόνο πού τά φῶτα ἐτοῦτα τῆς προκυμαίας τοῦ Βόλου μᾶς προσγείωναν σέ μιά σκληρή πραγματικότητα, καθώς ἐκεῖνο τό κίτρινο φῶς, πού γινόταν πάνω μας γαλατένιο, μᾶς ἔδειχνε τό δρόμο τῆς νέας πραγματικότητας... Παύανε τότε τά ὄνειρα κι ἡ γιορτή τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ γινόταν χρόνο τό χρόνο ἡ συνειδητοποιημένη διαχωριστική γραμμή ἀνάμεσα στόν τρυφερό κόσμο τῆς οἰκογένειας καί στήν πειθαρχημένη καθημερινή ὑποχρέωση...
7.1.03
π. Κων. Ν.Καλλιανός

«Ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα»,

«Ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα»,
θεολογικός σχολιασμός στο Εφεσ. 5, 33
Ἁγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως,
Αθήνα 1902
Περί του τις η αληθής ερμηνεία
Αφού ο Απόστολος Παύλος εγνώρισε τοις Εφεσίοις τον μυστικόν χαρακτήρα του γάμου και εδίδαξεν αυτούς ότι ο Γάμος είνε μέγα μυστήριον και έδειξε την αναλογίαν του δεσμού του γάμου προς την ένωσιν του Χριστού μετά της Εκκλησίας, και έταξε τον άνδρα, ίνα, κατά την Αγίαν Γραφήν, ήνε κεφαλή της γυναικός, καθ' ην αναλογίαν ο Χριστός είνε κεφαλήν της Εκκλησίας, και εδίδαξεν ότι ο τε ανήρ και η γυνή επίσης κατά την Αγίαν Γραφήν εισίν εν σώμα και εν πνεύμα ως μέλη του σώματος της Εκκλησίας, ήτις είνε σώμα Χριστού, του αγαπήσαντος ημάς ως οικείαν εαυτού σάρκα, συνιστά καθ' ένα έκαστον των ανδρών ούτω να αγαπά την εαυτού γυναίκα, ως ο Χριστός ηγάπησε την Εκκλησίαν .
Τελειοτέραν αγάπην της αγάπης ταύτης ήτο αδύνατον να συστήση ο Απόστολος προς τον άνδρα. Δια της συστάσεως ταύτης ου μόνον ανύψωσεν την αγάπην εις την υψίστην αυτής περιωπήν, αλλά και εξηυγένισε και απεπνευμάτωσε και ηγίασε . Μετά την σύστασιν ταύτην προς τους άνδρας και τον καθορισμόν της σχέσεως του ανδρός προς την γυναίκα και του βαθμού και του ποιού της προς αυτήν αγάπης, και μετά την αναγωγήν του γάμου εις περιωπήν καθαρώς ιεράν και πνευματικήν και την διατύπωσιν των καθηκόντων του ανδρός προς την γυναίκα, μεταβαίνει εις την διατύπωσιν και τον καθορισμόν των καθηκόντων της γυναικός προς τον εαυτής άνδρα. Ταύτα δε πάντα διατυποί δια της ρήσεως ταύτης · «ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα».
Η ρήσις αύτη, μετά τα ειρημένα υπό του Παύλου περί της αγάπης του ανδρός προς την εαυτού γυναίκα και περί του βαθμού και του ποιού της αγάπης αυτού, ο περί ου ο λόγος φόβος ουδέν δύναται να εκφράζη το φοβερόν και το εκδειματούν (= το κατατρομάζον ) την γυναίκα. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού αγαπά και συνάμα φοβείται τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ως σωτήρα και κεφαλήν αυτής. Ο φόβος ούτος της Εκκλησίας προς τον Ιησούν Χριστόν γεννάται εκ της πολλής αγάπης προς τον αγαπήσαντα αυτήν και εκφράζεται και εκδηλούται ως άκρα προς αυτόν ευλάβεια, ως ευλάβεια προς τας εαυτού εντολάς, ως υποταγή άκρα προς αυτόν και ως προθυμία προς ευαρέσκειαν αυτού. Η αγάπη αυτής της Εκκλησίας προς τον Σωτήρα εκδηλούται ως φόβος μη υπολειφθή εν τινι και εκπέση της αγάπης αυτού αναξία ταύτης δεικνυομένη. Τοιούτος ο της Εκκλησίας προς τον Σωτήρα Χριστόν φόβος. Υπό την αυτήν ακριβώς έννοιαν και σημασίαν ο Απόστολος γράφει ίνα η γυνή φοβήται τον άνδρα.
