Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Κυριακή του Θωμά υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Κυριακή του Θωμά υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ



Κυριακή του Θωμά υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
Κυριακή του Θωμά

Yπό
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης
κ. κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Χριστός Ανέστη!  Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!
Οι μαθητές του Κυρίου φοβισμένοι και έντρομοι καταφεύγουν, μετά το θάνατο του Διδασκάλου τους, στο γνωστό και φιλόξενο σπίτι, το Υπερώο της Ιερουσαλήμ, όπου έφαγαν το τελευταίο δείπνο μετά του Ιησού.  Πόρτες και παράθυρα είχαν κλειστεί, για τον φόβο των Ιουδαίων.  Αι Μυροφόρες γυναίκες μαρτύρησαν, ότι είδαν οπτασία αγγέλων μπροστά στο κενό Τάφο και τον ίδιο τον Κύριο τρεις μέρες μετά από το σταυρικό μαρτύριο και θάνατό Του.  Οι καρδιές όλων είναι αναστατωμένες.  Σύγχυση και έντονος φόβος επικρατεί στις ψυχές των Αποστόλων.  Η πρώτη εμφάνιση του Αναστάντος Ιησού, το πρωί της “μιά των Σαββάτων” (Ιωάν. 20:19), προξένησε περισσότερη σύγχυση παρά ποτέ με την αρνητική στάση του Αποστόλου Θωμά να παραδεχθεί, ότι οι άλλοι μαθητές είδαν τον Κύριο.  “Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω” (Ιωάν. 20:25).

Το γεγονός, ότι οι ίδιοι οι Μαθητές και Απόστολοι του Κυρίου δύσπισαν την ανάσταση του Διδασκάλου τους φαίνεται παράδοξο, όμως το κατανοούμε, διότι η πλήρης φώτιση των Αποστόλων πραγματοποιήθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής.  Μέχρι τότε οι καρδιές των ήσαν “βραδείς του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται” (Λουκ. 24:25).
Οκτώ μέρες μετά την πρώτη εμφάνιση του Κυρίου ήσαν πάλι συγκεντρωμένοι οι Μαθητές, “των θυρών κεκλεισμένων”, εμφανίζεται ο αναστάς Ιησούς και τους χαιρετά λέγοντας: “Ειρήνη υμίν” (Ιωάν. 20:26).  Τότε στρέφεται προς τον Θωμά και με πολύ αγάπη τον προσκαλεί νά πλησιάσει και να Τον ψηλαφίσει.  Τον καλεί να εξετάσει με προσοχή τις πληγές Του.  Τον καλεί, να εμβαθύνει στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας μέ το λογικό και τον τρόπο σκέψεως, που θα τον ικανοποιούσε ούτως, ώστε να μη μένει στην απιστία, αλλά να γίνει “πιστός” (Ιωάν. 20:27).
Η καλή απιστία αυτή των Αποστόλων μπορεί να αποδοθεί στη Θεία Οικονομία.  Όχι βεβαία ότι την προκάλεσε ο Θεός, αλλά το ότι την ανέχθηκε και άφησε να εκδηλωθεί για να διαπιστωθεί με χειροπιαστές αποδείξεις η Ανάστασή Του.  Το γεγονός της Ανάστασης επιβλήθηκε στους Μαθητές, αφού προηγουμένους επιβλήθηκε στις αισθήσεις τους με τους πιό θετικούς και πειστικούς τρόπους.  
  
Οι Μαθητές είδαν με τα μάτια τους τον αναστημένο Διδάσκαλό τους. Άκουσαν με τα αυτιά τους την γαλήνια εκείνη φωνή, που τους χάριζε πάντοτε την εσωτερική γαλήνη και ειρήνη. Ψηλάφισαν με τα χέρια τους τις αιματόφορτες πληγές Του.  Αισθάνθηκαν τις πληγές των καρφιών και του λογχισμού της σταύρωσής του.  Κι όλοι με πίστη βαθειά και ιερή συγκίνηση προσκυνούν και αναφωνούν, “Ο Κύριος μας και ο Θεός μας”.
Ο Παντοδύναμος Θεός, ο Αναστάς εκ των νεκρών Ιησούς Χριστός, δεν θέλει κανένα να αφήσει στο σκοτεινό χώρο της αμφιβολίας και της δυσπιστίας.  Θέλει να διασκορπίσει το θείο Φως της Ανάστασής Του στις καρδιές όλων των ανθρώπων και να φωτίσει την πορεία της ζωής μας.  

Σήμερα, στην εποχή του εικοστού πρώτου αιώνα, της τεχνολογικής προόδου, της ανάπτυξης κάθε είδους ιδεολογικής σκέψης και φιλοσοφικών ρευμάτων, και ενώ η ανθρωπότητα βρίσκεται στις θύρες της τρίτης χιλιετηρίδας, επικρατεί μέσα στη ψυχή της η αμφιβολία και η δυσπιστία.  Η ανθρωπότης, φύσει υπολογιστική και θετική, θέλει να βεβαιωθεί, ότι ο εκ της Μαρίας γεννηθείς και σαρκωθείς Θεός Λόγος αναστήθηκε από τους νεκρούς.  Και ο Κύριος δέχεται την εξ αυτοψία πίστη, την πίστη, που διαβεβαιώνεται διά υπερφυσικών θαυμάτων και σημείων.  Δέχεται την αμφιβάλλουσα πίστη, που μετά από εξονυχιστικές έρευνες και βασισμένες στη καλή διάθεση του ερωτώντας ανθρώπου, μεταβάλλεται σε πίστη θερμή, αλλά προ παντός δέχεται και μακαρίζει την πίστη, που εκπηγάζει από την προς Αυτόν αγάπη.  “Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες” (Ιωάν. 20:29).

Και οφείλομε να διαχωρίσουμε την απιστία από την αμφιβολία, διότι η μία διαφέρει πολύ από την άλλη.  Η απιστία αρνείται τα πάντα.  Δεν δέχεται τίποτα το υπερφυσικό.  Κυριαρχείται όχι απλά από πνεύμα αντιλογίας και υπεροψίας, αλλά από άρνηση στην παραδοχή οποιασδήποτε θετικής σκέψης σε θέματα που αφορούν τον Θεό και την πέρα του τάφου αιώνιας ζωής.  Η αμφιβολία, αντίθετα, περιέχει το στοιχείο της πίστεως, που ερωτά και αναζητά κάποια διαβεβαίωση.  Δεν είναι κακοπροαίρετη, αλλά καλοπροαίρετη.  Δεν είναι αρνητική, αλλα ζητά μέσα από την έρευνα, τις ερωτήσεις, τις απορίες να βρεί τον Αναστάντα Χριστό, όπως ακριβώς έκαμε ο Απόστολος Θωμάς.
Η απιστία, όταν καταντά υπερήφανη και μοχθηρά, δεν μεταπείθεται από τίποτε.  Καμία δύναμη, καμία απόδειξη, κανένα στοιχείο δεν μπορεί να προσκομισθεί για να πείσει τον άπιστο.  Ακολουθεί την αρχή, «ου με πείσεις, καν με πείσεις». Κακοπιστεί και φλυαρεί, όπως ακριβώς έκαμαν τότε οι αρχιερείς και οι γραμματείς του Ιουδαϊκού Λαού, οι οποίοι και θαύματα είδαν, και τον επί του Σταυρού θάνατο του Ιησού, ως και τον κενό Τάφο Του διαπίστωσαν και, παρ’ όλα αυτά, έμειναν στην απιστία.

Η πίστη των απλών και αγνών ανθρώπων, που εκπηγάζει από την εξ αποκαλύψεως Διδασκαλία του Ιερού Ευαγγελίου, καθοδηγεί τον άνθρωπο στην τήρηση των θείων Εντολών και στην υποταγή του στο θείο θέλημα.  Η ορθή πίστη δεν φοβάται την έρευνα.  Δεν θέλει τυφλή πίστη, που επιβάλλεται με την βία.  Ο Χριστός θέλει όλοι οι άνθρωποι να γνωρίσουν την αλήθεια της θεογνωσίας ελεύθερα και με προσωπική επίγνωση.  Η πίστη στο Χριστό είναι πίστη στην Αλήθεια, γιατί Εκείνος είναι η Πηγή κάθε αλήθειας. Ο Χριστός είναι η Αυτό-αλήθεια, που Αυτό-αποκαλύφθηκε στον κόσμο για να προσφέρει την αληθινή Ζωή σ’ όσους θα πιστέψουν στο όνομά Του, διότι ο Ίδιος είναι η Αυτο-Ζωή.

Δυστυχώς, όμως, και σήμερα ο Αναστάς Ιησούς Χριστός είναι το “σημείον αντιλεγόμενον” για τους πολλούς και σ’ όλους τους τομείς της επιστημονικής έρευνας. Μέσα στο εικοστό πρώτο αιώνα δεν  έπαυσαν να ξεσηκώνονται θανάσιμοι εχθροί κατά του Χριστού, της Εκκλησίας και των μελών της, οι οποίοι πολεμούν μ’ όλα τα μέσα την Αλήθεια.  Δεν έπαυσαν να κογχλάζουν οι ποταμοί των διωγμών και να συγκαλλούνται συνέδρια, που επιδιώκουν την φθορά και την καταστροφή της Εκκλησίας.  Μέσα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες, οι εχθροί του αναστάντος Χριστού προσπαθούν με κάθε τρόπο να καταπολεμήσουν την Αλήθεια της Ανάστασης, του θείου Φωτός που βγαίνει από τον Πανάγιο Τάφο, ή να σπείρουν κακόβουλες αμφιβολίες για τον πραγματικό Τάφο του Κυρίου και τόσα άλλα.
Αλλά όλοι εκείνοι, που πιστεύουν στον Αναστάντα Χριστό, τον Θεό μας, ας μην επηρεαζόμαστε από τα κακόφωνα αυτά μηνύματα της απιστίας. Καμία δύναμη δεν μπορεί να βλάψει την ορθή πίστη στο Χριστό.  Ας μη ξεχνάμε τι είπε ο Κύριος στον Απόστολο Παύλο στον δρόμο προς την Δαμασκό, «σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν».  

Εμείς ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που έχομε ακλόνητη την πίστη μας προς τον Αναστάντα Χριστό, οφείλομε να υψώνουμε το ανάστημά μας κατά της αμαρτίας της απιστίας και να αποδεικνύουμε με έργα αγάπης την ορθότητα της πίστεως μας.  Ας υψώνουμε την φωνή της ορθόδοξης ομολογίας μας εναντίον κάθε κακόφωνης παραχάραξης της αλήθειας.  Ας αναφωνήσουμε με πίστη βαθειά τα λόγια της ομολογίας του Απόστολου Θωμά, “Ο Κύριος μου και ο Θεός μου”, ώστε να ακουστεί απ’ όλους όσοι μας περιτριγυρίζουν.  

Ο Κύριος μας αληθινά αναστήθηκε και αποτελεί πλέον την Πηγή της Ζωής και το Φως του κόσμου, η Αλήθεια και η Οδός της ζωής μας, η παρηγοριά και η ελπίδα της ύπαρξης μας.  
  
Χριστός Ανέστη!  Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ



ΝΙΚΟΛΑΟΥ  I.  ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Θεολόγου – Φιλολόγου
ΑΘΗΝΑΙ 2003
ΤΟ  ΑΓΙΟΝ  ΠΝΕΥΜΑ
Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότης Ο  ΣΤΑΥΡΟΣ,
Ζωοδ. Πηγής 44, 106 81 Αθήναι, τηλ. 2103805539 
 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
Ευχαριστίες στον ακούραστο εργάτη του Ευαγγελίου, τον κ.Νικόλαο Σωτηρόπουλο για την ευγενή παραχώρηση του βιβλίου προς δημοσίευση στο διαδίκτυο. Όποιος το διαβάσει  ας ευχηθεί υπέρ του δούλου του Θεού ΝΙΚΟΛΑΟΥ.  Ευχαριστίες και στον κ.Ευάγγελο Καραμπάτση για την  ηλεκτρονική σάρωση του βιβλίου.
 
 
    Το μεγαλύτερο δόγμα του Χριστιανι­σμού, η μεγαλύτερη αλήθεια της Πίστεως, είνε ο Θεός μας. Η έννοια του Θεού μας είνε τόσο παράδοξη, τόσο μυ­στηριώδης, ώστε τέτοια έννοια ήταν αδύνατο να έλθη στη διάνοια του ανθρώπου. Η έννοια του Θεού μας είνε αδιανόητη και ανεπινόητη. Ο Θεός ως ένα ον κανονικώς έπρεπε να εννοήται ως ένα πρόσωπο. Δώ­δεκα Θεοί του Ολύμπου, ψεύτικοι βεβαί­ως Θεοί, εννοούνταν ως δώδεκα πρόσω­πα. Αλλ’ ο ένας Θεός του Χριστιανισμού, ο αληθινός Θεός, δεν εννοείται ως ένα πρόσωπο, αλλ’ ως τρία πρόσωπα, ως τρεις ύψιστες προσωπικότητες. Ο τριαδικός Θεός, αυτό είνε το παράδοξο των παρα­δόξων, αυτό είνε το μυστήριο των μυστη­ρίων, που δεν ήταν δυνατό να έλθη στη διάνοια του ανθρώπου.
Υπάρχει η έννοια του τριαδικού Θεού, η αδιανόητη και ανεπινόητη ανθρωπίνως, διότι υπάρχει πραγματικώς ο τριαδικός Θεός και φανέρωσε τον εαυτό του στους ανθρώπους. Άξιο παρατηρήσεως, ότι σ’ όλες τις αρχαίες μεγάλες Θρησκείες και Θεολογίες υπάρχει η έννοια της τριάδος. Το Αιγυπτιακό Πάνθεο είνε γεμάτο από τριάδες. Και διερωτάται κανείς: Πως στις αρχαίες μεγάλες Θρησκείες και Θεολο­γίες υπάρχει η έννοια της τριάδος; Η απάντησι στο σπουδαίο τούτο ερώτημα είνε: Από την αρχή, από τότε που δημιουργήθηκαν, οι άνθρωποι γνώρισαν το Θεό, το Δημιουργό τους, ως τριαδικό. Και από τότε, από την αφετηρία της, η ανθρωπότης διατήρησε ανάμνησι της τριαδικότητος του Θεού. Αλλ’ όσο παρέρχονταν οι αιώνες, όσο απομακρυνόταν η ανθρωπότης από την αφετηρία της, η έννοια της τριάδος αλλοιωνόταν, εξασθενούσε, έχα­νε την αρχική της σαφήνεια και λάμψι, συ­σκοτιζόταν, γινόταν όλο αμυδρότερη. Έξω δε από τη θεόπνευστη Γραφή, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, η έννοια της τριάδος εν συγκρίσει προς τις άλλες Θρησκείες διασώθηκε καθαρώτερη στην Ινδική Θρησκεία, όπου ο Βράχμα, ο Βισνού και ο Σίβα εννοούνται ως τρία πρόσω­πα, αλλ’ ως ένας Θεός. Αλλά μέσα στη Γραφή και στη Θρησκεία μας η αλήθεια του τριαδικού Θεού είνε ολοκάθαρη, λάμ­πει ηλίου φαεινότερον, διότι η Γραφή είνε θεόπνευστη και η Θρησκεία μας είνε εξ αποκαλύψεως. Κατά τη Γραφή και τη Θρη­σκεία μας ο Θεός είνε Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, τρία δηλαδή πρόσωπα η υποστάσεις, αλλά μία ουσία η θεότης.
Για να λάβωμε κάποια αμυδρή ιδέα του υψίστου μυστηρίου, του τριαδικού Θεού, ας αποβλέψωμε στον ήλιο, αυτόν τον μεγαλειώδη και τα μέγιστα ευεργετικόν αστέρα. Δεν αστοχούμε εάν πούμε, ότι ο φυσικός ήλιος είνε μία εικών του νοη­τού ήλιου, του Θεού μας. Στο φυσικό ήλιο υπάρχουν τρία πράγματα: Ο λαμπρός δί­σκος, που θαυμάζουμε ιδίως κατά την ανατολή και τη δύσι του· το φως, που γεννάται αμέσως από το δίσκο. και η θερμότης, που εκπορεύεται αμέσως από το δίσκο. Ήλιος είνε ο δίσκος, ήλιος είνε το φως, ήλιος είνε η θερμότης. Αλλ’ αυτά τα τρία δεν είνε τρεις ήλιοι, είνε ένας ήλιος, διότι και τα τρία στηρίζονται σε μία μάζα η ουσία, υλική ουσία. Έτσι Θεός είνε ο Πατήρ· Θεός είνε ο Υιός, που γεννάται αμέσως από τον Πατέρα· Θεός είνε και το Άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται αμέσως από τον Πατέρα. Αλλ’ αυτά τα τρία πρόσωπα δεν είνε τρεις Θεοί, είνε ένας Θεός, διότι και τα τρία πρόσωπα έχουν μία και την αυτή ουσία, Πνευματική ουσία είνε ομοούσια. Επειδή δε και τα τρία πρόσωπα έχουν μία και την αυτή ουσία, γι’ αυτό δεν είνε καν­ένα ανώτερο και κανένα κατώτερο από το άλλο, αλλά και τα τρία είνε ίσα και ισότιμα.
 
ΠΙΣΤΙΣ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΙΑ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ 
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ανέκαθεν πιστεύει και δο­ξάζει τριαδικό Θεό. Κατά τον αρχαιότατο εκκλησιαστικό ύμνο Φως ιλαρόν οι πιστοί υμνούν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν.
Κατά τον 4ον αιώνα εμφανίσθηκαν αιρε­τικοί, οι οποίοι δεν παραδέχονταν τον τριαδικό Θεό. Είνε οι Αρειανοί και οι ακολουθήσαντες αυτούς Μακεδονιανοί. Εξ αιτίας δε των αιρετικών αυτών συνεκλήθη η Α' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία κατωχύρωσε και διακήρυξε τη θεότητα του Υιού, και η Β' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία καταχώρησε και διακήρυξε τη θεό­τητα του Αγίου Πνεύματος. Αυτές δε οι δύο Σύνοδοι συνέταξαν το Σύμβολο της Πίστεως.
Σήμερα Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικι­σμός και σχεδόν ολόκληρος ο Προτεσταν­τισμός ομολογεί πίστι στον τριαδικό Θεό.
 
ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ 
Ως προς το Άγιο Πνεύμα ειδικώς, στο οποίον αφιερώνεται το παρόν Ημερο­λόγιο, οι Αρειανοί, οι Μακεδονιανοί, ολί­γοι Προτεστάντες και οι λεγόμενοι Μάρ­τυρες του Ιεχωβά αρνούνται τη θεότητά του και διδάσκουν, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε απλώς δύναμις, η ενεργός δύναμι του Ιεχωβά, όπως εκφράζονται οι ψευδο- Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Αλλά και μερικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επειδή στερούνται κατηχήσεως και στοι­χειώδους θεολογικής γνώσεως, δεν έχουν συνειδητοποιήσει, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός, και μάλλον θεω­ρούν το Άγιο Πνεύμα απλώς ως δύναμι!
Στο παρόν Ημερολόγιο επί τη βάσει χω­ρίων της Αγίας Γραφής αποδεικνύεται, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός, γίνεται δε λόγος και για το έργο του Αγί­ου Πνεύματος στην Εκκλησία.
ΕΠΕΙΔΗ το Άγιο Πνεύμα έχει δύναμι, μάλιστα παντοδυναμία γι’ αυτό σε (ορι­σμένα χωρία, όπως π. Χ. Πράξ. 2:4 (επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου), 6:3 (πλήρεις Πνεύματος Αγίου), το Άγιο Πνεύμα σημαίνει πραγματικώς δύναμι, χάρι, χαρίσματα. Ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του: Λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς (Πράξ. 1:8). Θα λάβετε, δύναμι, όταν θα έλθη το Άγιο Πνεύμα σε σάς.
Ναι, το Άγιο Πνεύμα σημαίνει δύναμι, αλλά τούτο δεν αποκλείει, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Ρητώς ο Πατήρ και ο Υιός λέγονται δύναμις (Ματθ. 26:64, Α' Κορ. 1:24), και όμως είνε πρόσωπα. Και άγγελοι ονομάζονται δυνάμεις (Ρωμ. 8:38, Α' Πέτρ. 3:22), αλλ’ είνε πρόσωπα. Και για το Σίμωνα το μάγο, ενώ ήταν πρόσωπο, άνθρωπος, οι κατάπληκτοι από τις μαγείες του έλεγαν: Ούτος έστιν η δύναμις του Θεού η μεγάλη (Πράξ. 8:10).
Και εμείς σήμερα για πρόσωπο, που έχει σπουδαία ικανότητα και αξία, λέγουμε, ότι είνε κεφάλαιο, ότι είνε δύναμις.
Θ’ αποδειχθή στη συνέχεια, ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είνε απλώς δύναμις, αλλά πρόσωπο, και μάλιστα πρόσωπο της Θεότητος, ο ένας της Τριάδος.
Προς ανατροπήν της αιρετικής γνώμης, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε δύναμις, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο, όπως π. Χ. Είνε ο άνεμος ή ο ηλεκτρισμός, αναφέ- ρουμε εδώ τρία χωρία, στα οποία γίνεται λόγος και για δύναμι και για το Άγιο Πνεύμα.
Υμείς οίδατε. . . Ιησούν το από Ναζα­ρέτ, ως έχρισεν αυτόν ο Θεός Πνεύματι Αγίω και δυνάμει (Πράξ. 10: 37-38).
Κατά το λόγο τούτο του αποστόλου Πέ­τρου ο Θεός έχρισε τον Ιησού ως άνθρω­πο, με Πνεύμα Άγιον και με δύναμιν. Συνεπώς το Άγιο Πνεύμα και η δύναμις δεν ταυτίζονται, αλλ’ άλλο είνε το Άγιο Πνεύμα και άλλο είνε η δύναμις.
Ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως (Α' Κορ. 2:4). Το ευαγγέλιον ημών
ουκ εγενήθη εις υμάς εν λόγω μόνον, αλλά και εν δυνάμει και εν Πνεύματι Αγίω (Α' Θεσ. 1:5).
Με τους λόγους τούτους ο απόστολος Παύλος κάνει διάκρισι του Αγίου Πνεύμα­τος από τη δύναμι.
- Το Άγιο Πνεύμα έχει δύναμι, αλλά δεν είνε δύναμις.
Το Πνεύμα έστιν η αλήθεια (Α' Ιωάν. 5:6).
Με το λόγο τούτο ο απόστολος Ιωάννης δεν λέγει ότι το Πνεύμα είνε η δύναμις, όπως λέγουν οι Πνευματομάχοι, αλλά λέ­γει, ότι το Πνεύμα είνε η αλήθεια, όπως αλλού λέγει ο Χριστός για τον εαυτό του (Ιωάν. 14:6).

ΤΟ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΚΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΝ
Πρόσωπο η προσωπικότης λέγεται το ον, που έχει λογικό και γνώσι, συναί­σθημα, βούλησι ή θέλησι και εγώ, αυτοσυνειδησία δηλαδή η συνείδησι της υπάρξεώς του. Το δε Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται στη Γραφή με όλο τα γνωρίσματα του προ­σώπου.
Ως προς το λογικό, στο Πράξ. 15: 28 δια­βάζουμε για την απόφασι της Αποστολικής Συνόδου: Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν, τουτέστι, φάνηκε εύλογο στο Άγιο Πνεύμα και σε μας, ή, αποφά­σισε το Άγιο Πνεύμα και εμείς. Τα πρό­σωπα κρίνουν τούτο ή εκείνο εύλογο και αποφασίζουν, τα πράγματα, όπως ο ηλεκτρισμός, δεν έχουν κρίσι, διότι δεν έχουν λογική. Άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσω­πο, και μάλιστα ύψιστο πρόσωπο. Κανονικώς αναμενόταν να λεχθή Έδοξε τω Κυρίω, αλλ’ ελέχθη Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι, διότι το Άγιο Πνεύμα είνε Κύ­ριος, Θεός.
Ως προς τη γνώσι, στο Α' Κορ. 2:10-11 περιέχεται: Το Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού. . . Τα του Θεού ουδείς οίδεν, ει μη το Πνεύμα του Θεού. Το ερευνά και το οίδε σημαίνει γνωρί­ζει. Το Άγιο Πνεύμα γνωρίζει το πάντα, και τα βάθη του Θεού Πατρός. Άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο, και μάλιστα πρόσωπο της Θεότητος, αφού γνωρίζει τα πάντα, αφού είνε παντογνώστης.
Ως προς το συναίσθημα, στο Εφεσ. 4:30 γράφεται: Μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού. Τα πρόσωπα λυπούνται, όχι τα πράγματα. Και αφού εξ αιτίας των αμαρτιών μας το Πνεύμα το Άγιον λυπείται, είνε πρόσωπο, και μάλιστα θείο πρόσωπο. Κανονικώς αναμενόταν να λεχθή Μη λυπείτε τον Θεόν, αλλ’ ελέχθη Μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον, διότι το Πνεύμα το Άγιο είνε Θεός.
Ως προς τη βούλησι ή θέλησι, στο Α' Κορ. 12:11 διαβάζουμε: Πάντα ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαι­ρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται. Όλα δηλαδή τα χαρίσματα ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα. Και τα διανέμει ιδιαιτέ­ρως στον καθένα όπως αυτό θέλει. Αλλ’ αφού το Πνεύμα ενεργεί όλα τα χαρίσμα­τα, και μάλιστα τα διανέμει όπως αυτό θέ­λει, άρα είνε πρόσωπο, και μάλιστα Θεός.
Ως προς το εγώ, την αυτοσυνειδησία δηλαδή, στο Πράξ. 10:19-20 γράφεται: Είπεν αυτώ (τω Πέτρω) το Πνεύμα. Ιδού άνδρες τρεις ζητουσί σε. . . Εγώ απέσταλκα αυτούς. Αλλ’ αφού το Πνεύμα έχει εγώ, συνείδησι της υπάρξεώς του, άρα είνε πρόσωπο. Και επειδή είνε πρόσωπο, γι’ αυτό και ωμίλησε στον Πέτρο, και απέστειλε προς αυτόν τους τρεις άνδρες. Και απέστειλεν αυτούς, αφού έδωσεν εντολή δια μέσου αγγέλου στον Κορνήλιο (Πράξ. 10:1-8). Άρα το Πνεύμα, πρόσωπο ανώτερο των αγγέλων, είνε πρόσωπο της Θεότητος.
Το Πνεύμα το Άγιο είνε πρόσωπο, διότι ακούει, λαλεί, αναγγέλει (Ιωάν. 16:13), λέγει (Πράξ. 21:11), προλέγει (Πράξ. 1:16), διδάσκει και υπομιμνήσκει (Ιωάν. 14:26), μαρτυρεί (Ιωάν. 15:26), συμ­μαρτυρεί τω πνεύματι ημών (Ρωμ. 8:16), προμαρτύρεται (Α' Πέτρ. 1:11), διαμαρ­τύρεται (Πράξ. 20:23), επιποθεί προς φθόνον (Ιακ. 4:5), ήτοι ως νυμφίος των ψυχών υπεραγαπά ζηλοτύπως, προσκαλεί αποστόλους (Πράξ. 13:2), θέτει επι­σκόπους (Πράξ. 20:28) κ. α. Πολλές δε από τις ιδιότητες και τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος δεν αποδεικνύουν μόνο την προσωπικότητα του Αγίου Πνεύμα­τος, αλλά και τη θεότητά του.
Ο Χριστός ειπε: Εγώ ερωτήσω τον Πα­τέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν. . . Και εν υμίν έσται (Ιωάν. 14:16-17). Ένας Παράκλητος είνε ο Χριστός (βλέπε και Α' Ιωάν. 2:1), το δε Άγιο Πνεύμα είνε άλλος Παράκλητος. Αφού δε ο Χριστός πα­ραβάλλει το Άγιο Πνεύμα προς τον εαυτό του, άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Και αφού επίσης ο Χριστός αποδίδει στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος τη δυνα­τότητα να κατοική εντός όλων των πιστών, όπως κατά το Ιωάν. 14:23 δύναται να κατοική ο Πατήρ και ο Υιός, άρα το Άγιο Πνεύμα είνε Θεός.
Ο Χριστός έδωσε εντολή να βαπτίζωνται οι άνθρωποι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. 28:19). Κατά τη Γ ραφή ουδέποτε γί­νεται κάτι εις το όνομα (ή εν τω ονόματι) δυνάμεως ή πράγματος γενικώς, αλλά πάντοτε εις το όνομα (ή εν τω ονόματι) προσώπου. Αφού δε η βάπτισις γίνεται εις το όνομα. . . Και του Αγίου Πνεύματος, άρα και το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Ότι δε το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο, τούτο φαίνεται και από το ότι τί­θεται παραλλήλως και συμπαρατίθεται με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού. Επί­σης πρέπει να παρατηρηθή, ότι το βαπτίζομαι εις το όνομα του Αγίου Πνεύματος σημαίνει, παραδίδομαι και ανήκω πλέον στο Άγιο Πνεύμα και είμαι ιδιοκτησία του. Αλλ’ αυτή η έννοια ευσταθεί, αν το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός. Τέ­λος πρέπει να παρατηρηθή και τούτο, ότι το παρόν χωρίο για τη βάπτισι Ματθ. 28:19, χωρίο κλασσικό, δεικνύει την τριάδα των θείων προσώπων, αλλά και τη μονάδα της ουσίας των, διότι λέγει εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύ­ματος, δεν λέγει εις τα ονόματα. Οι Τρεις είνε ένα όνομα, τουτέστι μία φύσις, ουσία, μία θεότης.
Στο Σύμβολο της Πίστεως η Β' Οικουμε­νική Σύνοδος, η οποία συνέταξε τα τε­λευταία άρθρα του Συμβόλου, για τον τρό­πο της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος μας έδωσε την διατύπωσι το εκ του Πα­τρός εκπορευόμενον. Ο Πατήρ υπάρχει αγεννήτως. Ο Υιός υπάρχει με τον τρόπο της γεννήσεως από τον Πατέρα προ πάν­των των αιώνων. Και το Άγιο Πνεύμα υπάρχει με τον τρόπο της εκπορεύσεως από τον Πατέρα επίσης προ πάντων των αιώνων.
Όπως δε η γέννησις του Υιού από τον Πατέρα είνε δίδαγμα της Αγίας Γραφής, έτσι και η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύμα­τος από τον Πατέρα. Ο Χριστός είπε στους μαθητάς του: Όταν έλθη ο Παρά­κλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πα­τρός, το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού (Ιωάν. 15:26). Επειδή ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα, γι’ αυτό είνε της αυτής φύσεως με τον Πατέρα, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού γεννώμενος. Ομοίως δε, επειδή το Άγιο Πνεύμα εκ­πορεύεται από τον Πατέρα, γι’ αυτό είνε της αυτής φύσεως με τον Πατέρα, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού εκπορευόμε­νος.
Τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος δει­κνύει και η ονομασία το Πνεύμα της αληθείας. Αυτή η ονομασία, όπου η γενική της αληθείας είνε της ιδιότητος, σημαί­νει το αληθινό Πνεύμα. Είνε δε ο Παρά­κλητος το αληθινό Πνεύμα εν συγκρίσει προς τα αγγελικά και τα ανθρώπινα πνεύ­ματα, τα οποία κατά τινά τρόπο είνε ψεύ­τικα πνεύματα, διότι είνε κτιστά και κατώ­τερα, και, αν τα εγκατέλειπε ο Θεός, θα επανέρχονταν στην ανυπαρξία.
Η διατύπωσις το εκ του Πατρός εκπορευόμενον είνε σύμφωνη προς το λόγο του Χριστού, που παραθέσαμε. Ο Χριστός είπε, ότι αυτός θα στείλη τον Παράκλητο, αλλά πρόσθεσε παρά του Πατρός. Γιατί; Διότι παρά του Πατρός εκπορεύεται. Ο Πατήρ είνε η αρχή στη Θεότητα· γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, όπως ο ήλιος γεννά το φως και εκπορεύει τη θερμότητα. Απαγόρευσαν δε οι Πατέρες να επιφέρη κανείς μεταβολή στο Σύμβολο της Πίστεως. Εν τούτοις ο Πάπας, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ανώτερο των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συ­νόδων, μάλλον δε ανώτερο και του Χρι­στού, πρόσθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Αλλ’ αυτό είνε αίρεσις, πολύ μεγάλη αίρεσις- αυτό εισάγει δυαρχία στη Θεότητα- αυτό κατά λογική συνέπεια οδηγεί σε διθεΐα!
Είθε το Άγιο Πνεύμα να φωτίση τον Πά­πα και όλους τους αιρετικούς, ο δε Πάπας και οι αιρετικοί να δεχθούν το φωτισμό, να μετανοήσουν, ν’ αποβάλουν τις αιρέσεις των, και έτσι να γίνη η πολυπόθητη Ένωσις, Ένωσις αληθινή, και όχι Ψευδοένωσις που επιχειρούν οι Οικουμενισταί.
 
ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΗΣ
Στο Πράξ. 5:3-4 διαβάζουμε: Ανανία, διατί εκπλήρωσεν ο Σατανάς την καρδίαν σου ψεύσασθαί σε το Πνεύμα το Άγιον. . . ; Ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεώ. Μεταφράζουμε: Ανανία, γιατί κυ­ρίευσε ο Σατανάς την καρδιά σου, ώστε να ειπής ψέμα στο Άγιο Πνεύμα. . . ; Δεν είπες ψέμα σ’ ανθρώπους, αλλά στο Θεό. Ψεύ­δεται κανείς σε πρόσωπο, όχι σε δύναμι, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο. Το Άγιο Πνεύμα, στο οποίον ο Ανανίας είπε ψέμα, είνε πρόσωπο, και μάλιστα ασυγκρίτως ανώτερο από τους ανθρώπους, είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία, όπως είνε και ο Πατήρ και ο Υιός.
Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; Ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός· ο γαρ ναός του Θεού άγιος έστιν, οίτινες έστε υμείς (Α' Κορ. 3:16-17). Με­ταφράζουμε: Δεν ξέρετε, ότι είσθε ναός (κατοικητήριο) του Θεού, και συνεπώς το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σε σάς; Εάν κά­ποιος καταστρέφη το ναό του Θεού, θα καταστρέψη αυτόν ο Θεός. Διότι ο ναός του Θεού είνε άγιος, και ο ναός αυτός είσθε σεις. Η φράσις ναός Θεού ση­μαίνει κατοικητήριο Θεού. Θεός δε εδώ, ο οποίος έχει τους πιστούς ως κατοικητήριο, είνε το Πνεύμα, το οποίον οικεί, κατοικεί, στους πιστούς. Το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα του Πατρός, είνε και αυτό Θεός, είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία, όπως και ο Χριστός είνε ο Υιός του Θεού (Πατρός) και συγχρόνως είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία.
Κατά το Εφεσ. 2:22 οι πιστοί είνε κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι, ο Θεός δηλαδή κατοικεί στους πιστούς με την κατοίκησι του Πνεύματος. Άρα το Πνεύμα είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία.


ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΟΜΙΛΕΙ ΩΣ ΓΙΑΧΒΕ
Και ην αυτώ (τω Συμεών) κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν ή ιδή τον Χρι­στόν Κυρίου. . . Και αυτός εδέξατο αυτόν (τον Χριστόν) εις τας αγκάλας αυτού και ευλόγησε τον Θεόν και είπε· Νυν απολύεις τον δουλόν σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου (Λουκ. 2:26-30). Με­ταφράζουμε: Και είχε σ’ αυτόν (τον Συ­μεών) αποκαλυφθή από το Πνεύμα το Άγιο, ότι δεν θα έβλεπε θάνατο προτού ιδή τον Χριστό του Κυρίου. . . Τότε αυτός τον πήρε (τον Χριστό) στην αγκαλιά του και δόξασε το Θεό και είπε: Τώρα, Δέσπο­τα, απολύεις τον δούλο σου ευτυχισμένο συμφώνως προς τον λόγο σου, διότι τα μά­τια μου είδαν τον σωτήρα. Ότι ο Συμεών δεν θα έβλεπε θάνατο προτού ιδή τον Χρι­στό, τούτο ήταν χρηματισμός, αποκαλυπτικός δηλαδή λόγος, του Πνεύματος του Αγίου. Συνεπώς το Άγιο Πνεύμα είνε ο Θεός και Δεσπότης, τον οποίο δό­ξασε ο Συμεών, διότι συνέβη κατά το ρήμα αυτού, διότι δηλαδή πραγματοποι­ήθηκε ο αποκαλυπτικός λόγος του.
Γιαχβέ είνε το προσωπικό όνομα του αληθινού Θεού στην Παλαιά Διαθήκη στα εβραϊκά. Παραθέτουμε δύο χωρία της Πα­λαιάς Διαθήκης, στα οποία το Άγιο Πνεύμα ομιλεί ως Γιαχβέ, ως αληθινός Θεός.
Σήμερον, εάν της φωνής αυτού ακούσητε, μη σκληρύνητε τας καρδίας υμών ως εν τω παραπικρασμώ κατά την ημέραν του πειρασμού εν τη ερήμω, ου επείρασάν με οι πατέρες υμών, εδοκίμασάν με και είδον τα έργα μου. Τεσσαράκοντα έτη προσώχθισα τη γενεά εκείνη και είπα· Αεί πλανώνται τη καρδία, αυτοί δε ουκ έγνωσαν τας οδούς μου, ως ώμοσα εν τη οργή μου, ει εισελεύσονται εις την κατάπαυσίν μου (Ψαλμ. 94:8-11). Μεταφράζουμε: Σήμερα, όταν ακούσετε τη φωνή αυτού, να μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως κατά την ανταρσία, κατά το χρόνο της προκλήσεως στην έρημο, όπου με προκάλεσαν οι πατέρες σας, με έθεσαν σε δοκιμασία, και είδαν τα έργα μου επί σαράντα έτη. Γι’ αυτό ωργίσθηκα κατά της γενεάς εκείνης και είπα: Πάντοτε εκτρέπονται από το δρόμο με τη θέλησί τους· ναι, αυτοί δεν αγάπησαν το δρόμο μου. Γι’ αυτό στην οργή μου ωρκίστηκα: Δεν θα εισέλθουν στον τόπο μου της αναπαύσεως.  
Το χωρίο τούτο είνε παράδοξο και κατα­πληκτικό. Σ’ αυτό ένα θείο πρόσωπο ομι­λεί στην αρχή για άλλο θείο πρόσωπο, και στη συνέχεια ομιλεί για τον εαυτό του. Και για μεν το άλλο θείο πρόσωπο ομιλεί σε γ' πρόσωπο και χρησιμοποιεί την αντωνυμία αυτού, για δε τον εαυτό του ομιλεί σε α' πρόσωπο και λέγει επείρασάν με, εδοκίμασά με, τα έργα μου, προσώχθισα, είπα, τας οδούς μου, ώμοσα, τη οργή μου, την κατάπαυσίν μου. Αλλά ποιο πρόσωπο ομιλεί στο χωρίο; Κατά τη μαρτυρία του Αποστόλου στο Εβρ. 3:7 ομιλεί το Άγιο Πνεύμα. Και από τα λόγια, που λέγει για τον εαυτό του, είνε ολοφάνερο, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε Γιαχβέ, αληθινός Θεός. Με την αντωνυμία δε αυτού στην αρχή του χωρίου το Άγιο Πνεύμα διακρίνει τον εαυτό του από τον Θεό Πατέρα. Συντόμως η έννοια του χω­ρίου είνε: Σήμερα, κατά τη μεσσιακή εποχή, όταν ακούσετε τη φωνή αυτού, του Θεού Πατρός, ομιλούντος δια μέσου του Υιού, μη πράξατε όσα ασεβή έπραξαν οι πατέρες σ’ εμένα το Πνεύμα το Άγιο, και ωργίσθηκα και τους τιμώρησα.
Άξιο παρατηρήσεως, ότι κατά το παρόν χωρίο οι Εβραίοι επείρασαν το Πνεύμα το Άγιο, κατά το Α' Κορ. 10:9 επείρασαν τον Χριστό, και κατ’ άλλα χωρία, όπως Ψαλμ. 77 (78):41,56, επείρασαν τον Θεό. Και τους Τρεις επείρασαν οι Εβραίοι, διότι οι Τρεις είνε μία ουσία η Θεότης.
Και ήλθε επ’ εμέ Πνεύμα και έστησε με επί τους πόδας μου και ελάλησε προς με και ειπέ μοι. Είσελθε και εγκλείσθητι εν μέσω του οίκου σου. Και συ, υιέ ανθρώπου, ιδού δέδονται επί σε δεσμοί, και δήσουσί σε εν αυτοίς, και ου μη εξέλθης εκ μέσου αυτών. Και την γλώσσαν σου συνδήσω και αποκωφωθήση και ουκ έση αυτοίς εις άνδρα ελέγχοντα, διότι οίκος παραπικραίνων εστί. Και εν τω λαλείν με προς σε ανοίξω το στόμα σου και ερείς προς αυτούς- Τάδε λέγει Κύριος. . . (Ιεζ. 3: 24-27).
Το Πνεύμα ομιλεί στον προφήτη, λέγει ότι θα τον δέσουν (πρβλ. Πράξ. 21:11), ότι θα τον καταστήση άλαλο, και ότι πάλι θα λαλήση προς αυτόν και θα του άνοιξη το στόμα για να κηρύξη λέγοντας: Τάδε λέγει Κύριος. . . Το Πνεύμα θα λαλή, και ο προ­φήτης, μεταδίδοντας τους λόγους του Πνεύματος, θα διακηρύττη: Τάδε λέγει Κύριος. . . Άρα το Πνεύμα είνε Κύριος, στα εβραϊκά Γιαχβέ, αληθινός Θεός.
 
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ
Και είπε Κύριος. . . Δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν. . . Εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πάσης της γης (Γεν. 11:6-9).
Το β' πρόσωπο δεύτε (=έλθετε) αποκλείει να είνε οι πληθυντικοί της μεγαλοπρεπείας· είνε μυστηριώδεις πληθυντικοί αναφερόμενοι στο μυστήριο των προσώ­πων της Θεότητος, όπως οι πληθυντικοί ποιήσωμεν και ημών στα χωρία Γεν. 1:26 και 3:22 αντιστοίχως. Το δεύτε (=έλθετε) φανερώνει, ότι ο Θεός Πατήρ απευθύνεται σε περισσότερα του ενός πρόσωπα για να κατεβούν και να επιφέ­ρουν σύγχυσι στη γλώσσα των οικοδόμων του πύργου της Βαβέλ. Συμφώνως προς πλήθος χωρία της Γραφής αναφερόμενα σε τρία πρόσωπα, Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα, στο υπ’ όψιν χωρίο το ένα πρό­σωπο, ο Θεός Πατήρ, απευθύνεται προς δύο πρόσωπα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.
Και τα τρία δε πρόσωπα, που επέφεραν μαζί τη σύγχυσι στη γλώσσα των ανθρώπων, ονομάζονται με το όνομα Κύριος, στα εβραϊκά Γιαχβέ, όπως φαίνεται από τη φράσι Εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πό­σης της γης. Κύριος λοιπόν, Γιαχβέ, αληθινός Θεός, είνε και το Άγιο Πνεύμα.
Ώφθη δε αυτώ (τω Αβραάμ) ο Θεός (ο Γιαχβέ κατά το Εβραϊκό κείμενο) προς τη δρυί τη Μαμβρή. . . Αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς αυτού είδε, και ιδού τρεις άν­δρες. . . Και ιδών προσέδραμεν εις συνάντησιν αυτοίς. . . Και προσεκύνησεν επί την γην και είπε. Κύριε, ει άρα εύρον χάριν εναντίον σου, μη παρέλθης τον παίδα σου. Ληφθήτω δη ύδωρ, και νιψάτωσαν τους πόδας υμών, και καταψύξατε υπό το δένδρον και λήψομαι άρτον, και φάγεσθε, και μετά τούτο παρελεύσεσθε προς την οδόν υμών, ου ένεκεν εξεκλίνατε προς τον παίδα υμών. Και είπαν ούτω ποίησον, καθώς είρηκας (Γεν. 18: 1-5).
Ο Γιαχβέ φάνηκε οφθαλμοφανώς στον Αβραάμ. Πολλά δε τα παράδοξα κατ’ αυτή τη θεοφάνεια. Η εμφάνισις έγινε με μορ­φή τριών ανδρών. Ο Αβραάμ προσφωνεί τους τρεις σ’ ενικό αριθμό, Κύριε. Κα­τόπιν ομιλεί προς αυτούς σε πληθυντικό αριθμό. Ιδιαιτέρως αξιοπαρατήρητο, ότι τη μία φορά λέγει τον παίδα σου (=τον δούλο σου) και την άλλη φορά λέγει τον παίδα υμών (=τον δούλο σας). Αξιοπαρα­τήρητο επίσης, ότι οι τρεις ομιλούν συγ­χρόνως, σαν με ένα στόμα, και εμφανίζονται ισότιμοι.
Εκτός τούτων, το κείμενον για τους τρεις άλλοτε γράφει είπαν, στίχ. 5, κατά το Εβραϊκό και 9, άλλοτε δε γράφει είπε ή είπε Κύριος (Γιαχβέ). Επί πλέον, ενώ κατά τους στίχ. 20-21 ο Γιαχβέ θα κατέβαινε προσωπικώς, για να διαπιστώση με τα μάτια του την ηθική κατάστασι των Σοδόμων, κατά το στίχ. 33 μετά την εμφάνισι στον Αβραάμ ο Γιαχβέ απήλθε στον ουρανό στα δε Σόδομα μετέβησαν οι δύο άγγελοι, τουτέστιν επεσταλμένοι, αγγελιαφόροι (Γεν. 19:1). Δεν κατέβηκε λοιπόν ο Γιαχβέ στα Σόδομα προσωπικώς; Ναι, κατέβηκε προσωπικώς εν τω προσώπω των δύο ανδρών αγγέλων. Οι δύο ως πρόσωπα, ως ουσία είνε ο ένας και ο αυτός Γιαχβέ.
Κατά το κεφ. 19 της Γενέσεως πολλά πα­ράδοξα συμβαίνουν και κατά την εμφάνι­σι των δύο ανδρών - αγγέλων στο Λωτ στα Σόδομα. Αρχικώς ο Λωτ τους προσφωνεί σε πληθυντικό, Κύριοι (Γεν. 19:2), δείχνοντας ότι είνε δύο πρόσωπα. Αλλ’ έπειτα τους προσφωνεί σε ενικό, Κύριε, δείχνοντας ότι είνε μία ουσία. Και στη συνέχεια απευθύνεται προς τους δύο σ’ ενικό: Είπε δε Λωτ προς αυτούς- Δέομαι, Κύριε, επειδή εύρεν ο παις σου έλεος εναντίον σου και εμεγάλυνας την δικαιοσύνην σου, ο ποιείς επ’ εμέ του ζήν την ψυχήν μου. . . Και ζήσεται η ψυχή μου ένεκέν σου (Γεν. 19:18-20). Για την απάντησι των δύο προς τον Λωτ χρησιμο­ποιείται επίσης ενικός: Και είπεν αυτώ· Ιδού εθαύμασά σου το πρόσωπον και επί τω ρήματί σου τούτω. . . Ου γαρ δυνήσομαι ποιήσαι πράγμα, έως του ελθείν σε εκεί (Γεν. 19: 21-22). Στο Γεν. 19:17 κατά το Εβραϊκό για τις ενέργειες των δύο χρησι­μοποιείται ένα ρήμα στον πληθυντικό και ένα στον ενικό, εξήγαγον και είπε. Το δε παραδοξότερο, κατά το Γεν. 19:24 Κύ­ριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον (=θειάφι) και πυρ παρά Κυρίου εξ ουρανού. Ο Κύριος έβρεξεν εκ μέρους του Κυρίου! Εδώ το Κύριος είνε μετάφρασις του Γιαχβέ. Ο Γιαχβέ έβρεξεν εκ μέρους του Γ ιαχβέ! Ο πρώτος Κύ­ριος ή Γιαχβέ, ο οποίος έβρεξε την κα­ταστροφή στις αμαρτωλές πόλεις, είνε οι δύο άνδρες - άγγελοι, τουτέστιν ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ο δε δεύτερος Κύριος ή Γιαχβέ, εκ μέρους του οποί­ου απεστάλησαν οι δύο για να προκαλέσουν την καταστροφή (Γεν. 19:13), είνε ο Θεός Πατήρ.
Κατά ταύτα τα τρία πρόσωπα, που εμφανίσθηκαν στον Αβραάμ, λέγονται άν­δρες, διότι εμφανίσθηκαν με τη μορφή ανθρώπων. Από τα τρία αυτά πρόσωπα τα δύο, που εμφανίσθηκαν στον Λωτ, λέγον­ται άγγελοι, διότι ήταν απεσταλμένοι του άλλου προσώπου και αγγελιαφόροι. Δεν πρόκειται λοιπόν ούτε για ανθρώπους, ούτε για αγγέλους, αλλά γι’ αυτόν τον Γιαχβέ Θεό, όπως δηλώνεται στην αρχή του 18ου κεφαλαίου της Γενέσεως. Ο Γ ιαχβέ Θεός είνε τρία πρόσωπα, αλλά μία ουσία η θεότης. Το Άγιο Πνεύμα είνε ένα από τα τρία πρόσωπα, ομοούσιο προς τα άλλα δύο πρόσωπα, Γιαχβέ Θεός, όπως εκείνα.
Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου. Κάθου εκ δεξιών μου. . . Ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι Κύριος εκ Σιών. . . Ώμοσε Κύ­ριος και ου μεταμεληθήσεται. . . Κύριος εκ δεξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα οργής αυτού βασιλείς. . . (Ψαλμ. 109 [110]: 1-5).
Εδώ ένας Κύριος, ο Πατήρ, θέτει εκ δε­ξιών του δεύτερο Κύριο τον Υιό - Μεσσία, και ομιλεί προς αυτόν για τρίτο Κύριο εκ δεξιών του δευτέρου. Ο τρίτος Κύριος, στα εβραϊκά Αδωνάι και Γιαχβέ, προ­φανώς είνε το Άγιο Πνεύμα.
Ηνίκα αν επιστρέψη (ο άνθρωπος) προς Κύριον, περιαιρείται το κάλυμμα. Ο δε Κύ­ριος το Πνευμά έστιν ου δε το Πνεύμα Κυ­ρίου, εκεί ελευθερία (Β' Κορ. 3: 16-17).
Όταν ο Ιουδαίος επιστρέψη προς τον Κύριον, αφαιρείται το κάλυμμα, που δεν τον αφήνει να ιδή. Ο δε Κύριος στην προ­κειμένη περίπτωσι είνε το Πνεύμα. Ρητώς εδώ λέγεται, ότι το Πνεύμα είνε ο Κύριος, στα εβραϊκά Γιαχβέ συμφώνως προς το Έξοδ. 34:34, απ’ όπου η φρασιολογία του Β' Κορ. 3:16. Παραδόξως όμως, κατά μεν το Β' Κορ. 3:17 ο Παράκλητος είνε το Πνεύμα Κυρίου, κατά δε τον προηγούμενον στίχ. 16 είνε αυτός ο Κύριος. Πρά­γματι, ως πρόσωπο ο Παράκλητος είνε το Πνεύμα Κυρίου, δηλαδή το Πνεύμα του Γιαχβέ Πατρός, και ως ουσία είνε ο Κύ­ριος, ο Γιαχβέ, η όλη θεία ουσία, ο όλος Θεός. Ομοίως ο Χριστός είνε ο Υιός του Θεού και συγχρόνως ο Θεός (Ιωάν. 11:4, Α' Ιωάν. 5:20).
Ο Κύριος κατευθύναι υμών τας καρδίας εις την αγάπην του Θεού και εις την υπομονήν του Χριστού (Β' Θεσ. 3:5).
Το χωρίο είνε τριαδικό. Ο Κύριος, ο οποίος δύναται να κατευθύνη εις την αγάπην του Θεού (Πατρός) και εις την υπομονήν του Χριστού, είνε το Άγιο Πνεύμα.
Μνημονεύουμε, απλώς ωρισμένα ακόμη από τα τριαδικά χωρία της Καινής Διαθή­κης, χωρία δηλαδή όπου το Άγιο Πνεύμα αναφέρεται συντεταγμένο με τον Πατέρα και με τον Υιό ως πρόσωπο της αυτής τάξεως με τα δύο άλλα πρόσωπα: Ρωμ. 15:16, 30· Α' Κορ. 12: 4-6, Β' Κορ. 1: 21-22, 13:13, Εφεσ. 4: 4-6' Α' Πέτρ. 1:2’ Ιούδ. 20-21.
 
ΤΟ ΕΡΓΟ TOY ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Είνε μεγάλο το πλήθος των χωρίων της Αγίας Γραφής, Καινής και Παλαιάς Διαθήκης, στα οποία αναφέρεται το Άγιο Πνεύμα. Ήδη αναφέρεται στην αρχή της Αγίας Γραφής, στο Γεν. 1:2, στη φράσι, Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος. Οι δε ψευδό - Μάρτυρες του Ιε­χωβά, οι μεγαλύτεροι διαστροφείς, αλλά και πλαστογράφοι του κειμένου της Αγίας Γραφής, αρχίζοντας τη διαστροφή και την πλαστογραφία από την αρχή της Αγίας Γραφής, τη λέξι Πνεύμα στην εν λόγω φράσι μεταφράζουν - πως; Η ενεργός δύναμις! Δεν θα έπρεπε να επεμβή εισαγγελεύς κατά των πλαστογράφων του κειμένου της Γραφής;. . . Το Άγιο Πνεύμα αναφέρεται και προς το τέλος της Αγίας Γ ραφής, στο Αποκ. 22:17 στη συγκινητική εκείνη φράσι, Και το Πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν Έρχου!.
Από το μεγάλο πλήθος των χωρίων της Γραφής περί του Πνεύματος τα πλείστα δεικνύουν τι είνε το Πνεύμα στη φύσι του, και απ’ αυτά χρησιμοποιήσαμε ωρισμένα μόνο. Και επί τη βάσει αυτών σαφώς αποδείχθηκε, ότι το Πνεύμα το Άγιο δεν είνε απλώς δύναμις, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο, όπως ισχυρίζονται οι Πνεύματομάχοι, αλλ’ είνε πρόσωπο, ον λογικό και συ­νειδητό με όλα τα γνωρίσματα του προ­σώπου, και μάλιστα πρόσωπο ύψιστο, πρό­σωπο της Θεότητος, ο ένας της Τριάδος.
Προς απόδειξιν της προσωπικότητος και της θεότητος του Αγίου Πνεύματος πα­ραθέσαμε και χωρία, όπου ρητώς το Άγιο Πνεύμα ονομάζεται Θεός, Δεσπότης και Κύριος, και μάλιστα Κύριος με την έννοια Γιαχβέ.
Λυπείται κανείς βαθύτατα, διότι υπάρχουν και Ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τι είνε ο Παράκλητος το Πνεύμα το Άγιο. Ανάγκη να γίνωνται όχι μόνον ηθικολογικά, αλλά και θεολογικά κηρύγματα και μαθήματα, για ν’ αποκτούν οι άνθρωποι την πρώτη, την ανώτερη και αναγκαιότερη γνώσι, τη θεογνωσία. Τι είνε όλες οι γνώσεις του κόσμου μπροστά στη θεογνωσία; Τι να κάνωμε όλες τις γνώσεις του κόσμου, εάν λείπη η θεογνωσία; Μή­πως δύνανται οι γνώσεις του κόσμου να μας δώσουν ζωή αιώνια;
Απευθυνόμενος προς τον Γιαχβέ ο Ψαλμωδός προσφωνεί: Ο Θεός μου και ο Κύ­ριός μου (Ψαλμ. 34 [35]: 23). Απευθυνό­μενος προς τον Χριστό ο Θωμάς αναφωνεί: Ο Κύριός μου και ο Θεός μου ( Ιωάν. 20: 28). Αλλ’ ό,τι ισχύει για τον Γιαχβέ και για τον Χριστό, αυτό ισχύει και για το Άγιο Πνεύμα. Αν κανείς ερωτήση τον πι­στό, Τι είνε το Άγιο Πνεύμα;, ο πιστός ας αισθανθή την κυριότητα και την θεότη­τα του Αγίου Πνεύματος, ας πλημμυρισθή από αισθήματα αγάπης και λατρείας προς τον Παράκλητο, ας υψώση τη φωνή του και ας αναφωνήση: Το Άγιο Πνεύμα εινε ο Κύ­ριός μου και ο Θεός μου.
Γιατί ήλθε το Πνεύμα το Άγιο; Ο Χρι­στός είχε πει: Συμφέρει να απέλθω εγώ, για να στείλω σε σάς τον Παράκλητο (Ιωάν. 16:7). Ο Παράκλητος ήλθε για το συμ­φέρον μας. Όχι για μικρό συμφέρον, αλλά για το μεγάλο και αληθινό συμφέρον μας, για την αιώνια σωτηρία και δόξα μας.
Ο Χριστός με το έργο του, και ιδίως με τη σταυρική θυσία του, εξασφάλισε για μας σωτηρία και δόξα στους απεράντους αιώνες. Αυτή δε τη σωτηρία και δόξα το Πνεύμα το Άγιο ήλθε να μας βοηθήση για να την προσοικειωθούμε, για να την προσλάβωμε δηλαδή και να την κάνωμε προ­σωπικό μας κτήμα. Αυτός συντόμως, συντομώτατα, είνε ο σκοπός του ερχομού του Αγίου Πνεύματος. Αναλύουμε το σκοπό:
Ο Χριστός, ο σαρκωμένος Θεός, με το αίμα του απέκτησε την Εκκλησία, όπου συντελείται η σωτηρία. Η Εκκλησία είνε σώμα, σώμα Χριστού ηθικό, μυστικό. Και όπως το σάρκινο σώμα του ανθρώπου εμψυχώνεται με το Πνεύμα, έτσι και το ηθικό και μυστικό σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, εμψυχώθηκε με το Πνεύμα το Άγιο. Εν σώμα και εν Πνεύμα, λέγει ο Απόστολος (Εφεσ. 4:4), αναφερόμενος στο σώμα -Εκκλησία και στο Άγιο Πνεύμα, που ήλθε στην Εκκλησία και έμψύχωσε την Εκκλησία και την έκανε ζωντανό οργανισμό.
Το Άγιο Πνεύμα παραμένει στην Εκκλη­σία αιωνίως και την οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν (Ιωάν. 16:13), σ’ όλη την αποκαλυφθείσα και αναγκαία για τη σωτηρία μας αλήθεια, και κάνει την Εκκλησία στύλον και εδραίωμα της αληθείας (Α' Τιμ. 3:15). Το άτομο δύναται να πλανηθή σε ζητήματα πίστεως, και γι’ αυτό το αλάθητο του Πάπα καταδικάζεται ως αίρεσις. Η Εκκλησία όμως, σύνολο πιστών, δεν είνε δυνατό να πλανηθή στα ζητήματα της πίστεως. Το Πνεύμα το Άγιο έχει εγγράψει στη συνείδησι της Εκκλησίας τις αλήθειες της πίστεως και η έγγραφή είνε ανεξίτηλη, ανεξάλειπτη.
Το Πνεύμα το Άγιο τελεί τα μυστήρια της Εκκλησίας, με τα οποία αγιάζονται οι πιστοί.
Το Πνεύμα το Άγιο χορηγεί χαρίσματα και αναδεικνύει χαρισματούχους και θαυ­ματουργούς. Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον.
Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει. Φώτισε τους Αποστόλους και τους ανέδειξε σοφωτέρους όλων των σοφών όλων των αιώνων. Απτή απόδειξις της υπέρτερης σοφίας των αγίων Αποστόλων είνε το Ευαγγέλιο, το χρυσό, το ολόχρυσο σε νοήματα βιβλίο. Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει κάθε πιστό, για να γνωρίζη την αλήθεια, να καταλαβαίνη το σωστό, να λέγη το σωστό και να βαδίζη το δρόμο του Θεού. Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει και τον άπιστο, αφαιρεί από τα μά­τια της ψυχής του το κάλυμμα, το τυφλοπάνι, ελευθερώνει τα μάτια και έτσι ο άπι­στος βλέπει την αλήθεια. Για τον άπιστο Ιουδαίο ο Απόστολος γράφει: Ηνίκα δ’ αν επιστρέψη προς Κύριον, περιαιρείται το κάλυμμα. Ο δε Κύριος το Πνευμά έστιν (Β' Κορ. 3:16-17). Όταν δηλαδή ο άπιστος Ιουδαίος (επι)στρέψη προς τον Κύριο, αφαιρείται το κάλυμμα, το τυφλοπάνι, και ελευθερώνονται τα μάτια της ψυχής και βλέπουν την αλήθεια. Ο δε Κύ­ριος σ’ αυτή την περίπτωσι είνε το Πνεύμα, ο Παράκλητος.
Το Πνεύμα το Άγιο δίνει δύναμι. Ο Χρι­στός είπε στους μαθητάς του να μη βγουν από την Ιερουσαλήμ, έως ότου περιβληθούν δύναμιν εξ ύψους (Λουκ. 24:49). Αδύνατοι και δειλοί οι μαθηταί προ της Πεντηκοστής. Αλλ’ από την Πεντηκοστή και έπειτα λέοντες πυρ πνέοντες! Κήρυ­ξαν με παρρησία σ’ όλη τη γνωστή τότε οικουμένη, και αντιμετώπισαν όλους τους διώκτες και ισχυρούς της γης και βασανι­στήρια και θάνατο σαν να ήταν αθύρματα, παιγνίδια! Γιατί; Γιατί είχαν τη δύναμι του Αγίου Πνεύματος. Και εκατομμύρια μάρ­τυρες με τη δύναμι του Παρακλήτου αντιμετώπισαν τα μαρτύρια σαν να μη συνέβαιναν στο σώμα τους, αλλά στη σκιά του σώματός τους!
Το Πνεύμα το Άγιο νύσσει και κατανύσσει τις καρδιές και προκαλεί μετάνοια και επιστροφή. Την ημέρα της Πεντηκοστής με ένα κήρυγμα ήλθαν σε κατάνυξι και με­τάνοια τρεις χιλιάδες ψυχές. Το Πνεύμα το Άγιο κάνει τις λίθινες καρδιές σάρκι­νες, ευαίσθητες, πιστές.
Το Πνεύμα το Άγιο διδάσκει πως να προσευχώμεθα. Εμπνέει και φωτίζει τον πιστό κατά την ώρα της προσευχής, θερμαίνει την καρδιά του, προκαλεί σ’ αυτή στενα­γμούς αλαλήτους, κάνει την καρδιά του να αισθάνεται τον Θεό ως Πατέρα και να κράζη προς αυτόν: Αββά, Πατέρα!
Το Πνεύμα το Άγιο δυναμώνει τον πιστό για να πολεμή τον Διάβολο, τον κόσμο τον άκοσμο με τις αμαρτωλές προκλήσεις, και τα ιδικά του πάθη. Το Πνεύμα το Άγιο δυ­ναμώνει τον πιστό για να εκτελή το θέλη­μα και τις εντολές του Κυρίου. Το Πνεύμα το Άγιο βοηθεί, για να γίνη ο σαρκικός άνθρωπος Πνευματικός. Το Πνεύμα το Άγιο έρχεται και κατοικεί μέσα στην καρ­διά του πιστού ανθρώπου, και έτσι ο άνθρωπος γίνεται όχι απλώς Πνευματικός, αλλά Πνευματοφόρος! Αλλ’ όπου το Πνεύμα το Άγιο, εκεί και ο Θεός Πατήρ και ο Χριστός. Και έτσι ο πιστός άνθρωπος γί­νεται και Πνευματοφόρος και Χριστοφόρος και Θεοφόρος!
Ο Χριστός θυσιάστηκε για να μπορούμε να λάβωμε Πνεύμα Άγιο και δυνάμει του Αγίου Πνεύματος ν’ αποκτήσωμε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να παραλάβω- με βασιλεία ασάλευτη, την ευλογημένη βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να συμβασιλεύωμε με τον εν Τριάδι Θεό μας στους απεράντους αιώνες και της βασιλείας μας να μην υπάρχη τέλος.
 
 
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον      www.egolpion.com 


Read more: http://www.egolpion.com/agiopneyma_sotirop.el.aspx#ixzz2zaplfh2T

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ

Γέροντας Παΐσιος: «Όσο αξίζει μια ψυχή, δεν αξίζει ο κόσμος όλος»!             
         
                      Agioritikovima.gr
Γέροντας Παΐσιος: «Όσο αξίζει μια ψυχή, δεν αξίζει ο κόσμος όλος»!


 
         Η ψυχή που συγκινείται από τις ομορφιές του υλικού κόσμου φανερώνει ότι ζη μέσα της ο μάταιος κόσμος γι' αυτό έλκεται από την πλάση κι όχι από τον Πλάστη, από τoν πηλό κι όχι από τον Θεό. Δεν έχει σημασία αν ο πηλός αυτός είναι καθαρός και δεν έχη λάσπη αμαρτίας.
Η καρδιά, όταν έλκεται από... κοσμικές ομορφιές, οι οποίες δεν είναι αμαρτωλές, αλλά δεν παύουν να είναι μάταιες, νιώθει κοσμική χαρά της ώρας, η οποία δεν έχει θεϊκή παρηγοριά, φτερούγισμα εσωτερικό με αγαλλίαση πνευματική. Όταν όμως ο άνθρωπος αγαπά την πνευματική ωραιότητα, τότε γεμίζει και ομορφαίνει η ψυχή του.
Αν γνώριζε ο άνθρωπος, την εσωτερική ασχήμια του, δεν θα επιδίωκε εξωτερικές ομορφιές. Μέσα η ψυχή του έχει τόσους λεκέδες, τόσες μουντζούρες, και θα κοιτάξουμε λ.χ. τα ρούχα μας;
Πλένουμε τα ρούχα μας, τα σιδερώνουμε κιόλας και είμαστε καθαροί, και μέσα είμαστε... μην τα ρωτάς! Γι’ αυτό, αν λάβη υπ’ όψιν του κανείς τι πνευματική ακαθαρσία έχει μέσα του, δεν θα καθίση τόσο σχολαστικά να βγάλη και τον παραμικρό λεκέ από τα ρούχα του, γιατί αυτά είναι χίλιες φορές καθαρώτερα από την ψυχή του.
Αλλά αν δεν έχη υπ’ όψιν του ο άνθρωπος την πνευματική σαβούρα που έχει μέσα του, ε, τότε κοιτάζει να βγάλη σχολαστικά και τον παραμικρό λεκέ! Αυτό που χρειάζεται, είναι να στρέψη όλη την φροντίδα του στην πνευματική καθαρότητα, στην εσωτερική ομορφιά κι όχι στην εξωτερική. Τα πρωτεία να δοθούν στην ομορφιά της ψυχής, στην πνευματική ομορφιά και όχι στις μάταιες ομορφιές, γιατί και ο Κύριος μας είπε: «Όσο αξίζει μια ψυχή, δεν αξίζει ο κόσμος όλος».
«Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο»
Λόγοι Α'

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Βήματα ποιμαντικῆς ἐμπειρίας....

Βήματα ποιμαντικῆς ἐμπειρίας....
Στόν ἀγαπητό μου παπα-Θεοδόσιο, χαιρετισμός
Εἶναι τόσο φαρμακερή κάποτε ἡ ἀδιαφορία τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά σέ σκοτίζει, νά σέ ἀποσυντονίζει, νά σοῦ γεμίζει τήν ψυχή αἰχμηρές ἀκίδες πού τόσο σέ πλήγώνουν. Γιατί κακά τά ψέματα ἄνθρωπος εἶσαι· κι ὅταν δεῖς νά μεταβάλλεται συμπεριφορά κάποιων πού συνέδραμες καί εὐεργέτησες τόσο, τότε καταλαβαίνεις τό βάθος τῆς ἀνθρώπινης ἀτέλειας καί ἀνωριμότητας. Καί τοῦτο δέ, γιατί τότε σπουδάζεις ἐπιμελῶς πάνω στή γοητεία τῆς γόνιμης μοναξιᾶς, ἡ ὁποία καί σοῦ παρέχει τό προνόμιο τῆς προσευχῆς, τῆς σιωπῆς καί τῆς προετοιμασίας γιά νά πορευτεῖς τήν ὁδό τῆς αὐτογνωσίας.
Ὡστόσο, ἡ αὐτογνωσία, πού εἶναι τό "τέλος τῆς τῶν ἀρετῶν ἐργασίας"(Ὅσ. Νικήτας ὁ Στηθάτος), δέν ἐπιτυγχάνεται μέ μεθόδους τοῦ κόσμου, πού σκοτίζουν ἐπικίνδυνα τήν ψυχή, ἀλλά μέ τή συνδρομή ἔμπειρου πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, ὁ ὁποῖος, ὡς ἄλλος Μωυσῆς , σέ καθοδηγεῖ στήν προσωπική σου γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στή ἐπίγνωση "τοῦ ὁρᾶν τά πταίσματά σου καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν σου"(Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος). Τότε ἡ ἀδιαφορία τοῦ ἄλλου, τό μαχαίρωμα καί ἡ δηκτική του διάθεση ἀρχίζουν, σιγά-σιγά, νά μεταβάλλονται σέ ὀχυρώματα, τά ὁποῖα σέ βολεύουν κάλλιστα νά κρυφτεῖς καί νά διασωθεῖς , ἔχοντας πάντα ἐμβιωμένο τόν Γεροντικό λόγο: "Ἐάν μή εἴπῃ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ .ανθρωπος, ὅτι ἐγώ μόνος καί Θεός, ἐσμέν ἐν τῷ κόσμῳ, οὐ ἕξει ἀναπαυσιν"( Ἀββᾶς Ἁλώνιος). Ἤ, ὅπως ἐπιμηκίνει τήν ἔννοια τοῦ ἁγιασμένου αὐτού ἀποφθέγματος σύγχρονος Γέροντας: "Ἐξαρτᾶσαι ἀπό τούς ἄλλους, παιδί μου, γι᾿ αὐτό καί σέ πειράζουν τά λεγόμενά τους"
*******************
Ὅλ᾿ αὐτά τά χρόνια τῆς ἱερατικῆς μου θητείας ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν μέ ἐγκατέλειψε. Μέ ἐπισκεπτόταν καθημερινά. Ἐγώ δέν τό καταλάβαινα, γιατί πολλές φορές τύχαινε νά ζῶ μέσα στό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, πού προβάλλει τήν φιλαυτία, τήν κενοδοξία, τίς διοικητικές ἰκανότητες καί φυσικά τή δυνατότητα νά προβληθεῖς στά μάτια τοῦ κόσμου, ὥστε νά θεωρηθεῖς πώς εἶσαι ὁ πετυχημένος. Ἄλλωστε γιά τόν κόσμο ἕνα πράγμα μετράει: τό νά κατορθώνεις νά εἶσαι πάντα τό πρόσωπο τῆς ἐπικαιρότητας μέ ὅποιο κόστος ἔχει αὐτή ἡ μέριμνα γιά προβολή. Κι ὅμως αὐτές οἱ λέξεις - κλειδιά υἱοθετοῦνται καί ἀπό πολλούς ἐκκλησιαστικούς κύκλους, γιατί μόνον ἔτσι ἐκεῖνοι βλέπουν νά ἀποδεικνύεται ἡ σωστή κι ἐπιτυχημένη "διακονία"...
Ὡστόσο, πρέπει νά προστεθεῖ καί τοῦτο σ᾿ ὅλ᾿ αὐτά: πώς τέτοιες καταστάσεις-μέριμνες τίκτουν δυστυχῶς τίς περισπάσεις ( πρβλ. Λκ.10, 41-42), οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν μέ τή διαταραχή τοῦ ψυχισμοῦ τοῦ ποιμένα. Χώρια πού μέσα σ᾿ αὐτά προστίθενται καί οἱ ἀλαζονικές διαθέσεις, ὥστε νά ἐπικεντρωθεῖ τό ἐνδιαφέρον τῶν ἄλλων σέ σένα· πράγμα πού ἀντιστοιχεῖ μέ τήν ἀποτυχία τοῦ σκοποῦ σου. Κι ἀδιαμφισβήτητα σκοπός καί χρέος σου εἶναι ἡ ἐξίσωσή σου καί μέ τόν ἐλάχιστο πιστό κι ἀκόμη παρακάτω, ὥστε μέ διάθεση προσφορᾶς κι ὄχι ζητείας, νά καταφέρεις νά ἐπουλώσεις τίς πληγές τῶν τραυμάτων πού ἐσωτερικά φέρουν, ὡς πάθη-πλήγές, τῶν ὁποίων ἀπαιτεῖται ἡ θεραπεία, ἄν φυσικά τό ἐπιθυμοῦν καί τό ὑπομένουν. Γιατί μιά τέτοια διαδικασία καί μακροχρόνια εἶναι, ἀλλά ἀπαιτεῖ σύν τοῖς ἄλλοις καί ἐπώδυνο μαρτύριο . Πού κάποτε, δίχως τή συναντίληψη τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά καί κάποιων, μετρημένων πάντα στά δάχτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦ πιστῶν, γίνεται βρόγχος ἐπικίνδυνος. Καί γιά σένα καί γιά τόν κάθε πονεμένο καί τραυματισμένο συνάνθρωπο.....

Μνημόσυνο ψυχῶν ἀγαπημένων

Μνημόσυνο ψυχῶν ἀγαπημένων
 
 
 
 
 
 
Πάντα ἀπομένει στή μνήμη ἐκείνη ἡ ἀπόβραδη ὥρα τῆς γιορτῆς τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ, στίς ἑφτά τοῦ Ἰανουαρίου. Γιατί ἐκεῖνες οἱ στιγμές, οἱ ὁποῖες μετεωρίζονταν μεταξύ τῶν ἔσχατων στιγμῶν τῆς μέρας καί τῶν πρώτων τῆς νύχτας, τῆς νύχτας πού σίμωνε σιωπηλή, κλεισμένη μέσα σ᾿ ἕνα μουντό, σταχτί τοπίο - πάντα ἔτσι τή θυμᾶμαι ἐκείνη τήν ὥρα- μοῦ δίνανε τήν ἐντύπωση πώς ἦταν ἕνα ἀπό τά πιό τραγικά σύνορα τοῦ βίου μου τῶν χρόνων ἐκείνων τῆς τρυφερότητας καί τῆς εὐαισθησίας: τῶν παιδικῶν μου χρόνων. Ἕνα σύνορο πού ξαφνικά ἔπρεπε νά τό διαβῶ, ἀφήνοντας ἔτσι πίσω τίς χαριτωμένες καί ὄμορφες μέρες τοῦ Δωδεκαημέρου: μέρες εὐλογίας καί παραδείσιας βιοτῆς, καθώς οἱ πιό πυκνές ἐμπειρίες καί τά πλέον βασικά βιώματα σχηματίζονταν τότε. Βιώματα ἑόρτιων ἐμπειριῶν μέ ἀκτινοβολία ὅμως τέτοια πού νά φτάνει μέχρι σήμερα λαμπρή, καθάρια, καινούρια πάντα· καί τό κυριώτερο, νά θωπεύει τήν ψυχή σέ ὧρες πίεσης, ὧρες πνιγηρές, ὧρες ἀπότοκες κορυφαίας ἀγωνίας.
Κάποι᾿ ἀπ᾿ αὐτά καταθέτω ἀπόψε, καθώς σέ ὥρα νυχτερινή συλλογίζομαι τή γιορτή παράλληλα μέ τό παλιό μου τό χωριό, ἐκεῖ δηλαδή πού χωνεύτηκαν ὄνειρα, βιώματα, ἐμπειρίες καί φυσικά ὅ, τι τό ὡραῖο, τό γνήσιο καί χαραγμένο ἀνεξίτηλα μέσα μου.
Πάντα τήν ἀπόβραδη ὥρα αὐτῆς τῆς μέρας τοῦ Ἀη-Γιαννιοῦ ὁ νοῦς στέκει σιμά στή μεγάλη ἀναμμένη παραστιά τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ τῆς θειᾶς Εὐανθίας, ὅταν μαζί μέ τό μακαριστό Σταμάτη καθόμασταν συντροφεύοντάς τον, ἀφοῦ ἦταν πρὀσωπο μέ εἰδικές ἀνάγκες, καθώς λέμε σήμερα, καί κεῖνος μοῦ διηγιόταν πάντα, κουνώντας τό κεφάλι, πέρα-δῶθε, φανταστικές, ἀλλά ὡραῖες ἰστορίες, ὡσάν παραμύθια, γιατί ἦταν ἕνας γραφικός παραμυθάς ὁ Σταμάτης. (Ἀλήθεια, πῶς μπορεῖς νά λησμονήσεις "τό ναυαγό τοῦ μαύρου κύκνου!", ἕνα φανταστικό δηλαδή καί δικιᾶς του ἐπινόησης ἔργο, πού μᾶς ἔλεγε τά θερινά τά βράδυα ἔξω στά "Κάγκελα", σέ συνέχειες;) Ὅμως αὐτό πού συνοδεύει τή μνήμη εἶναι, μαζί μέ τά παραμύθια τοῦ Σταμάτη, τό μισοσκότεινο δωμάτιο, "ὁ κουραδοῦρος", ὅπως τόν λέγαμε στό χωριό, μέ τήν παλιά τήν κάμαρη βαμμένη χρῶμα καφέ σκοῦρο, τό παράθυρο μέ τήν παλιά τή σιδεριά πού κοίταζε κατά τό σταχτί τό πέλαγο, τόν γκρίζο οὐρανό, τό ὑπόλοιπο ἀπό τό"φαΐ", τό κρέας δηλαδή νἄναι περασμένο σ᾿ ἕνα καρφί, ψηλά στήν παρνταριά, πάνω ἀπό τήν τή πόρτα...Ἀπομεινάρι τοῦ Δωδεκαημέρου πού ἔφευγε μαζί μέ τή γιορτή τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ.
Τό σκηνικό ἀλλάζει· τούτη τή φορά εἶναι τό ἀβέρτο τοῦ φούρνου μας, ἔρημο σήμερα, κρύο, παρατημένο...
Ἡ γιορτή εἶναι γιά τό ξενητεμένο παιδί τοῦ παπποῦ, τό θεῖο τό Γιάννη.
Ἔχει στρωθεῖ ἕνα λιτό, ἀπέριττο τραπέζι πάνω στή γκλαβανή πού ὁδηγεῖ κάτω, μέ καλό τραπεζομάντηλο, μέ καρέ ὁμορφοκεντημένο. Ἐκεῖ πάνω ἔχει τοποθετηθεῖ ἡ "φουρτιέρα"μέ τά ροδοψημμένα ἀμυγδαλωτά, ἡ καράφα μέ τό ρακί καί τά μικρά ποτηράκια. Λίγες καρέκλες ἕνα γύρω στό μικρό δωμάτιο, δυό τρία σκαμνάκια, λιτά στρωσίδια στό πάτωμα, μιά παραστιά ζεστή, γερά ἀναμμένη, κι οἱ λιγοστοί ἐπισκέπτες...Ὅπως στή γιορτή τοῦ παπποῦ καί τοῦ πατέρα, στίς ἕξη τοῦ Δεκεμβρίου. Μόνο πού τώρα τά βιώματα ἔχουν ἕνα διαφορετικό χαρακτῆρα· κάτι σάν λύπη πού βραδυάζει, πού ἀποχαιρετοῦμε τίς γιορτές, πού σέ λίγο θά σβύσει ἡ λάμπα, θά ξημερώσει ἡ καθημερινότητα καί θά τελειώσει τό πανηγύρι, ὡσάν τή ζωή. Κατά τό νοτιά, ἐκεῖ πού ἦταν τό χαγιάτι, φαίνεται μέσ᾿ ἀπ᾿ τή τζαμόπορτα ἔνα κομμάτι θάλασσας μισοσκότεινης καί ἄχαρης. Κατά τή δύση, ἐκεῖ πού εἶναι τό παράθυρο φαίνεται ἡ Γλώσσα ἀχνοφωτισμένη ἀπ΄ τά λίγα ἠλεκρικά, τό Κάτω Χωριό θαμπό, παχνιασμένο, ἐνῶ ἀπό τό λούξ τοῦ μαγαζιοῦ τοῦ μπάρμπα-Παναή, πού ἦταν ἀπό κάτω ἀκριβῶς ἀνέβαιναν κάποιες καχεκτικές ἀχτῖδες καί σεργιανοῦσαν μέ περιέργεια πάνω στούς μαυροκίτρινους τούς τοίχους... Ἡ Μάνα, θεία ἡ Νίνα κερνοῦν..."Χρόνια πολλά"· εὐχές, λίγα λόγια κι ὕστερα ἡ σιωπή, τό σκοτάδι, ἡ παγωνιά, ἡ ἀπουσία...(Αὐτή τήν ἀπουσία τήν ἔνοιωσες ἀνήμερα, κάποια Χριστούγεννα, τοῦ 1971 ἤ τοῦ 72 θαρρῶ, ὅταν σεργιανώντας τό Κάτω Χωριό πέρασες ἀπό τό ἒρειπωμένο ἀπ᾿ τό σεισμό σπίτι τοῦ μπάρμπα Γιάννη τοῦ Μπάλλα, πού εἶχε ἂπομείνει μόνο ἡ πέτρινη σκάλα κι ἕνα κομμάτι τοῦ τοίχου τοῦ ἀβέρτου μέ τό παραθύρι. Καί ξαφνικά, καθώς κοίταζες αὐτά τά ἐρείπια σοῦ ἦλθε στό νοῦ ἡ τελευταία Χριστουγεννιάτική γιορτή πού πέρασε αὐτό τό σπίτι. Στρώθηκε κι ἐκεῖ γιορτινό τραπέζι, ἀκούστηκαν εὐχές κι ὕστερα ἦλθε ἡ μεγάλη στιγμή: νά ἐγκαταλειφτεῖ ὁ χῶρος καί νά μή ξανακουστοῦν εὐχές γιά καμμιά γιορτή...Μόνο ἡ ἀπουσία, ἡ ἐγκατάλειψη καί ἡ νοσταλγία νά σεργιανοῦν ἀναμεσα στά ἐρείπια μαζί μέ τίς ἱερές σκιές τῶν προγόνων...)
Νέα ἡ σκηνή καί πάλι. Νοτισμένη μέ δάκρυα, μέ τή φαρμακωμένη αἴσθηση τῆς φυγῆς, τῆς ξενιτείας. Τούτη τή φορά ὅμως σέ χρόνια σπουδῶν. Γιατί αὐτή ἡ μέρα, ἠ μέρα τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ ἦταν πάντα δεμένη ἄρρηκτα μέ τήν ἐπιστροφή στή μιζέρια τῆς ξενιτιᾶς, στήν προσαρμογή σέ νέα δεδομένα, στήν διαδικασία ἀλλαγῆς τοῦ ψυχισμοῦ, καθώς ἄφηνες τό φτωχό, πρωτόγονο καί "ξεπερασμένο" τόπο τοῦ χωριοῦ σου καί ἄνοιγες δρόμους στήν πόλη, ἔστω κι ἄν ἦταν ἐπαρχιακή πόλη.
Πάντα θά θυμᾶσαι τή σιωπηλή λιτανεία ὅλων τῶν παιδιῶν πού περίμεναν ὑπομονετικά στό Λουτράκι τό "ΚΥΚΝΟΣ", γιά νά ταξιδέψουν γιά τό Βόλο. Μἐ σφιγμένη τήν ψυχή ἀφήναμε τό φτωχό μας τό χωριό, πού ἀχνόφεγγε μέσα στή νύχτα ὡσάν εἰκονοστάσι, καί κινούσαμε γιά τόν ἄλλο μας τόν προορισμό: τό Σχολεῖο, τή μάθηση.
Χωριατόπαιδα τότε ἐμεῖς προσπαθούσαμε νά κρύψουμε τόν τόπο τῆς καταγωγῆς μας, γιατί ντρεπόμασταν... Τί κρίμα! Γιατί μέσα μας πέρασε ἕνα μήνυμα ἐντελῶς ἄχρηστο καί παράλογο· ὅτι δηλαδή ἐμεῖς ἤμασταν οἱ ἀδαεῖς, οἱ ἕλκοντες τήν καταγωγή ἀπό τόπο πού δέν εἶχε "προοδεύσει", ἀφοῦ οὔτε φῶς εἴχαμε, οὔτε ψυγεῖο, οὔτε τά ἄλλα ἀγαθά τῆς πόλης. (Ἀργότερα, ὅταν κατάλαβα τό σφάλμα μου, μετάνοιωσα· ὅμως τά χρόνια εἶχαν περάσει...)
Ξαναγυρίζω ὅμως στά λεγόμενά μου.
Στο ταξίδι προσπαθούσαμε νά συμμαζέψουμε τί σκέψεις μας, νά ὀνειρευτοῦμε ὅτι καθόμασταν δίπλα στήν παραστιά, ὅτι κοιτούσαμε τή φωτιά πού κλάδιζε πάνω στά ξύλα κι ὅτι ξημέρωναν Χριστούγενννα, Πρωτοχρονιά, Φῶτα... Μόνο πού τά φῶτα ἐτοῦτα τῆς προκυμαίας τοῦ Βόλου μᾶς προσγείωναν σέ μιά σκληρή πραγματικότητα, καθώς ἐκεῖνο τό κίτρινο φῶς, πού γινόταν πάνω μας γαλατένιο, μᾶς ἔδειχνε τό δρόμο τῆς νέας πραγματικότητας... Παύανε τότε τά ὄνειρα κι ἡ γιορτή τ᾿ Ἁη-Γιαννιοῦ γινόταν χρόνο τό χρόνο ἡ συνειδητοποιημένη διαχωριστική γραμμή ἀνάμεσα στόν τρυφερό κόσμο τῆς οἰκογένειας καί στήν πειθαρχημένη καθημερινή ὑποχρέωση...
7.1.03
π. Κων. Ν.Καλλιανός

«Ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα»,

«Ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα»,
θεολογικός σχολιασμός στο Εφεσ. 5, 33
Ἁγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως,
Αθήνα 1902
Περί του τις η αληθής ερμηνεία
Αφού ο Απόστολος Παύλος εγνώρισε τοις Εφεσίοις τον μυστικόν χαρακτήρα του γάμου και εδίδαξεν αυτούς ότι ο Γάμος είνε μέγα μυστήριον και έδειξε την αναλογίαν του δεσμού του γάμου προς την ένωσιν του Χριστού μετά της Εκκλησίας, και έταξε τον άνδρα, ίνα, κατά την Αγίαν Γραφήν, ήνε κεφαλή της γυναικός, καθ' ην αναλογίαν ο Χριστός είνε κεφαλήν της Εκκλησίας, και εδίδαξεν ότι ο τε ανήρ και η γυνή επίσης κατά την Αγίαν Γραφήν εισίν εν σώμα και εν πνεύμα ως μέλη του σώματος της Εκκλησίας, ήτις είνε σώμα Χριστού, του αγαπήσαντος ημάς ως οικείαν εαυτού σάρκα, συνιστά καθ' ένα έκαστον των ανδρών ούτω να αγαπά την εαυτού γυναίκα, ως ο Χριστός ηγάπησε την Εκκλησίαν .
Τελειοτέραν αγάπην της αγάπης ταύτης ήτο αδύνατον να συστήση ο Απόστολος προς τον άνδρα. Δια της συστάσεως ταύτης ου μόνον ανύψωσεν την αγάπην εις την υψίστην αυτής περιωπήν, αλλά και εξηυγένισε και απεπνευμάτωσε και ηγίασε . Μετά την σύστασιν ταύτην προς τους άνδρας και τον καθορισμόν της σχέσεως του ανδρός προς την γυναίκα και του βαθμού και του ποιού της προς αυτήν αγάπης, και μετά την αναγωγήν του γάμου εις περιωπήν καθαρώς ιεράν και πνευματικήν και την διατύπωσιν των καθηκόντων του ανδρός προς την γυναίκα, μεταβαίνει εις την διατύπωσιν και τον καθορισμόν των καθηκόντων της γυναικός προς τον εαυτής άνδρα. Ταύτα δε πάντα διατυποί δια της ρήσεως ταύτης · «ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα».
Η ρήσις αύτη, μετά τα ειρημένα υπό του Παύλου περί της αγάπης του ανδρός προς την εαυτού γυναίκα και περί του βαθμού και του ποιού της αγάπης αυτού, ο περί ου ο λόγος φόβος ουδέν δύναται να εκφράζη το φοβερόν και το εκδειματούν (= το κατατρομάζον ) την γυναίκα. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού αγαπά και συνάμα φοβείται τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ως σωτήρα και κεφαλήν αυτής. Ο φόβος ούτος της Εκκλησίας προς τον Ιησούν Χριστόν γεννάται εκ της πολλής αγάπης προς τον αγαπήσαντα αυτήν και εκφράζεται και εκδηλούται ως άκρα προς αυτόν ευλάβεια, ως ευλάβεια προς τας εαυτού εντολάς, ως υποταγή άκρα προς αυτόν και ως προθυμία προς ευαρέσκειαν αυτού. Η αγάπη αυτής της Εκκλησίας προς τον Σωτήρα εκδηλούται ως φόβος μη υπολειφθή εν τινι και εκπέση της αγάπης αυτού αναξία ταύτης δεικνυομένη. Τοιούτος ο της Εκκλησίας προς τον Σωτήρα Χριστόν φόβος. Υπό την αυτήν ακριβώς έννοιαν και σημασίαν ο Απόστολος γράφει ίνα η γυνή φοβήται τον άνδρα.
Δια της ρήσεως ταύτης ο Απόστολος Παύλος εζήτησε την σύσφιγξιν των δεσμών της συζυγικής αγάπης· διότι ως η αγάπη και ο φόβος της Εκκλησίας προς τον Σωτήρα Χριστόν προσφιλεστέραν αυτήν ως νύμφην τω νυμφίω Χριστόν ποιούσιν, ούτω και η αγάπη και ο φόβος της γυναικός προς τον εαυτής άνδρα προσφιλεστέραν αυτήν αυτώ ποιούσιν . Ότι ο φόβος ούτος ουδέν έχει κοινόν προς τον υπονοούμενον φόβον υπό τινών κυριών των μειδιωσών κατά την ώρα της αναγνώσεως της περικοπής ταύτης εν τω μυστηρίω του γάμου, και ότι ούτος είνε ιερός, αγνός και δίκαιος, και ότι επιβάλλεται ούτος εις τας γυναίκας ως θεία εντολή δια την εαυτών ευτυχίαν και αιώνιαν ευδαιμονίαν και τον αδιάρρηκτον σύνδεσμον της κοινής αγάπης θέλομεν αποδείξει.
 
Περί φόβου
Ο φόβος είνε έμφυτον συναίσθημα τω ανθρώπω.
Το συναίσθημα τούτο εκδηλούται ως δειλία, ως δέος, ως τρόμος εν περιστάσεσιν, εν αις απειλείται κίνδυνος ζωής. Επίσης εκδηλούται το συναίσθημα τούτο ως ταραχή και ανησυχία εν περιστάσεσιν, εν αις απειλείται η προσβολή της τιμής ή περιουσίας του ανθρώπου δικαίως ή αδίκως.
Ο βαθμός της μείζονος ή ελάσσονος εκδηλώσεως του φόβου ή της ταραχής και ανησυχίας είνε ανάλογος ή τω μεγέθει του πραγματικού κινδύνου ή τω μεγέθει της διεγερθείσης φαντασίας. Το συναίσθημα του φόβου ενίοτε εκδηλούται και εν περιστάσεσι, καθ' ας ουδέν μεν το πραγματικώς απειλούμενον ή διακινδυνεύον καθ' ην ώραν ο άνθρωπος κατέχεται υπό του συναισθήματος τούτου, προκύπτει όμως εξ ενδεχομένου εν τω μελλόντι κινδύνου, δυναμένου να προέλθη εξ αμελείας ημών εις τι των προσφιλών ημίν υποκειμένων. Το συναίσθημα τούτο εκδηλούται ή ως άκρα αγάπη προς τι ή ως άκρα ευλάβεια ή ως άκρα φροντίς ή ως αδιάλειπτη μέριμνα.
Κατά ταύτα ο φόβος, ως διαφόρως εκδηλούμενος κατά τας διαφόρους περιστάσεις και κατά διάφορα γεννώνται αυτόν αίτια, ανάγκη και διαφόρως να χαρακτηρίζηται . Όθεν ο μεν φόβος ο εκδηλούμενος ως δέος ή δειλία ή τρόμος, δύναται να ονομασθή φυσικός, ο δε φόβος ο εκδηλούμενος ως ταραχή και ανησυχία, ως και ο φόβος ο εκδηλούμενος ως αγάπη και ευλάβεια, δύναται να κληθή ηθικός. ʼρα ο φυσικός φόβος διαφέρει του ηθικού φόβου κατά τα διεγείροντα αυτόν αίτια.
Ο φυσικός φόβος είνε πάντοτε αδιαβλήτων παθών, ως μια μόνην έχων αφορμήν το κίνδυνο της απώλειας της ζωής. Ο ηθικός φόβος δεν είνε πάντοτε αδιάβλητο· διότι είνε διπλούς ως προερχόμενος από διάφορα κατά το ποιόν ηθικά αίτια της αγάπης και του μίσους. Ως δε εναντιώτατα τα γεννώντα αυτόν αίτια, εναντιώτατοι και οι χαρακτήρες αυτών. Ο μεν φόβος ο εκ της αγάπης γεννώμενος είνε ιερός, αγνός και δίκαιος, και εκδηλούται ως ευαισθησία ψυχής υπέρ του αγαπωμένου προσώπου, ως μέριμνα, ως πρόνοια και ως περί αυτού φροντίς . Ο ιερός ούτος φόβος ορίζεται υπό του Θεοφυλάκτου ως επίτασις ευλαβείας λέγοντος «ὁ φόβος ( ὁ ἱερός ) ἐπίτασις ἐστιν εὐλαβείας ὥσπερ καί εὐλάβεια συνεσταλμένος φόβος»· και αύθις «φόβος ἐστίν αἰδώς καί εὐλάβεια καί ἐπιτεταμένη τιμή». Ο Οικουμένιος λέγει περί του φόβου τούτου τα εξής: «Φόβος τελειωτικός δέους μέν ἀπήλλακται, διό καί ἁγνός εἴρηται καί διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος»· και εν τη Αγία Γραφή η λέξη φόβος πολλάκις λαμβάνεται εν τη σημασία της αιδούς και ευλαβείας και δι ' αυτής εκφράζεται ο πόθος προς τελείαν επίγνωσιν και οικείωσιν του θείου. Ο φόβος ο εκ του μίσους είνε φόβος εναγής και εκδηλούται ως αποστροφή και απέχθεια προς τινα, ως αδιαφορία και εχθροπάθεια. Περί του φόβου τούτου ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει: «Τό ἕτερον εἶδος τοῦ φόβου μετά μίσους γίνεται ᾧ δοῦλοι δεσπόταις κέχρηνται χαλεποῖς».
Ο ιερός φόβος είνε ο φόβος ο προς τον Θεόν, ο φόβος ο προς τους γονείς, ο φόβος ο προς τον σύζυγον και ο φόβος προς τους θείους και ανθρώπινους νόμους, και πηγάζει εκ της αγάπης.
Ο εναγής φόβος είνε φόβος κολάσεως. Αυτόν φονούνται οι παραβάται των θείων και ανθρωπίνων νόμων. Ούτος πηγάζει εκ του πονηρού συνειδότος . Η Εκκλησία συνιστά τοις εαυτής τέκνοις τον ιερόν, τον αγνόν και τον άγιον φόβον . Τούτο τον φόβο συνιστά και προς την ερχόμενην εις γάμου συζυγίαν, και υπό νέον ηθικόν νόμον τεθειμένην γυναίκα· ζητεί δε τούτο δια την ευτυχίαν αυτής της γυναικός.
Ο ιερός φόβος απαθής ων ουδέν επαπειλεί το δεινόν . Ο φόβος ούτος ως συναίσθημα ταυτίζεται τη αγάπη ευλάβειαν επί τη ψυχή εμποιών, ίνα μη δια την της αγάπης παρρησίαν εις καταφρόνησιν του ανδρός έλθη, ως λέγει πατήρ τις. Ο ηθικός αγνός φόβος είνε εν εκ των επτά χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, ον η Αγία Γραφή ονομάζει φόβον Θεού. Εν τη Αγία Γραφή η δικαιοσύνη χαρακτηρίζεται ως φόβος Θεού· «ἀνήρ δίκαιος φοβούμενος τόν Κύριον». Ο φόβος του Θεού είνε αρχή σοφίας. Ο θείος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει «Ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου οἷόν τι πρῶτον σπάργανον · καί σοφία τόν φόβον ὑπερβᾶσα καί εἰς ἀγάπην ἀναβιβάσασα Θεοῦ φίλους ἡμᾶς καί υἱούς ἀντιδούλων ἐργάζεται»· και ο Σειράχ λέγει «Στέφανος σοφίας φόβος Κυρίου ἀναθάλλων εἰρήνην και ὑγείαν ἱάσεως» ( κεφ. α΄ 15).
Τον φόβον του Θεού οι άγιοι πατέρες καλούσιν αγάπην προς τον Θεόν · «φόβος Θεοῦ ἀγάπην πρός αὐτόν ἐστιν · ἀγάπη δε σειρά τις, ἦς ἡ μέν τῶν ἀρχῶν ἐξαρτᾶται τῆς τοῦ ἀνθρώπου καρδίας, ἡ δε ἑτέρα ἅπτεται τῆς τοῦ Θεοῦ χειρός ἕλκοντος αὐτόν ἀεί πρός τόν αὐτοῦ φόβον». Και ο Μέγας Βασίλειος λέγει «σωτήριος ὁ φόβος καί Ἁγιασμοῦ ποιητικός ἐστι».
Ο ιερός ούτος φόβος εν τη Αγία Γραφή ταυτίζεται προς την ευλάβειαν και την αγάπην προς τινα . Ούτως εννόησαν και ερμήνευσαν οι ερμηνευταί και μεταφρασταί της Καινής Διαθήκης. Εν τη εν Οξωνίω εκδοθείση ελληνιστί μεταφράσει της Αγίας Γραφής ο εν κεφ. ε΄ 33 στιχ . της προς Εφεσίους επιστολής μετεφράσθη «Πλήν καί σεῖς οἱ καθ' ἕνα, ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ γυναίκα οὕτως ἄς ἀγαπᾷ ὡς ἑαυτόν · ἡ δε γυνή ἄς σέβηται τόν ἄνδρα». Εν τη λατινική μεταφράσει φέρεται ως εξής· «uxor autem videto, ut timeat virum». Το timeo ενταύθα, ως εξάγεται εκ της μεταφράσεως των άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών, έχει την σημασία του ευλαβείσθαι . Εν τη γαλλική μεταφράσει των Παρισίων μεταφράζεται «que la femme respecte son mari». Εν τη ιταλική μεραφράσει «ed altresi la moglie riverisca il marito». Υπό ταύτην την έννοιαν τον στίχον τούτον άπασαι αι ευρωπαϊκαί γλώσσαι μετέφρασαν. Και εν τη αρχαία εβραϊκή γλώσση ο φόβος προς τον Θεόν ερμηνεύεται υπό των ερμηνευτών φόβος εκ σεβασμού, εξ ευλαβείας· ως ο εν τω Λευτικώ ιθ΄ 3 στιχ .: «θέλετε φοβεῖσθαι ἕκαστος τήν μητέρα αὐτοῦ καί τόν πατέρα αὐτοῦ» ερμηνεύεται, θέλετε σέβεσθαι και ευλαβείσθαι · καθώς και ο εν χωρίω Ιησού Ναυή δ΄ 14 στιχ . «καί ἐφοβοῦντο αὐτόν (τόν Ἰησοῦν Ναυῆ) καθώς ἐφοβοῦντο τόν Μωϋσῆν, πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ» ερμηνεύεται υπό των λεξικογράφων του εβραιοελληνικού λεξικού M . N . Ph . Sauder και M. I. Trenel "comme ils avaient respecté Moise". Υπό αυτήν την σημασίαν απαντά και εν άλλοις χωρίοις του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης. Υπό ταύτη τη σημασία εχρήσατο τη λέξει και ο Απόστολος Παύλος, καθ' ου επιτίθενται λίαν αδίκως αι κυρίαι, τας οποίας ούτος εις μεγάλην υψώνει περιωπήν. Ώστε τα αίτια των διαζυγίων ουχί εκ τούτου του φόβου του υπό του Παύλου διδασκομένου προέρχονται, αλλ' αλλαχού δέον να ζητηθώσιν· ίσως ίσως εις την έλλειψιν του ιερού τούτου φόβου.

O ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ*»

O ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ*»
 

Υπό Σπυρίδωνος Δημ. Κοντογιάννη
Αναπληρωτού Καθηγητού
της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
 
1. Η κατήχηση είναι μία θεμελιώδης λειτουργία της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου αφ’ ενός μεν γιατί προσφέρει την αυθεντική πρόταση στο περί Θεού ερώτημα, αφ’ ετέρου δε γιατί αποτελεί την αυθεντική απάντηση του ανθρώπου για την έμφυτη ροπή του προς μία υπερβατική θεία δύναμη, η οποία καθόρισε την αρχή της υπάρξεώς του και την εντελέχεια της όλης θείας δημιουργίας. Η αναφορικότητα αυτή του ανθρώπου προς μία υπερβατική θεία δύναμη έχει ανθρωποκεντρική αφετηρία καί αναγωγική κίνηση όχι μόνο στη θεολογία των θρησκειών, αλλά και στην φιλοσοφούσα διανόηση. Η αναφορικότητα του λόγου των όντων σε ένα υπερβατικό Λόγο της υπάρξεώς τους, όπως μορφοποιήθηκε στους προσωκρατικούς Έλληνες φιλοσόφους, συστηματοποιήθηκε στην περί των Ιδεών πλατωνική φιλοσοφία και στην περί ενός κινούντος ακινήτου αριστοτελική διδασκαλία, οι οποίες επηρέασαν βαθύτατα και τις θεοκεντρικές ερμηνείες των διαφόρων θρησκειών για τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και με τον κόσμο.
Είναι γενική η παραδοχή καί αδιαμφισβήτητη η διαπίστωση ότι το περί Θεού ερώτημα είναι μία έμφυτη και καθολική έκφραση της αναφορικότητας της υπάρξεως του ανθρώπου προς μία υπερβατική, προσωπική ή και απρόσωπη, θεία δύναμη, η οποία καθόρισε ή και καθορίζει συνεχώς τόσο την ύπαρξη, όσο και την εντελέχεια όλων των όντων. Η θεωρητική αμφισβήτηση ή απόρριψη της σχέσεως αυτής, όπως και η αγνωστικιστική σχετικοποίησή της, οι οποίες συστηματικοποιήθηκαν από τα αντιθεϊστικά ιδεολογικά συστήματα των νεωτέρων κυρίως χρόνων, όχι μόνο δεν κλόνισαν, αλλ’ αντιθέτως αναθέρμαναν και τις απωθημένες πτυχές της θρησκευτικής συνειδήσεως, οι οποίες είχαν ατονήσει από τις ποικίλες αγκυλώσεις των θρησκευτικών ηγεσιών στις διάφορες περιόδους της ιστορικής πορείας των θρησκειών μέσα στον κόσμο.
Οι αγκυλώσεις αυτές, οι οποίες προέκυψαν από τις αυτονόητες επιδράσεις των διαφόρων εθνικών και πολιτιστικών παραδόσεων στην πνευματική αποστολή των διαφόρων θρησκειών, περιόρισαν πολλές φορές την αξιοπιστία και σε ορισμένες περιπτώσεις αλλοίωσαν το ίδιο το περιεχόμενο του θρησκευτικού μηνύματος για τη ζωή του ανθρώπου. Ωστόσο, οι συνέπειες από τά νοσηρά αυτά φαινόμενα υπήρξαν αναμφιβόλως επαχθέστερες για τον χριστιανικό κόσμο ιδιαίτερα κατά τους νεώτερους χρόνους αφ’ ενός μεν διότι οι μεγάλες ιστορικές διασπάσεις του εκκλησιαστικού σώματος κατά τον Ε΄ (Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες), τόν ΙΑ΄ (σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως) και τον ΙΣΤ΄ αιώνα (Προτεσταντική Μεταρρύθμιση) έπληξαν την ενότητα της Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε διότι οι αναπόφευκτες ομολογιακές αντιπαραθέσεις ή και συγκρούσεις μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών αποδυνάμωσαν την αξιοπιστία της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας και άφησαν ευρύτατο πεδίο αμφισβητήσεως από την εκκοσμικευμένη κρατική θεωρία και την αντιθεϊστική ιδεολογία του ίδιου του λυτρωτικού μηνύματος του χριστιανισμού.
Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία, καίτοι δεν παρήγαγε ή υπέθαλψε στο σώμα της νοσηρά φαινόμενα συστηματικής αμφισβητήσεως ή και απορρίψεως της αναγκαιότητας του χριστιανικού μηνύματος για τον άνθρωπο και την κοινωνία, συμπαρασύρθηκε στην ανεξέλεγκτη λαίλαπα των δυτικών αντιθεϊστικών πολιτικών, ιδεολογικών και πνευματικών τάσεων και πλήρωσε βαρύ τίμημα στην ίδια της τη σάρκα κατά τους ΙΘ΄ και Κ΄ αιώνες. Αποδυναμωμένη από τη μακραίωνη και σκληρή δουλεία σε αλλόθρησκο κατακτητή, δεν είχε τα αναγκαία αποθέματα δυνάμεων για να αντιπαρατεθή προς τις νέες ιδεολογικές και κοινωνικές προκλήσεις, οι οποίες υποστηρίχθηκαν με ανεύθυνο τρόπο από την εκκοσμικευμένη κρατική εξουσία, γι’ αυτό και η αθεϊστική κομμουνιστική ιδεολογία του Μαρξισμού-Λενινισμού επιβλήθηκε χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις στους εμπερίστατους ορθοδόξους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι πέρασαν από τη βιαιότητα του αλλόθρησκου κατακτητή στην καταπίεση μιας εχθρικής κρατικής εξουσίας, χωρίς να έχουν την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία για να κατανοήσουν ή να ερμηνεύσουν τις νέες προκλήσεις των καιρών.
2. Υπό την έννοια αυτή, ο χριστιανικός κόσμος γενικώτερα και η Ορθόδοξη Εκκλησία ειδικώτερα έζησε για πολλούς αιώνες την πρόκληση της αποστασίας από τη χριστιανική πίστη, η οποία προερχόταν είτε από τη βίαιη αξίωση του αλλόθρησκου κατακτητή ή και από τη βίαιη καταπίεση της ομόδοξης κρατικής εξουσίας, γι’ αυτό και ήδη από τον ΙΣΤ΄ αιώνα η κατήχηση των πιστών έγινε πρώτιστο μέλημα της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας. Πράγματι, ο χριστιανός βρέθηκε κατά τους νεώτερους χρόνους πολλές φορές ενώπιον του αρχέγονου διλήμματος της εμμονής στην παραδεδομένη πίστη της κοινωνίας με τον Θεό ή της αποστασίας από την κοινωνία με τον Θεό, χωρίς να έχη πάντοτε την αναγκαία πνευματική προετοιμασία για να αποκρούση τους πειρασμούς ενός αντιφατικού και ραγδαίως μεταβαλλόμενου κόσμου. Εν τούτοις, η εμπερίστατη Ορθόδοξη Εκκλησία, παρά τις αλλεπάλληλες σκληρές δοκιμασίες της δεύτερης χιλιετίας του ιστορικού της βίου, παρέμεινε προσηλωμένη στην πνευματική παρακαταθήκη της πατερικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας και διαφύλαξε αλώβητο τον εσώτατο πυρήνα της πνευματικής της εμπειρίας συνηγμένη γύρω από την Αγία Τράπεζα, η οποία λειτουργούσε ως αστείρευτη πηγή πνευματικής ακτινοβολίας περί της εν ημίν ελπίδος[1] και ως ομφάλιος λώρος για τη συντήρηση των πιστών στην εν Χριστώ καινή ζωή με την αδιάλειπτη μετοχή τους στον ευχαριστιακό δείπνο του Κυρίου. Έτσι, η λειτουργική εμπειρία των πιστών αναπλήρωνε με τον δικό της πνευματικό δυναμισμό το έλλειμα της κατηχήσεως και διαφύλλασε την πνευματική ακεραιότητα του εκκλησιαστικού σώματος και στους πλέον σκοτεινούς αιώνες της ιστορικής πορείας της Εκκλησίας.
Είναι πλέον κοινή η διαπίστωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφύλαξε ακλόνητη την εσωτερική της ενότητα μέσα από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, γιατί παρέμεινε συνηγμένη γύρω από την Τράπεζα του Κυρίου καί βίωνε στη λειτουργική της εμπειρία το όλο περιεχόμενο της ιστορίας της εν Χριστώ σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.[2] Έτσι ο λόγος της Λειτουργίας και η Λειτουργία του Λόγου εμπεριέχουν κατά τρόπο περιεκτικό και μυσταγωγικό όλα τα στοιχεία της χριστιανικής πίστεως και εμπνέουν κατά τρόπο καθοριστικό όλες τις πτυχές του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου των πιστών. Εν τούτοις, η αποσύνδεση των πιστών από τη λειτουργική εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος, η οποία επιβλήθηκε με διάφορους τρόπους από την αντιθεϊστική προπαγάνδα των ιδεολογικών συστημάτων ή και από την αντιεκκλησιαστική στάση της εκκοσμικευμένης κρατικής εξουσίας, απομάκρυνε τους πιστούς από την Αγία Τράπεζα και αποδυνάμωσε την κοινωνία τους με τον Θεό. Η πρόκληση της θεωρητικής ή πρακτικής αποστασίας από την πηγή της εν Χριστώ καινής ζωής είχε ως τραγική συνέπεια όχι μόνο την πνευματική σύγχυση του ανθρώπου, αλλά και την αδυναμία της Εκκλησίας να ασκήση την πνευματική της αποστολή σε ένα εχθρικό προς αυτήν θεσμικό πλαίσιο, το οποίο κατευθυνόταν από την εκκοσμικευμένη ή και αθεϊστική ιδεολογία του νεώτερου κρατισμού.
3. Η πνευματική λοιπόν αποστολή της Εκκλησίας κατά τους νεώτερους χρόνους δεν διαφοροποιείται ως προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο, το οποίο επικεντρώνεται πάντοτε στη λειτουργική εμπειρία της πίστεως για όλα τα μέλη της, αλλά οφείλει να προσαρμοσθή στις νέες πνευματικές ανάγκες, οι οποίες προέκυψαν από τις ιδεολογικές ή πνευματικές ανάγκες, οι οποίες προέκυψαν από τις ιδεολογικές ή πνευματικές συγχύσεις μεγάλου αριθμού μελών της και κατά συνέπεια από την απομάκρυνσή τους από την Τράπεζα του Κυρίου. Υπό την έννοια αυτή, η ενίσχυση της κατηχητικής αποστολής της Εκκλησίας απέκτησε εξαιρετική σημασία κατά τους νεώτερους χρόνους και θα μπορούσε να υποστηριχθή η αναγκαιότητα της επιστροφής στην παράδοση των πρώτων αιώνων, αφού υπάρχει αναλογία τάσεως και κριτηρίων για την απαξίωση ή έστω την αποδυνάμωση της πνευματικής επιρροής της Εκκλησίας στην Κοινωνία.
Βεβαίως, στην ελληνική πραγματικότητα το πρόβλημα δεν είναι ακόμη οξύ, όπως λ.χ. στους άλλους ορθοδόξους λαούς, λόγω κυρίως του συστήματος των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, το οποίο σέβεται το παραδοσιακό θεσμικό ρόλο της Εκκλησίας στην κοινωνία και υποστηρίζει τη θρησκευτική αγωγή των νέων τόσο στή δημόσια, όσο και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Έτσι, οι νέοι μας λαμβάνουν σημαντικές γνώσεις για την Ορθόδοξη Εκκλησία και για τις άλλες μεγάλες θρησκείες του κόσμου, ενώ συνδέονται μέσα στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος και με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Εν τούτοις, η εκπαιδευτική αυτή διαδικασία είναι παραπληρωματική και δεν μπορεί να υποκαταστήσει την βασική αποστολή της Εκκλησίας να μυήση τους νέους στο λυτρωτικό μήνυμα της πίστεως, όπως αυτό βιώνεται στη λειτουργική της εμπειρία, στην οποία πραγματώνεται η ενότητα των μελών της μεταξύ τους και με τη θεία κεφαλή της Εκκλησίας, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.
Υπό την έννοια αυτή, τό κατηχητικό σχολείο, εντάχθηκε στο κέντρο της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας κατά τους νεώτερους χρόνους, γιατί η χριστιανική αγωγή των νέων κατηγορήθηκε σκόπιμα από τους εκπροσώπους της αθεϊστικής ιδεολογίας και του εκκοσμικευμένου Μοντερνισμού ως αναχρονιστική και ως μη συμβατή προς την αξίωσή τους για την αυτονόμηση του ανθρώπου από κάθε υπερβατική αυθεντία. Έτσι, η Εκκλησία υποχρεώθηκε να οργανώση το έργο της κατηχήσεως των νέων είτε μέσα στα πλαίσια της αποστολής της Ενορίας ή και μέσα από τις πρωτοβουλίες θρησκευτικών οργανώσεων με θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, η αυτονόμηση του κατηχητικού έργου των θρησκευτικών οργανώσεων από τη ζωή της ενορίας προκάλεσε ποικίλες πνευματικές συγχύσεις, οι οποίες αντιμετωπίσθηκαν με καχυποψία από την Ποιμαίνουσα Εκκλησία, επέτρεψε όχι μόνο τη συστηματική αμφισβήτηση των επιδιωκομένων σκοπών, αλλά και την απαξίωση των κατηχητικών σχολείων σε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
4. Συνεπώς, η αποστολή της Διευθύνσεως Κατηχήσεως και Νεότητος της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για την κατάλληλη προετοιμασία των στελεχών του κατηχητικού έργου επικεντρώνεται αφ’ ενός μεν στην άρση των πολλαπλών και σε ορισμένες περιπτώσεις απαραδέκτων συγχύσεων του παρελθόντος, οι οποίες οδήγησαν στην κοινωνική απαξίωση των κατηχητικών σχολείων, αφ’ ετέρου δε στην ανασύνδεση του κατηχητικού έργου με τη λειτουργική εμπειρία της ενορίας, η οποία δικαιώνει την κατήχηση και θεραπεύει τις οποιεσδήποτε ελλείψεις ή παραλείψεις των στελεχών της κατηχήσεως. ʼλλωστε, η οποιαδήποτε αυτονόμηση του κατηχητικού έργου από τη λειτουργία της Τραπέζης του Κυρίου, όπου ο προσφέρων καί ο προσφερόμενος είναι ο ίδιος ο Κύριος και τελειωτής της πίστεως ημών, μετατρέπει τη μυστηριακή εμπειρία της πίστεως σε ιδεολογικό σύστημα αρχών και ηθικών αξιών, διότι την αποσυνδέει όχι μόνο από τη χριστοκεντρική οντολογία της όλης μαρτυρίας της Εκκλησίας, αλλά και από τον κοινωνικό δυναμισμό του όλου εκκλησιαστικού σώματος, στο οποίο είναι «τα πάντα και εν πάσι Χριστός».[3] Υπό την έννοια αυτή, το όλο κατηχητικό έργο έχει ως αποστολή να οδηγή στην Αγία Τράπεζα, όπου ο ίδιος ο Χριστός προσφέρεται ως «φάρμακον αθανασίας»[4] και «αντίδοτον του μη αποθανείν»[5] προς πάντα άνθρωπον, διότι μόνο η μετοχή στην εν Χριστώ καινή ζωή δίνει νόημα στην οποιαδήποτε διδασκαλία των αληθειών της πίστεως, αφού ο Χριστός είναι η μόνη οδός, η μόνη αλήθεια και η μόνη ζωή[6] για κάθε πιστό.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η συμμετοχή στο κατηχητικό έργο της Εκκλησίας είναι όχι βεβαίως ανάθεση καθηκόντων, αλλά κυρίως ανάληψη ευθυνών για την αξιόπιστη μαρτυρία της πίστεως σε μία περίοδο πολλαπλών ιδεολογικών, πνευματικών και κοινωνικών συγχύσεων, οι οποίες συντηρούνται από θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες του δημοσίου βίου των λαών και απειλούν τα ιερά και τα όσια της πνευματικής τους κληρονομίας. Οι θιασώτες της πνευματικής συγχύσεως διαθέτουν και τα πρόσωπα και τα μέσα για την πραγματοποίηση των σκοτεινών τους επιδιώξεων, γι’ αυτό και επικεντρώνουν την αθέμιτη δράση τους στην αλλοτρίωση της πνευματικής ταυτότητας των νέων, οι οποίοι δεν διαθέτουν ένα συγκροτημένο κώδικα ηθικών αξιών για να εκτιμήσουν τους κινδύνους των ελκυστικών προκλήσεων των καιρών. Υπό την έννοια αυτή, τα στελέχη του κατηχητικού έργου της Εκκλησίας πρέπει να εμπνέονται από τις αρχές του χριστιανικού ήθους σε όλες τις εκφράσεις της ζωής και να βιώνουν την αναφορά τους στη λειτουργική εμπειρία για να λειτουργήσουν ως αξιόπιστοι διδάσκαλοι της πίστεως όχι μόνο με τους λόγους τους, αλλά και με τη συνέπεια του υποδείγματός τους.
Οι νέοι κατηχητές, Μακαριώτατε, που αυτή τη στιγμή ευρίσκονται ενώπιον της Υμετέρας Μακαριότητος εμπνέονται πράγματι από τις αρχές του χριστιανικού ήθους σε όλες τις εκφράσεις της ζωής τους και αγωνίζονται να βιώνουν την αναφορά του στη λειτουργική εμπειρία για να δυνηθούν να λειτουργήσουν ως αξιόπιστοι διδάσκαλοι-κατηχητές της πίστεως, όχι μόνο με τον λόγο τους, αλλά και με τη συνέπεια του παραδείγματός τους. Και αυτό το απέδειξαν με την τετράωρη παρουσία τους κάθε Σάββατο στα μαθήματα της Σχολής Κατηχητών της Εκκλησίας ενώ άλλοι συνομίληκοί τους, συνάδελφοί τους, φίλοι τους περνούσαν «καλύτερα» σε κάποια «κέντρα πολιτισμού» για να θυμηθούμε και κάποιον –μακαρίτη τώρα– πρώην υπουργό.
Η χαρισματική και συνεπής σχέση λόγου και ζωής υπήρξαν πάντοτε και παραμένουν συνεχώς η μοναδική πηγή αξιοπιστίας του λόγου του διδασκάλου για τους νέους, ιδιαίτερα δε όταν ο λόγος αναφέρεται στην ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι πολλοί από τους νέους, καίτοι έχουν χαλαρή σχέση με την πνευματική ζωή της ενορίας, είναι πρόθυμοι να βιώσουν την εμπειρία της ασκητικής πνευματικότητας του Μοναχισμού, επειδή η επιλογή του μοναχού είναι επιλογή ζωής και έτσι λειτουργεί ως αξιόπιστη μαρτυρία πρός τους εγγύς και τους μακράν περί της εν ημίν ελπίδος. Το υπόδειγμα της συνέπειας λόγου και ζωής αναζητούν οι νέοι και στο πνευματικό έργο της ενορίας, γι’ αυτό και εμπνέονται από χαρισματικές προσωπικότητες κληρικών, οι οποίοι βιώνουν στην προσωπική τους ζωή το λυτρωτικό μήνυμα της πίστεώς μας. ʼλλη οδός μαρτυρίας δεν υπάρχει...
Ευχηθήτε Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα και Σεπτέ Ποιμενάρχα μας στα Παιδιά Σας αυτά, τους νέους Κατηχητάς και ευλογήστε τα να εργασθούν με ζήλον προφήτου και αυταπάρνηση αποστόλου για να φυτέψουν στις παιδικές ψυχές των μαθητών τους την πίστη στο Θεό, την αγάπη προς την Πατρίδα και την εμμονή στα ελληνοχριστιανικά ιδανικά της Φυλής μας.
* Εισηγητική ομιλία κατά την τελετήν απονομής των Πτυχίων εις τους αποφοίτους της Σχολής Κατηχητών της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (23 Ιουνίου 2004), επί παρουσία της Α.Μ. του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ.
[1] Α΄ Πέτρ. γ΄ 15.
[2] Ό,τι συνέβη στον Πανάγιο Τάφο του Γολγοθά, στον οποίο εναποτέθηκε μετά τη Σταύρωση το ακήρατο σώμα του Χριστού, αυτό εκφράζει το όλο λυτρωτικό μήνυμα του Χριστιανισμού. Αυτό βιώνεται στην ορθόδοξη παράδοση ως το αμετάθετο πρότυπο για την ιερότητα του μυστηρίου του θανάτου στην εν Χριστώ καινή ζωή όλων των πιστών. Έτσι, ο τάφος του Χριστού, ο «θρόνος» και η «κοίτη» Αυτού, κατά τη θεολογία της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787), είναι η αστείρευτη πηγή της καινής ζωής όλων των χριστιανών, γι’ αυτό και προεκτείνεται ως Αγία Τράπεζα σε όλους τους ιερούς Ναούς, όπου τελεσιουργείται συνεχώς, μέχρι της συντελείας του κόσμου το μυστήριο της θυσίας του Χριστού για τη σωτηρία του ανθρώπου ως «αντίδοτον του μη αποθανείν» και ως «φάρμακον αθανασίας» για κάθε πιστό. Ο τάφος λοιπόν του Γολγοθά προβάλλεται στη ζωή της Εκκλησίας ως Αγία Τράπεζα των ιερών Ναών για να δηλώσει την ιερότητα του μυστηρίου του θανάτου και της τριημέρου ταφής του Χριστού για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και για κάθε άνθρωπο χωριστά, γι’ αυτό και ο τάφος εκείνος, όπως επίσης και η ταφή του Χριστού, αποτελούν ιερό υπόδειγμα για όλους τους χριστιανούς, οι οποίοι καλούνται να βιώσουν, μέσα από τη δική τους ζωή τη ζωή του Χριστού, μιμούμενοι στη δική τους ζωή όσα ο ίδιος ο Χριστός ετέλεσε γι’ αυτούς. Η μίμηση της επίγειας ζωής του Χριστού είναι τόσο σημαντική γιά κάθε χριστιανό, ώστε ο απόστολος Παύλος να ομολογεί, ότι «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός», υπό την έννοια βεβαίως της συνεχούς βιώσεως του πνευματικού περιεχομένου της εν Χριστώ καινής ζωής. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο χριστιανός αναγεννάται στην εν Χριστώ καινή ζωή με τη μετοχή του στην ταφή και την Ανάσταση του Χριστού, η οποία συμβολίζεαι με την τριπλή κατάδυση καί ανάδυση του μυστηρίου του βαπτίσματος, τρέφεται στην πνευματική του ζωή με την προσέλευσή του στην Αγία Τράπεζα, το σύμβολο του Παναγίου Τάφου του Χριστού, για να μετάσχει στο λυτρωτικό μήνυμα της θυσίας του, και βιώνει στο φυσικό του θάνατο την ελπίδα της κοινής αναστάσεως. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΔΗΜ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ, «Το καθεστώς (Status quo) των Αγίων Τόπων μεταξύ των Λατινικών διεκδικήσεων και της Πανσλαβιστικής Προπαγάνδας», Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 30 (1995) [=Τιμητικόν Αφιέρωμα εις Ανδρέαν Θεοδώρου], σελ. 759-760. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Η ιερότητα των ταφικών μνημείων», Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 31(2000) [=Τιμητικόν Αφιέρωμα εις Ιωάννην Κ. Κορναράκην και Μιχαήλ Κ. Μακράκην], σελ. 439-441, όπου και εκτενέστερη βιβλιογραφία.
[3] Κολοσ. γ΄ 11.
[4] ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ, Επιστολή προς Εφεσίους, κεφ. ΧΧ, PG 5,661 Α.
[5] ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ, όπ. π.
[6] Ματθ. ιδ΄, 6: «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή».