Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

O ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ*»

O ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ*»
 

Υπό Σπυρίδωνος Δημ. Κοντογιάννη
Αναπληρωτού Καθηγητού
της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
 
1. Η κατήχηση είναι μία θεμελιώδης λειτουργία της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου αφ’ ενός μεν γιατί προσφέρει την αυθεντική πρόταση στο περί Θεού ερώτημα, αφ’ ετέρου δε γιατί αποτελεί την αυθεντική απάντηση του ανθρώπου για την έμφυτη ροπή του προς μία υπερβατική θεία δύναμη, η οποία καθόρισε την αρχή της υπάρξεώς του και την εντελέχεια της όλης θείας δημιουργίας. Η αναφορικότητα αυτή του ανθρώπου προς μία υπερβατική θεία δύναμη έχει ανθρωποκεντρική αφετηρία καί αναγωγική κίνηση όχι μόνο στη θεολογία των θρησκειών, αλλά και στην φιλοσοφούσα διανόηση. Η αναφορικότητα του λόγου των όντων σε ένα υπερβατικό Λόγο της υπάρξεώς τους, όπως μορφοποιήθηκε στους προσωκρατικούς Έλληνες φιλοσόφους, συστηματοποιήθηκε στην περί των Ιδεών πλατωνική φιλοσοφία και στην περί ενός κινούντος ακινήτου αριστοτελική διδασκαλία, οι οποίες επηρέασαν βαθύτατα και τις θεοκεντρικές ερμηνείες των διαφόρων θρησκειών για τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και με τον κόσμο.
Είναι γενική η παραδοχή καί αδιαμφισβήτητη η διαπίστωση ότι το περί Θεού ερώτημα είναι μία έμφυτη και καθολική έκφραση της αναφορικότητας της υπάρξεως του ανθρώπου προς μία υπερβατική, προσωπική ή και απρόσωπη, θεία δύναμη, η οποία καθόρισε ή και καθορίζει συνεχώς τόσο την ύπαρξη, όσο και την εντελέχεια όλων των όντων. Η θεωρητική αμφισβήτηση ή απόρριψη της σχέσεως αυτής, όπως και η αγνωστικιστική σχετικοποίησή της, οι οποίες συστηματικοποιήθηκαν από τα αντιθεϊστικά ιδεολογικά συστήματα των νεωτέρων κυρίως χρόνων, όχι μόνο δεν κλόνισαν, αλλ’ αντιθέτως αναθέρμαναν και τις απωθημένες πτυχές της θρησκευτικής συνειδήσεως, οι οποίες είχαν ατονήσει από τις ποικίλες αγκυλώσεις των θρησκευτικών ηγεσιών στις διάφορες περιόδους της ιστορικής πορείας των θρησκειών μέσα στον κόσμο.
Οι αγκυλώσεις αυτές, οι οποίες προέκυψαν από τις αυτονόητες επιδράσεις των διαφόρων εθνικών και πολιτιστικών παραδόσεων στην πνευματική αποστολή των διαφόρων θρησκειών, περιόρισαν πολλές φορές την αξιοπιστία και σε ορισμένες περιπτώσεις αλλοίωσαν το ίδιο το περιεχόμενο του θρησκευτικού μηνύματος για τη ζωή του ανθρώπου. Ωστόσο, οι συνέπειες από τά νοσηρά αυτά φαινόμενα υπήρξαν αναμφιβόλως επαχθέστερες για τον χριστιανικό κόσμο ιδιαίτερα κατά τους νεώτερους χρόνους αφ’ ενός μεν διότι οι μεγάλες ιστορικές διασπάσεις του εκκλησιαστικού σώματος κατά τον Ε΄ (Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες), τόν ΙΑ΄ (σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως) και τον ΙΣΤ΄ αιώνα (Προτεσταντική Μεταρρύθμιση) έπληξαν την ενότητα της Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε διότι οι αναπόφευκτες ομολογιακές αντιπαραθέσεις ή και συγκρούσεις μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών αποδυνάμωσαν την αξιοπιστία της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας και άφησαν ευρύτατο πεδίο αμφισβητήσεως από την εκκοσμικευμένη κρατική θεωρία και την αντιθεϊστική ιδεολογία του ίδιου του λυτρωτικού μηνύματος του χριστιανισμού.
Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία, καίτοι δεν παρήγαγε ή υπέθαλψε στο σώμα της νοσηρά φαινόμενα συστηματικής αμφισβητήσεως ή και απορρίψεως της αναγκαιότητας του χριστιανικού μηνύματος για τον άνθρωπο και την κοινωνία, συμπαρασύρθηκε στην ανεξέλεγκτη λαίλαπα των δυτικών αντιθεϊστικών πολιτικών, ιδεολογικών και πνευματικών τάσεων και πλήρωσε βαρύ τίμημα στην ίδια της τη σάρκα κατά τους ΙΘ΄ και Κ΄ αιώνες. Αποδυναμωμένη από τη μακραίωνη και σκληρή δουλεία σε αλλόθρησκο κατακτητή, δεν είχε τα αναγκαία αποθέματα δυνάμεων για να αντιπαρατεθή προς τις νέες ιδεολογικές και κοινωνικές προκλήσεις, οι οποίες υποστηρίχθηκαν με ανεύθυνο τρόπο από την εκκοσμικευμένη κρατική εξουσία, γι’ αυτό και η αθεϊστική κομμουνιστική ιδεολογία του Μαρξισμού-Λενινισμού επιβλήθηκε χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις στους εμπερίστατους ορθοδόξους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι πέρασαν από τη βιαιότητα του αλλόθρησκου κατακτητή στην καταπίεση μιας εχθρικής κρατικής εξουσίας, χωρίς να έχουν την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία για να κατανοήσουν ή να ερμηνεύσουν τις νέες προκλήσεις των καιρών.
2. Υπό την έννοια αυτή, ο χριστιανικός κόσμος γενικώτερα και η Ορθόδοξη Εκκλησία ειδικώτερα έζησε για πολλούς αιώνες την πρόκληση της αποστασίας από τη χριστιανική πίστη, η οποία προερχόταν είτε από τη βίαιη αξίωση του αλλόθρησκου κατακτητή ή και από τη βίαιη καταπίεση της ομόδοξης κρατικής εξουσίας, γι’ αυτό και ήδη από τον ΙΣΤ΄ αιώνα η κατήχηση των πιστών έγινε πρώτιστο μέλημα της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας. Πράγματι, ο χριστιανός βρέθηκε κατά τους νεώτερους χρόνους πολλές φορές ενώπιον του αρχέγονου διλήμματος της εμμονής στην παραδεδομένη πίστη της κοινωνίας με τον Θεό ή της αποστασίας από την κοινωνία με τον Θεό, χωρίς να έχη πάντοτε την αναγκαία πνευματική προετοιμασία για να αποκρούση τους πειρασμούς ενός αντιφατικού και ραγδαίως μεταβαλλόμενου κόσμου. Εν τούτοις, η εμπερίστατη Ορθόδοξη Εκκλησία, παρά τις αλλεπάλληλες σκληρές δοκιμασίες της δεύτερης χιλιετίας του ιστορικού της βίου, παρέμεινε προσηλωμένη στην πνευματική παρακαταθήκη της πατερικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας και διαφύλαξε αλώβητο τον εσώτατο πυρήνα της πνευματικής της εμπειρίας συνηγμένη γύρω από την Αγία Τράπεζα, η οποία λειτουργούσε ως αστείρευτη πηγή πνευματικής ακτινοβολίας περί της εν ημίν ελπίδος[1] και ως ομφάλιος λώρος για τη συντήρηση των πιστών στην εν Χριστώ καινή ζωή με την αδιάλειπτη μετοχή τους στον ευχαριστιακό δείπνο του Κυρίου. Έτσι, η λειτουργική εμπειρία των πιστών αναπλήρωνε με τον δικό της πνευματικό δυναμισμό το έλλειμα της κατηχήσεως και διαφύλλασε την πνευματική ακεραιότητα του εκκλησιαστικού σώματος και στους πλέον σκοτεινούς αιώνες της ιστορικής πορείας της Εκκλησίας.