Δια της ρήσεως ταύτης ο Απόστολος Παύλος εζήτησε την σύσφιγξιν των δεσμών της συζυγικής αγάπης· διότι ως η αγάπη και ο φόβος της Εκκλησίας προς τον Σωτήρα Χριστόν προσφιλεστέραν αυτήν ως νύμφην τω νυμφίω Χριστόν ποιούσιν, ούτω και η αγάπη και ο φόβος της γυναικός προς τον εαυτής άνδρα προσφιλεστέραν αυτήν αυτώ ποιούσιν . Ότι ο φόβος ούτος ουδέν έχει κοινόν προς τον υπονοούμενον φόβον υπό τινών κυριών των μειδιωσών κατά την ώρα της αναγνώσεως της περικοπής ταύτης εν τω μυστηρίω του γάμου, και ότι ούτος είνε ιερός, αγνός και δίκαιος, και ότι επιβάλλεται ούτος εις τας γυναίκας ως θεία εντολή δια την εαυτών ευτυχίαν και αιώνιαν ευδαιμονίαν και τον αδιάρρηκτον σύνδεσμον της κοινής αγάπης θέλομεν αποδείξει.
 
Περί φόβου
Ο φόβος είνε έμφυτον συναίσθημα τω ανθρώπω.
Το συναίσθημα τούτο εκδηλούται ως δειλία, ως δέος, ως τρόμος εν περιστάσεσιν, εν αις απειλείται κίνδυνος ζωής. Επίσης εκδηλούται το συναίσθημα τούτο ως ταραχή και ανησυχία εν περιστάσεσιν, εν αις απειλείται η προσβολή της τιμής ή περιουσίας του ανθρώπου δικαίως ή αδίκως.
Ο βαθμός της μείζονος ή ελάσσονος εκδηλώσεως του φόβου ή της ταραχής και ανησυχίας είνε ανάλογος ή τω μεγέθει του πραγματικού κινδύνου ή τω μεγέθει της διεγερθείσης φαντασίας. Το συναίσθημα του φόβου ενίοτε εκδηλούται και εν περιστάσεσι, καθ' ας ουδέν μεν το πραγματικώς απειλούμενον ή διακινδυνεύον καθ' ην ώραν ο άνθρωπος κατέχεται υπό του συναισθήματος τούτου, προκύπτει όμως εξ ενδεχομένου εν τω μελλόντι κινδύνου, δυναμένου να προέλθη εξ αμελείας ημών εις τι των προσφιλών ημίν υποκειμένων. Το συναίσθημα τούτο εκδηλούται ή ως άκρα αγάπη προς τι ή ως άκρα ευλάβεια ή ως άκρα φροντίς ή ως αδιάλειπτη μέριμνα.
Κατά ταύτα ο φόβος, ως διαφόρως εκδηλούμενος κατά τας διαφόρους περιστάσεις και κατά διάφορα γεννώνται αυτόν αίτια, ανάγκη και διαφόρως να χαρακτηρίζηται . Όθεν ο μεν φόβος ο εκδηλούμενος ως δέος ή δειλία ή τρόμος, δύναται να ονομασθή φυσικός, ο δε φόβος ο εκδηλούμενος ως ταραχή και ανησυχία, ως και ο φόβος ο εκδηλούμενος ως αγάπη και ευλάβεια, δύναται να κληθή ηθικός. ʼρα ο φυσικός φόβος διαφέρει του ηθικού φόβου κατά τα διεγείροντα αυτόν αίτια.
Ο φυσικός φόβος είνε πάντοτε αδιαβλήτων παθών, ως μια μόνην έχων αφορμήν το κίνδυνο της απώλειας της ζωής. Ο ηθικός φόβος δεν είνε πάντοτε αδιάβλητο· διότι είνε διπλούς ως προερχόμενος από διάφορα κατά το ποιόν ηθικά αίτια της αγάπης και του μίσους. Ως δε εναντιώτατα τα γεννώντα αυτόν αίτια, εναντιώτατοι και οι χαρακτήρες αυτών. Ο μεν φόβος ο εκ της αγάπης γεννώμενος είνε ιερός, αγνός και δίκαιος, και εκδηλούται ως ευαισθησία ψυχής υπέρ του αγαπωμένου προσώπου, ως μέριμνα, ως πρόνοια και ως περί αυτού φροντίς . Ο ιερός ούτος φόβος ορίζεται υπό του Θεοφυλάκτου ως επίτασις ευλαβείας λέγοντος «ὁ φόβος ( ὁ ἱερός ) ἐπίτασις ἐστιν εὐλαβείας ὥσπερ καί εὐλάβεια συνεσταλμένος φόβος»· και αύθις «φόβος ἐστίν αἰδώς καί εὐλάβεια καί ἐπιτεταμένη τιμή». Ο Οικουμένιος λέγει περί του φόβου τούτου τα εξής: «Φόβος τελειωτικός δέους μέν ἀπήλλακται, διό καί ἁγνός εἴρηται καί διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος»· και εν τη Αγία Γραφή η λέξη φόβος πολλάκις λαμβάνεται εν τη σημασία της αιδούς και ευλαβείας και δι ' αυτής εκφράζεται ο πόθος προς τελείαν επίγνωσιν και οικείωσιν του θείου. Ο φόβος ο εκ του μίσους είνε φόβος εναγής και εκδηλούται ως αποστροφή και απέχθεια προς τινα, ως αδιαφορία και εχθροπάθεια. Περί του φόβου τούτου ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει: «Τό ἕτερον εἶδος τοῦ φόβου μετά μίσους γίνεται ᾧ δοῦλοι δεσπόταις κέχρηνται χαλεποῖς».
Ο ιερός φόβος είνε ο φόβος ο προς τον Θεόν, ο φόβος ο προς τους γονείς, ο φόβος ο προς τον σύζυγον και ο φόβος προς τους θείους και ανθρώπινους νόμους, και πηγάζει εκ της αγάπης.
Ο εναγής φόβος είνε φόβος κολάσεως. Αυτόν φονούνται οι παραβάται των θείων και ανθρωπίνων νόμων. Ούτος πηγάζει εκ του πονηρού συνειδότος . Η Εκκλησία συνιστά τοις εαυτής τέκνοις τον ιερόν, τον αγνόν και τον άγιον φόβον . Τούτο τον φόβο συνιστά και προς την ερχόμενην εις γάμου συζυγίαν, και υπό νέον ηθικόν νόμον τεθειμένην γυναίκα· ζητεί δε τούτο δια την ευτυχίαν αυτής της γυναικός.
Ο ιερός φόβος απαθής ων ουδέν επαπειλεί το δεινόν . Ο φόβος ούτος ως συναίσθημα ταυτίζεται τη αγάπη ευλάβειαν επί τη ψυχή εμποιών, ίνα μη δια την της αγάπης παρρησίαν εις καταφρόνησιν του ανδρός έλθη, ως λέγει πατήρ τις. Ο ηθικός αγνός φόβος είνε εν εκ των επτά χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, ον η Αγία Γραφή ονομάζει φόβον Θεού. Εν τη Αγία Γραφή η δικαιοσύνη χαρακτηρίζεται ως φόβος Θεού· «ἀνήρ δίκαιος φοβούμενος τόν Κύριον». Ο φόβος του Θεού είνε αρχή σοφίας. Ο θείος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει «Ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου οἷόν τι πρῶτον σπάργανον · καί σοφία τόν φόβον ὑπερβᾶσα καί εἰς ἀγάπην ἀναβιβάσασα Θεοῦ φίλους ἡμᾶς καί υἱούς ἀντιδούλων ἐργάζεται»· και ο Σειράχ λέγει «Στέφανος σοφίας φόβος Κυρίου ἀναθάλλων εἰρήνην και ὑγείαν ἱάσεως» ( κεφ. α΄ 15).
Τον φόβον του Θεού οι άγιοι πατέρες καλούσιν αγάπην προς τον Θεόν · «φόβος Θεοῦ ἀγάπην πρός αὐτόν ἐστιν · ἀγάπη δε σειρά τις, ἦς ἡ μέν τῶν ἀρχῶν ἐξαρτᾶται τῆς τοῦ ἀνθρώπου καρδίας, ἡ δε ἑτέρα ἅπτεται τῆς τοῦ Θεοῦ χειρός ἕλκοντος αὐτόν ἀεί πρός τόν αὐτοῦ φόβον». Και ο Μέγας Βασίλειος λέγει «σωτήριος ὁ φόβος καί Ἁγιασμοῦ ποιητικός ἐστι».
Ο ιερός ούτος φόβος εν τη Αγία Γραφή ταυτίζεται προς την ευλάβειαν και την αγάπην προς τινα . Ούτως εννόησαν και ερμήνευσαν οι ερμηνευταί και μεταφρασταί της Καινής Διαθήκης. Εν τη εν Οξωνίω εκδοθείση ελληνιστί μεταφράσει της Αγίας Γραφής ο εν κεφ. ε΄ 33 στιχ . της προς Εφεσίους επιστολής μετεφράσθη «Πλήν καί σεῖς οἱ καθ' ἕνα, ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ γυναίκα οὕτως ἄς ἀγαπᾷ ὡς ἑαυτόν · ἡ δε γυνή ἄς σέβηται τόν ἄνδρα». Εν τη λατινική μεταφράσει φέρεται ως εξής· «uxor autem videto, ut timeat virum». Το timeo ενταύθα, ως εξάγεται εκ της μεταφράσεως των άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών, έχει την σημασία του ευλαβείσθαι . Εν τη γαλλική μεταφράσει των Παρισίων μεταφράζεται «que la femme respecte son mari». Εν τη ιταλική μεραφράσει «ed altresi la moglie riverisca il marito». Υπό ταύτην την έννοιαν τον στίχον τούτον άπασαι αι ευρωπαϊκαί γλώσσαι μετέφρασαν. Και εν τη αρχαία εβραϊκή γλώσση ο φόβος προς τον Θεόν ερμηνεύεται υπό των ερμηνευτών φόβος εκ σεβασμού, εξ ευλαβείας· ως ο εν τω Λευτικώ ιθ΄ 3 στιχ .: «θέλετε φοβεῖσθαι ἕκαστος τήν μητέρα αὐτοῦ καί τόν πατέρα αὐτοῦ» ερμηνεύεται, θέλετε σέβεσθαι και ευλαβείσθαι · καθώς και ο εν χωρίω Ιησού Ναυή δ΄ 14 στιχ . «καί ἐφοβοῦντο αὐτόν (τόν Ἰησοῦν Ναυῆ) καθώς ἐφοβοῦντο τόν Μωϋσῆν, πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ» ερμηνεύεται υπό των λεξικογράφων του εβραιοελληνικού λεξικού M . N . Ph . Sauder και M. I. Trenel "comme ils avaient respecté Moise". Υπό αυτήν την σημασίαν απαντά και εν άλλοις χωρίοις του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης. Υπό ταύτη τη σημασία εχρήσατο τη λέξει και ο Απόστολος Παύλος, καθ' ου επιτίθενται λίαν αδίκως αι κυρίαι, τας οποίας ούτος εις μεγάλην υψώνει περιωπήν. Ώστε τα αίτια των διαζυγίων ουχί εκ τούτου του φόβου του υπό του Παύλου διδασκομένου προέρχονται, αλλ' αλλαχού δέον να ζητηθώσιν· ίσως ίσως εις την έλλειψιν του ιερού τούτου φόβου.