Είναι πλέον κοινή η διαπίστωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφύλαξε ακλόνητη την εσωτερική της ενότητα μέσα από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, γιατί παρέμεινε συνηγμένη γύρω από την Τράπεζα του Κυρίου καί βίωνε στη λειτουργική της εμπειρία το όλο περιεχόμενο της ιστορίας της εν Χριστώ σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.[2] Έτσι ο λόγος της Λειτουργίας και η Λειτουργία του Λόγου εμπεριέχουν κατά τρόπο περιεκτικό και μυσταγωγικό όλα τα στοιχεία της χριστιανικής πίστεως και εμπνέουν κατά τρόπο καθοριστικό όλες τις πτυχές του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου των πιστών. Εν τούτοις, η αποσύνδεση των πιστών από τη λειτουργική εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος, η οποία επιβλήθηκε με διάφορους τρόπους από την αντιθεϊστική προπαγάνδα των ιδεολογικών συστημάτων ή και από την αντιεκκλησιαστική στάση της εκκοσμικευμένης κρατικής εξουσίας, απομάκρυνε τους πιστούς από την Αγία Τράπεζα και αποδυνάμωσε την κοινωνία τους με τον Θεό. Η πρόκληση της θεωρητικής ή πρακτικής αποστασίας από την πηγή της εν Χριστώ καινής ζωής είχε ως τραγική συνέπεια όχι μόνο την πνευματική σύγχυση του ανθρώπου, αλλά και την αδυναμία της Εκκλησίας να ασκήση την πνευματική της αποστολή σε ένα εχθρικό προς αυτήν θεσμικό πλαίσιο, το οποίο κατευθυνόταν από την εκκοσμικευμένη ή και αθεϊστική ιδεολογία του νεώτερου κρατισμού.
3. Η πνευματική λοιπόν αποστολή της Εκκλησίας κατά τους νεώτερους χρόνους δεν διαφοροποιείται ως προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο, το οποίο επικεντρώνεται πάντοτε στη λειτουργική εμπειρία της πίστεως για όλα τα μέλη της, αλλά οφείλει να προσαρμοσθή στις νέες πνευματικές ανάγκες, οι οποίες προέκυψαν από τις ιδεολογικές ή πνευματικές ανάγκες, οι οποίες προέκυψαν από τις ιδεολογικές ή πνευματικές συγχύσεις μεγάλου αριθμού μελών της και κατά συνέπεια από την απομάκρυνσή τους από την Τράπεζα του Κυρίου. Υπό την έννοια αυτή, η ενίσχυση της κατηχητικής αποστολής της Εκκλησίας απέκτησε εξαιρετική σημασία κατά τους νεώτερους χρόνους και θα μπορούσε να υποστηριχθή η αναγκαιότητα της επιστροφής στην παράδοση των πρώτων αιώνων, αφού υπάρχει αναλογία τάσεως και κριτηρίων για την απαξίωση ή έστω την αποδυνάμωση της πνευματικής επιρροής της Εκκλησίας στην Κοινωνία.
Βεβαίως, στην ελληνική πραγματικότητα το πρόβλημα δεν είναι ακόμη οξύ, όπως λ.χ. στους άλλους ορθοδόξους λαούς, λόγω κυρίως του συστήματος των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, το οποίο σέβεται το παραδοσιακό θεσμικό ρόλο της Εκκλησίας στην κοινωνία και υποστηρίζει τη θρησκευτική αγωγή των νέων τόσο στή δημόσια, όσο και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Έτσι, οι νέοι μας λαμβάνουν σημαντικές γνώσεις για την Ορθόδοξη Εκκλησία και για τις άλλες μεγάλες θρησκείες του κόσμου, ενώ συνδέονται μέσα στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος και με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Εν τούτοις, η εκπαιδευτική αυτή διαδικασία είναι παραπληρωματική και δεν μπορεί να υποκαταστήσει την βασική αποστολή της Εκκλησίας να μυήση τους νέους στο λυτρωτικό μήνυμα της πίστεως, όπως αυτό βιώνεται στη λειτουργική της εμπειρία, στην οποία πραγματώνεται η ενότητα των μελών της μεταξύ τους και με τη θεία κεφαλή της Εκκλησίας, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.
Υπό την έννοια αυτή, τό κατηχητικό σχολείο, εντάχθηκε στο κέντρο της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας κατά τους νεώτερους χρόνους, γιατί η χριστιανική αγωγή των νέων κατηγορήθηκε σκόπιμα από τους εκπροσώπους της αθεϊστικής ιδεολογίας και του εκκοσμικευμένου Μοντερνισμού ως αναχρονιστική και ως μη συμβατή προς την αξίωσή τους για την αυτονόμηση του ανθρώπου από κάθε υπερβατική αυθεντία. Έτσι, η Εκκλησία υποχρεώθηκε να οργανώση το έργο της κατηχήσεως των νέων είτε μέσα στα πλαίσια της αποστολής της Ενορίας ή και μέσα από τις πρωτοβουλίες θρησκευτικών οργανώσεων με θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, η αυτονόμηση του κατηχητικού έργου των θρησκευτικών οργανώσεων από τη ζωή της ενορίας προκάλεσε ποικίλες πνευματικές συγχύσεις, οι οποίες αντιμετωπίσθηκαν με καχυποψία από την Ποιμαίνουσα Εκκλησία, επέτρεψε όχι μόνο τη συστηματική αμφισβήτηση των επιδιωκομένων σκοπών, αλλά και την απαξίωση των κατηχητικών σχολείων σε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
4. Συνεπώς, η αποστολή της Διευθύνσεως Κατηχήσεως και Νεότητος της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για την κατάλληλη προετοιμασία των στελεχών του κατηχητικού έργου επικεντρώνεται αφ’ ενός μεν στην άρση των πολλαπλών και σε ορισμένες περιπτώσεις απαραδέκτων συγχύσεων του παρελθόντος, οι οποίες οδήγησαν στην κοινωνική απαξίωση των κατηχητικών σχολείων, αφ’ ετέρου δε στην ανασύνδεση του κατηχητικού έργου με τη λειτουργική εμπειρία της ενορίας, η οποία δικαιώνει την κατήχηση και θεραπεύει τις οποιεσδήποτε ελλείψεις ή παραλείψεις των στελεχών της κατηχήσεως. ʼλλωστε, η οποιαδήποτε αυτονόμηση του κατηχητικού έργου από τη λειτουργία της Τραπέζης του Κυρίου, όπου ο προσφέρων καί ο προσφερόμενος είναι ο ίδιος ο Κύριος και τελειωτής της πίστεως ημών, μετατρέπει τη μυστηριακή εμπειρία της πίστεως σε ιδεολογικό σύστημα αρχών και ηθικών αξιών, διότι την αποσυνδέει όχι μόνο από τη χριστοκεντρική οντολογία της όλης μαρτυρίας της Εκκλησίας, αλλά και από τον κοινωνικό δυναμισμό του όλου εκκλησιαστικού σώματος, στο οποίο είναι «τα πάντα και εν πάσι Χριστός».[3] Υπό την έννοια αυτή, το όλο κατηχητικό έργο έχει ως αποστολή να οδηγή στην Αγία Τράπεζα, όπου ο ίδιος ο Χριστός προσφέρεται ως «φάρμακον αθανασίας»[4] και «αντίδοτον του μη αποθανείν»[5] προς πάντα άνθρωπον, διότι μόνο η μετοχή στην εν Χριστώ καινή ζωή δίνει νόημα στην οποιαδήποτε διδασκαλία των αληθειών της πίστεως, αφού ο Χριστός είναι η μόνη οδός, η μόνη αλήθεια και η μόνη ζωή[6] για κάθε πιστό.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η συμμετοχή στο κατηχητικό έργο της Εκκλησίας είναι όχι βεβαίως ανάθεση καθηκόντων, αλλά κυρίως ανάληψη ευθυνών για την αξιόπιστη μαρτυρία της πίστεως σε μία περίοδο πολλαπλών ιδεολογικών, πνευματικών και κοινωνικών συγχύσεων, οι οποίες συντηρούνται από θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες του δημοσίου βίου των λαών και απειλούν τα ιερά και τα όσια της πνευματικής τους κληρονομίας. Οι θιασώτες της πνευματικής συγχύσεως διαθέτουν και τα πρόσωπα και τα μέσα για την πραγματοποίηση των σκοτεινών τους επιδιώξεων, γι’ αυτό και επικεντρώνουν την αθέμιτη δράση τους στην αλλοτρίωση της πνευματικής ταυτότητας των νέων, οι οποίοι δεν διαθέτουν ένα συγκροτημένο κώδικα ηθικών αξιών για να εκτιμήσουν τους κινδύνους των ελκυστικών προκλήσεων των καιρών. Υπό την έννοια αυτή, τα στελέχη του κατηχητικού έργου της Εκκλησίας πρέπει να εμπνέονται από τις αρχές του χριστιανικού ήθους σε όλες τις εκφράσεις της ζωής και να βιώνουν την αναφορά τους στη λειτουργική εμπειρία για να λειτουργήσουν ως αξιόπιστοι διδάσκαλοι της πίστεως όχι μόνο με τους λόγους τους, αλλά και με τη συνέπεια του υποδείγματός τους.
Οι νέοι κατηχητές, Μακαριώτατε, που αυτή τη στιγμή ευρίσκονται ενώπιον της Υμετέρας Μακαριότητος εμπνέονται πράγματι από τις αρχές του χριστιανικού ήθους σε όλες τις εκφράσεις της ζωής τους και αγωνίζονται να βιώνουν την αναφορά του στη λειτουργική εμπειρία για να δυνηθούν να λειτουργήσουν ως αξιόπιστοι διδάσκαλοι-κατηχητές της πίστεως, όχι μόνο με τον λόγο τους, αλλά και με τη συνέπεια του παραδείγματός τους. Και αυτό το απέδειξαν με την τετράωρη παρουσία τους κάθε Σάββατο στα μαθήματα της Σχολής Κατηχητών της Εκκλησίας ενώ άλλοι συνομίληκοί τους, συνάδελφοί τους, φίλοι τους περνούσαν «καλύτερα» σε κάποια «κέντρα πολιτισμού» για να θυμηθούμε και κάποιον –μακαρίτη τώρα– πρώην υπουργό.
Η χαρισματική και συνεπής σχέση λόγου και ζωής υπήρξαν πάντοτε και παραμένουν συνεχώς η μοναδική πηγή αξιοπιστίας του λόγου του διδασκάλου για τους νέους, ιδιαίτερα δε όταν ο λόγος αναφέρεται στην ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι πολλοί από τους νέους, καίτοι έχουν χαλαρή σχέση με την πνευματική ζωή της ενορίας, είναι πρόθυμοι να βιώσουν την εμπειρία της ασκητικής πνευματικότητας του Μοναχισμού, επειδή η επιλογή του μοναχού είναι επιλογή ζωής και έτσι λειτουργεί ως αξιόπιστη μαρτυρία πρός τους εγγύς και τους μακράν περί της εν ημίν ελπίδος. Το υπόδειγμα της συνέπειας λόγου και ζωής αναζητούν οι νέοι και στο πνευματικό έργο της ενορίας, γι’ αυτό και εμπνέονται από χαρισματικές προσωπικότητες κληρικών, οι οποίοι βιώνουν στην προσωπική τους ζωή το λυτρωτικό μήνυμα της πίστεώς μας. ʼλλη οδός μαρτυρίας δεν υπάρχει...
Ευχηθήτε Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα και Σεπτέ Ποιμενάρχα μας στα Παιδιά Σας αυτά, τους νέους Κατηχητάς και ευλογήστε τα να εργασθούν με ζήλον προφήτου και αυταπάρνηση αποστόλου για να φυτέψουν στις παιδικές ψυχές των μαθητών τους την πίστη στο Θεό, την αγάπη προς την Πατρίδα και την εμμονή στα ελληνοχριστιανικά ιδανικά της Φυλής μας.
* Εισηγητική ομιλία κατά την τελετήν απονομής των Πτυχίων εις τους αποφοίτους της Σχολής Κατηχητών της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (23 Ιουνίου 2004), επί παρουσία της Α.Μ. του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ.
[1] Α΄ Πέτρ. γ΄ 15.
[2] Ό,τι συνέβη στον Πανάγιο Τάφο του Γολγοθά, στον οποίο εναποτέθηκε μετά τη Σταύρωση το ακήρατο σώμα του Χριστού, αυτό εκφράζει το όλο λυτρωτικό μήνυμα του Χριστιανισμού. Αυτό βιώνεται στην ορθόδοξη παράδοση ως το αμετάθετο πρότυπο για την ιερότητα του μυστηρίου του θανάτου στην εν Χριστώ καινή ζωή όλων των πιστών. Έτσι, ο τάφος του Χριστού, ο «θρόνος» και η «κοίτη» Αυτού, κατά τη θεολογία της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787), είναι η αστείρευτη πηγή της καινής ζωής όλων των χριστιανών, γι’ αυτό και προεκτείνεται ως Αγία Τράπεζα σε όλους τους ιερούς Ναούς, όπου τελεσιουργείται συνεχώς, μέχρι της συντελείας του κόσμου το μυστήριο της θυσίας του Χριστού για τη σωτηρία του ανθρώπου ως «αντίδοτον του μη αποθανείν» και ως «φάρμακον αθανασίας» για κάθε πιστό. Ο τάφος λοιπόν του Γολγοθά προβάλλεται στη ζωή της Εκκλησίας ως Αγία Τράπεζα των ιερών Ναών για να δηλώσει την ιερότητα του μυστηρίου του θανάτου και της τριημέρου ταφής του Χριστού για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και για κάθε άνθρωπο χωριστά, γι’ αυτό και ο τάφος εκείνος, όπως επίσης και η ταφή του Χριστού, αποτελούν ιερό υπόδειγμα για όλους τους χριστιανούς, οι οποίοι καλούνται να βιώσουν, μέσα από τη δική τους ζωή τη ζωή του Χριστού, μιμούμενοι στη δική τους ζωή όσα ο ίδιος ο Χριστός ετέλεσε γι’ αυτούς. Η μίμηση της επίγειας ζωής του Χριστού είναι τόσο σημαντική γιά κάθε χριστιανό, ώστε ο απόστολος Παύλος να ομολογεί, ότι «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός», υπό την έννοια βεβαίως της συνεχούς βιώσεως του πνευματικού περιεχομένου της εν Χριστώ καινής ζωής. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο χριστιανός αναγεννάται στην εν Χριστώ καινή ζωή με τη μετοχή του στην ταφή και την Ανάσταση του Χριστού, η οποία συμβολίζεαι με την τριπλή κατάδυση καί ανάδυση του μυστηρίου του βαπτίσματος, τρέφεται στην πνευματική του ζωή με την προσέλευσή του στην Αγία Τράπεζα, το σύμβολο του Παναγίου Τάφου του Χριστού, για να μετάσχει στο λυτρωτικό μήνυμα της θυσίας του, και βιώνει στο φυσικό του θάνατο την ελπίδα της κοινής αναστάσεως. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΔΗΜ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ, «Το καθεστώς (Status quo) των Αγίων Τόπων μεταξύ των Λατινικών διεκδικήσεων και της Πανσλαβιστικής Προπαγάνδας», Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 30 (1995) [=Τιμητικόν Αφιέρωμα εις Ανδρέαν Θεοδώρου], σελ. 759-760. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Η ιερότητα των ταφικών μνημείων», Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 31(2000) [=Τιμητικόν Αφιέρωμα εις Ιωάννην Κ. Κορναράκην και Μιχαήλ Κ. Μακράκην], σελ. 439-441, όπου και εκτενέστερη βιβλιογραφία.
[3] Κολοσ. γ΄ 11.
[4] ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ, Επιστολή προς Εφεσίους, κεφ. ΧΧ, PG 5,661 Α.
[5] ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ, όπ. π.
[6] Ματθ. ιδ΄, 6: «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου