Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Η θεώρηση του προσώπου στην Ορθόδοξη Θεολογία και την Προσωποκεντρική Θεραπεία (πρωτοπρεσβύτερος Ευστράτιος Καρατσούλης)


Αρχικά στην παρούσα εργασία είναι αναγκαίο να γίνει μία αναφορά στις ομοιότητες και τις διαφορές της θεώρησης του προσώπου στην ορθόδοξη θεολογία και την ΠΠΘ. Θα γίνουν κάποιες αναφορές στην θεώρηση του προσώπου από την βιβλική και πρώιμη πατερική περίοδο μέχρι την σύγχρονη εποχή. Η αναφορά αυτή έχει σκοπό να παρουσιάσει το πώς υπάρχει και τι είναι το ανθρώπινο πρόσωπο κατά την εκκλησιαστική εμπειρία, διότι η θεώρηση αυτή είναι σημαντική για την συνέχεια της διαπραγμάτευσης του θέματος της εργασίας. Στην προσπάθεια αυτή θα εμφανιστούν κάποιες διαφορετικές προσεγγίσεις στην πατερική και τη σύγχρονη θεολογία, οι οποίες δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αρνητικά απογοητεύοντας τους εργάτες της θεολογικής επιστήμης, αλλά να δώσουν τις αφορμές για την ανασύνθεση και αναδιατύπωση του πατερικού λόγου και βιώματος στην σύγχρονη εποχή και τις σημερινές προκλήσεις. Μία από τις σύγχρονες αφορμές για συνάντηση στον χώρο της ψυχολογίας αποτελεί η ΠΠΘ, η οποία μεν προτείνει έναν ουμανιστικό τρόπο ύπαρξης του προσώπου, αλλά οι ομοιότητες των δύο κατευθύνσεων δίνουν την δυνατότητα της ανάπτυξης ενός διαλόγου και μίας συζήτησης, ώστε να ξεπεραστούν οι προσπελάσιμες διαφορές και οι επιφυλάξεις με μοναδικό σκοπό την αποκατάσταση του ανθρώπινου προσώπου.
Έπειτα θα εξετασθεί η δυναμική της σχέσης μέσα στο μυστήριο της εξομολόγησης. Στην σχέση αυτή εκτός από τα πρόσωπα του πνευματικού και του εξομολογούμενου υπάρχει το πρόσωπο του Χριστού, το Οποίο δίνει την υπερβατική διάσταση του μυστηρίου. Η αποκατάσταση των σχέσεων και η αδιάκοπη και η συνεχής επαφή μαζί Του οδηγεί τον άνθρωπο στην Βασιλεία του Θεού. Η εξέταση των χαρακτηριστικών και των γνωρισμάτων του πνευματικού, αλλά και η αναφορά στην πολυσύνθετη κατάσταση του εξομολογούμενου θα δώσουν την ευκαιρία να διατυπωθούν κάποια στοιχεία, τα οποία είναι απαραίτητα για την πνευματική αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα στην πνευματική σχέση του μυστηρίου.

Έπειτα θα γίνει μία σύντομή αναφορά στην θεραπευτική διαδικασία του ανθρώπου, η οποία προτείνεται από την ορθόδοξη παράδοση. Η μετάνοια, όπως εκφράζεται από όλη την πατερική γραμματεία, είναι το σημαντικότερο στοιχείο από την πλευρά του ανθρώπου για την επιστροφή του στην Εκκλησία και την βίωση της παρουσίας του Θεού στην ζωή του. Μετάνοια σημαίνει ότι ο άνθρωπος αλλάζει τον νου του, αλλάζει τον τρόπο σκέψης, αλλάζει την πορεία της ζωής του και γίνεται ένας νέος άνθρωπος. Αφήνει τις προηγούμενες λογικές και πρακτικές και παραδίδει τον εαυτό του στον Θεό και την Εκκλησία. Άρα το δεύτερο στοιχείο είναι η εμπιστοσύνη, η πίστη, το ολοκληρωτικό δόσιμο στον Θεό, τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της θεραπείας του ανθρώπου από την επήρεια της αμαρτίας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, αντίστοιχα με την σειρά εξέτασης του πρώτου κεφαλαίου, θα γίνει αρχικά μία αναφορά στην θεώρηση του προσώπου από την ΠΠΘ. Η θεώρηση αυτή έχει καθαρά ουμανιστικό χαρακτήρα αλλά υπάρχουν κάποια στοιχεία, τα οποία είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και βοηθούν στην συγκριτική εξέταση των δύο προοπτικών της παρούσας εργασίας. Η ανάδειξη του πλήρως λειτουργικού προσώπου αποτελεί τον στόχο και τον σκοπό της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας κατά την ΠΠΘ. Ο άνθρωπος υπακούοντας στις βαθύτερες τάσεις του για την αυθεντικότητα, την ανάπτυξη και την ευτυχία του καθορίζει και ιεραρχεί τις προτεραιότητές του, έχοντας ως στόχο την ανάδειξη του προσώπου του. Η σπουδαιότητα της σχέσης στην προσπάθεια αυτή είναι καθοριστική στην ΠΠΘ, έχοντας κατά τον Rogers μία μεταμορφωτική δύναμη. Γι’αυτό τον λόγο γίνεται η εξέταση τόσο των χαρακτηριστικών που πρέπει να έχει ο θεραπευτής της ΠΠΘ όσο και των στοιχείων και των δυσκολιών της προσωπικότητας του πελάτη. Στο τέλος του κεφαλαίου παρουσιάζεται η θεραπευτική πρόταση της ΠΠΘ για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου Η προσπάθεια αυτή του ανθρώπου υποστηρίζεται από τον προσωποκεντρικό θεραπευτή με τις τρεις προαναφερθείσες στάσεις. Την αυθεντικότητα, την άνευ όρων αποδοχή και την ενσυναίσθηση. Οι καταστάσεις αυτές δεν αποτελούν μαθημένες συμπεριφορές αλλά στάσεις οι οποίες είναι οι ρίζες και οι πηγές των συμπεριφορών και έχουν ένα γνωστικό, συναισθηματικό και πραξιακό περιεχόμενο [9].
Στο επόμενο κεφάλαιο γίνεται μία προσπάθεια να διατυπωθούν τα κοινά στοιχεία αλλά και οι διαφορές της συνάντησης της ορθόδοξης θεολογίας, με τη ΠΠΘ, μέσω του μυστηρίου της εξομολόγησης, και της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας της ΠΠΘ. Αν και υπάρχει κατ’αρχήν η σημαντική διαφορά της ποιότητας των δύο προτάσεων, δηλαδή μεταξύ του θεανθρώπινου χαρακτήρα του μυστηρίου της εξομολόγησης και του ουμανιστικού χαρακτήρα της ΠΠΘ, υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία αλλά και κάποιες σημαντικές και αξεπέραστες διαφορές. Από την συνάντηση όμως αυτή μπορούν να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την έναρξη ενός γόνιμου διάλογου.
Παράλληλα η προβολή από την ορθόδοξη θεολογία του προσώπου του Χριστού, ως του απόλυτου ανθρωπολογικού προτύπου, αλλά και η εσχατολογική της προοπτική μπορούν να προσφέρουν λύσεις στα σύγχρονα ανθρωπολογικά όρια τόσο της ψυχολογίας όσο και της νεωτερικότητας. Αντίστοιχα κάποια στοιχεία από την ΠΠΘ μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ποιμαντική και συμβουλευτική της Εκκλησίας, βοηθώντας στην διακονία της κατανόησης του σύγχρονου ανθρώπου και την θεραπεία του.

9. Αλέξανδρος Κοσμόπουλος και Γρηγόρης Μουλαδούδης, Ο Carl Rogers και η Προσωποκεντρική του θεωρία για την ψυχοθεραπεία και την εκπαίδευση (Αθήνα : Ελληνικά Γράμματα, 2003) σ. 67.

Στοχασμός, θεολογία καί ἐπιστήμη





Συνεχίζουμε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννη τοῦ Ρωμανίδη τό κεφάλαιο «Στοχασμός στήν Ὀρθόδοξη θεολογία». Ἔχουμε πεῖ ὅτι ἡ θεολογία δέν εἶναι στοχαστική ἀλλά εἶναι ἀληθινή, εἶναι ἐμπειρική θεολογία. Στήν Ὀρθόδοξη θεολογία ὑπάρχει ἄραγε στοχασμός; Λέει ὁ π. Ἰωάννης «ὑπάρχει καί στοχασμός, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει στοχασμός καί στίς θετικές ἐπιστῆμες. Στίς θετικές ἐπιστῆμες ὁ κάθε ἐρευνητής, γιά νά προχωρήσει στήν ἔρευνά του, προβάλλει συνεχῶς ὑποθέσεις καί δέν τολμάει νά υἱοθετήσει τίς ὑποθέσεις αὐτές καί νά τίς μεταβάλει σέ ἀξιώματα, πρίν ἐλεγχθεῖ ἡ ὀρθότητά τους ἀπό τήν ἐμπειρία, δηλαδή τήν ἐμπειρική γνώση μέ βάση τίς ἐπιστημονικές μεθόδους». Κάνει πειράματα καί ἐπαληθεύει αὐτό πού ὑποθέτει πώς εἶναι ἀληθινό. «Στίς θετικές ἐπιστῆμες δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πρόοδος, ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ στοχασμός ἐπάνω στίς κτηθεῖσες γνώσεις. Μέ βάση αὐτόν τόν στοχασμό οἱ ἐπιστήμονες δημιουργοῦν θεωρίες καί προβάλλουν ὑποθέσεις, τίς ὁποῖες ἐν συνεχεία ἐλέγχουν μέ τήν παρατήρηση καί τό πείραμα, ἄν εἶναι ὀρθές». Ἔχουν κάποια δεδομένα, τά συνθέτουν μέ τή σκέψη τους καί φτιάχνουν μιά θεωρία, ἡ ὁποία ἑρμηνεύει, θά λέγαμε, αὐτά τά δεδομένα πού ἔχουν. Ἀλλά θά πρέπει μετά αὐτή τήν θεωρία νά τήν ἐπαληθεύσουν καί μέ τό πείραμα.
«Ὁ στοχασμός ὅμως, πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξο Θεολογία, συνεχῶς λιγοστεύει ὅσο κανείς προχωρεῖ στήν θεογνωσία». Ὅσο γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό καί τά περί τοῦ Θεοῦ τόσο ὁ στοχασμός μειώνεται, «διότι ὁ στοχασμός αὐτός ἐλέγχεται καί περιορίζεται συνεχῶς ὑπό τό φῶς τῆς ἀποκαλύψεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» καί δέν χρειάζεται πλέον ὁ ἄνθρωπος νά στοχάζεται ἀλλά ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. «Οἱ στοχασμοί καί οἱ ὑποθέσεις ἀντικαθίστανται ἀπό τήν γνώση», πού βιώνει ὁ ἄνθρωπος πού καθαρίζεται καί φωτίζεται. «Προχωρώντας κανείς ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό, ὁ στοχασμός μειώνεται. Πλήρης κατάργηση τοῦ στοχασμοῦ συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στήν θέωση, ὅταν δηλαδή ἀντικρύσει τήν ἴδια τήν Ἀλήθεια, ἡ ὁποία τοῦ ἀποκαλύπτεται καί ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός». Μάλιστα ἐκεῖ, στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, καταργεῖται καί ἡ προσευχή, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει βρεῖ αὐτό πού ζητάει μέ τήν προσευχή του, τόν Θεό.
«Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ἀναλλοίωτη δια μέσου τῶν αἰώνων, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Καί τοῦτο, διότι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἴδια δια μέσου τῶν αἰώνων». Ὁ Θεός καί τῆς Παλαῖας Διαθήκης καί τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ ἴδιος. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἱερά Παράδοση εἶναι ἀναλλοίωτη. «Ἦταν καί εἶναι πάντα ἡ ἴδια, σέ ὅλους τούς θεούμενους ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀδάμ μέχρι τώρα. Ὅλοι οἱ θεούμενοι (Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Ἅγιοι), δέχονται τήν ἴδια ἐμπειρία ἐν Ἁγίω Πνεύματι κατά τήν θέωση, ὅταν δηλαδή τούς ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστός». Δηλαδή, τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχε ὁ προφήτης Μωυσῆς πού εἶδε τήν βάτο τήν φλεγομένη καί μή καταφλεγομένη, τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχαν καί οἱ Ἀπόστολοι στό Θαβώρ καί τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχε καί ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὁ ἅγιος Σιλουανός, οἱ σύγχρονοι ἅγιοι.

Ελληνική φιλοσοφία και πατερική θεολογία (Γράφει ο π.Κυρίλλος Κωστόπουλος, Ιεροκήρυξ, Δρ.Θεολογίας)


Πάντοτε υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχη διαμάχη μεταξύ εκείνων, οι οποίοι υπερασπίζονται την ελληνική φιλοσοφία και εκείνων, οι οποίοι την απορρίπτουν, για να διασώσουν δήθεν την Πατερική θεολογία.
Η αλήθεια, όμως, για την σχέση Ελληνικής φιλοσοφίας και Πατερικής imageθεολογίας ευρίσκεται στο μέσον. Δεν πρέπει να υποτιμούμε την λογική σκέψη των Ελλήνων φιλοσόφων, αλλ’ ούτε να παραγνωρίζουμε την εμπειρική μετοχή των Πατέρων και Διδασκάλων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας στην αποκαλυφθείσα αλήθεια.
Είναι γεγονός ότι η πρώτη Εκκλησία και θεολογία αναπτύχθηκε μέσα στα όρια του Ελληνικού κόσμου, της εξελληνισμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μέσα στον χώρο της Αρχαιοελληνικής και ελληνιστικής φιλοσοφικής παραδόσεως. Στην καινούρια αυτή αποκαλυπτική εμπειρική χριστιανική θεολογία βρήκε την πλήρωσή του ο φιλόσοφος της ελληνιστικής εποχής, ο οποίος αναζητούσε απάντηση στα θεολογικά, κοσμολογικά και υπαρξιακά του ερωτήματα.
Υπήρχε, βεβαίως, μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ Ελληνικής φιλοσοφίας και χριστιανικής Πατερικής θεολογίας. Η πρώτη αναζητούσε την γνώση μέσω πολλών λογικών μεθόδων, έχοντας ως βάση τις λογικές αρχές. Η δεύτερη, έχουσα επίγνωση των λογικών και γνωστικών ορίων του ανθρώπου, κινήθηκε στον χώρο της αποκαλυπτικής εμπειρικής λογικής.
Η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, για να φθάση στον Θεό, πορεύεται μέσω της μίας εκ των δύο ακολούθων οδών: ή ορίζει αξιωματικά τον Θεό και προχωρεί στην ανάλυση των όσων απορρέουν εξ αυτής της πραγματικότητος ή αποδέχεται την κτίση και τις φυσικές της δυνάμεις και στοχαστικά πορεύεται προς τον Δημιουργό της Θεό.
Η Ορθόδοξος Πατερική θεολογία έχει ως αφετηρία το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, τον Ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού Πατρός, ο Οποίος είναι ο Δημιουργός Λόγος των όντων. Τοιουτοτρόπως, ο Σαρκωθείς Λόγος, ως Αυτοαλήθεια –«εγώ ειμί… η αλήθεια»[i]- οδηγεί τα όντα στην α-λήθεια, τα εξάγει δηλαδή από τη λήθη και φανερώνει το «είναι» τους.
Είναι, βεβαίως, αληθές ότι η Πατερική θεολογία χρησιμοποίησε την Ελληνική γλώσσα, την αρχαία Ελληνική φιλοσοφική μέθοδο, καθώς και πολλούς όρους της Ελληνικής φιλοσοφίας, για να εκφράση τις αιώνιες αποκαλυφθείσες αλήθειες[ii].
Την συνεργασία αυτή, με τις ορθές προτεραιότητες και αναλογίες, προσπάθησαν να πραγματώσουν και το πέτυχαν «εν Αγίω Πνεύματι» οι Άγιοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας[iii]. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενώ ήταν υπέρμαχος αυτής της συνεργασίας, εν τούτοις, επικοινωνώντας με τον φιλόσοφο Ήρωνα, ξεκαθαρίζει την θέση του: «Επειδή ούτω διενοήθη, τούτο μέν ουδέ βουλής ηξίωσε, ποτέραν δει των φιλοσοφιών ελέσθαι μάλλον, την έξω και παίζουσαν τας της αληθείας σκιάς εν τω της φιλοσοφίας σχήματι και προβλήματι, ή την ημετέραν και ταπεινήν μεν τω φαινομένω, υψηλήν δε τω κρυπτομένω και προς Θεόν άγουσαν»[iv].
Αυτή η συνάντηση της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας με την Πατερική θεολογία, αλλά και ο εκατέρωθεν αγώνας για επικράτηση, γέννησε τις μεγάλες αιρέσεις των πρώτων, κυρίως, αιώνων της χριστιανικής ζωής και θεολογίας. Ήταν μια δύσκολη έως δραματική συνύπαρξη. Και τα δύο μέρη, Ελληνική φιλοσοφία και χριστιανική εμπειρία, αντιπροσώπευαν μια δυναμική γνώσεως και ζωής- ασχέτως της τοποθετήσεως του κάθε μέρους ως προς την αντικειμενική αλήθεια- η οποία τελικώς έφερε το επίτευγμα της συζεύξεως και την γέννηση του «καινού» τέκνου, του Αποκαλυφθέντος Λόγου, μέσα από την σάρκα της Ελληνικής φιλοσοφίας.
Πρωτεργάτες αυτής της συνεργασίας και επιτεύξεως υπήρξαν αναμφιβόλως οι Έλληνες Πατέρες και Διδάσκαλοι, με την βαθειά πίστη τους στον ενανθρωπήσαντα Λόγο, την ένθεο βιωτή τους και την πλατειά Ελληνική Παιδεία τους.
==================================================
[i] Ιωάν. 14, 6.
[ii] «Γιατί αν η Καινή Διαθήκη πρόσφερε το σώμα των εξ αποκαλύψεως αληθειών, η Ελληνική Φιλοσοφία στάθηκε το πλούσιο οπλοστάσιο, από το οποίο οι Πατέρες άντλησαν τις θέσεις και τις μεθόδους, τα πολύτιμα όπλα, για την ανάπτυξη και την συστηματική ερμηνεία του σώματος τούτου των αληθειών». Τατάκη Β., Η Ελληνική και Πατερική Φιλοσοφία, Αθήνα 2000, σελ. 22.
[iii] «Είναι γνωστό, ότι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούσαν εκφράσεις των Στωικών και ότι εδημιουργήθησαν ακόμη και θρύλοι περί αλληλογραφίας μεταξύ του Απ. Παύλου και στωικών της εποχής του (λ.χ. του Σενέκα)». Θεοδώρου Ευαγγ., Θεός, κόσμος και άνθρωπος, Πρακτικά ΣΤ’ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου 2004.
[iv] ΕΠΕ 3, 256, Θεσ/νίκη 1976.
(Aπό το βιβλίο του Αρχ. Κυρίλλου Κωστοπούλου «Θεολογικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις», Πάτρα 2006, σελ. 118-121).

Ὁ ἄνθρωπος κατά τό λόγο τῆς θείας οἰκονομίας Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου




Ἡ διακονία καί ἡ ποιμαντική εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας σ' ὁποιαδήποτε ἐποχή, ἰδιαίτερα δέ σήμερα, ἔχει χρέος νά προσανατολίζεται σταθερά στήν ἐπικαιρότητα καί νά μή παραθεωρῆ τίς ἐπί μέρους πολιτισμικές καταβολές τῶν ἀνθρώπων, στούς ὁποίους ἐκτείνει τή φροντίδα της. Ἐξ ἴσου ἔχει τήν ὑποχρέωση νά ἀναβαπτίζεται συνεχῶς στά θεολογικά ἐκεῖνα κριτήρια, τά ὁποῖα περιγράφουν καί προσδιορίζουν τόν χαρακτῆρα καί τή φυσιογνωμία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι παράλληλα καί συγχρόνως μέ τή σπουδή τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου ὀφείλει νά γνωρίζη τή χριστιανική διάσταση καί ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά προσεγγίση καί νά ποιμάνη; Ποιό εἶναι τό βάθος καί ποιά τά ὅρια τῆς ὑπάρξεώς του;
Εἶναι προφανές ἀπό τή μελέτη τῆς ἐν γένει χριστιανικῆς παραδόσεως ὅτι ὁ ἄνθρωπος, κατά τό λόγο τῆς θείας οἰκονομίας, ἐνῶ ζῆ καί ἐπιβιώνει μέσα στήν πολλαπλότητα τῆς κοσμικῆς καί τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας, στήν οὐσία συνιστᾶ "καινήν κτίσιν" (2 Κορ. 5: 17). Ἐνῶ πορεύεται μέσα στήν ἀκατανόητη ἀναγκαιότητα τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου εἶναι ὀντότης μιᾶς ἄλλης τάξεως καί κοινωνίας. Χωρίς νά ἀρνεῖται τόν κόσμο καί τό ἱστορικό, κοινωνικό καί πολιτισμικό του περιβάλλον, ὅπως θά ἤθελε μιά μονιστική μεταφυσική ἤ ἡ μανιχαϊκή ὀντολογία, ἀνατρέπει τή γνωστή κατεύθυνση, ἀπό τή ζωή στό θάνατο, ἀφοῦ ἐν Χριστῷ "μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν" (Ἰω. 5: 24). Χωρίς νά ἀπαρνεῖται τόν κοσμικό χῶρο στόν ὁποῖο ὑπάρχει, δρᾶ καί πορεύεται, ὁ ἄνθρωπος τῆς νέας Διαθήκης ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ζωή του "κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ" (Κολ. 3: 2-3).
Μιά προσεκτική μελέτη τῶν βιβλικῶν δεδομένων μᾶς φέρνει μπροστά στήν ἔννοια τοῦ "καινοῦ ἀνθρώπου". Ἡ ἔννοια αὐτή κατανοήθηκε στή χριστιανική παράδοση σάν ἀφετηριακό καί θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Θά μπορούσαμε ἀπερίφραστα νά ποῦμε ὅτι, ἡ χριστιανική περί ἀνθρώπου διδασκαλία δέν εἶναι στήν οὐσία ἄλλο παρά θεολογία τοῦ "καινοῦ" ἀνθρώπου. Στήν Καινή Διαθήκη καί εἰδικώτερα στή θεολογία τοῦ Παύλου ὁ "καινός ἄνθρωπος" παρίσταται ὡς προϊόν τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, ἀντιδιαστέλλεται δέ ἀπό τόν "παλαιόν ἄνθρωπον". Εἶναι γνωστό ὅτι, μέ τήν ἔννοια "παλαιός ἄνθρωπος" ὁ Παῦλος περιγράφει τόν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ. 6: 6. Κολ. 3: 9), τόν "ἀπηλλοτριωμένον τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ" (Ἐφ. 4: 18), "τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης" (Ἐφ. 4: 22). Ὁ παλαιός αὐτός ἄνθρωπος παρομοιάζεται μέ "παλαιάν ζύμην", μέ τήν "ζύμην τῆς κακίας καί πονηρίας", πού σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ἄχρηστη καί πρέπει νά ἀντικατασταθῆ μέ νέα ζύμη "εἰλικρινείας καί ἀληθείας" (1 Κορ. 5: 7-8).
Ἡ διαλεκτική παράσταση τοῦ παλαιοῦ καί τοῦ νέου ἀνθρώπου ἔχει τρεῖς πτυχές, τρεῖς ἄν θέλετε ἰδιάζουσες ἀναφορές στή θεολογία τοῦ Παύλου. Κατά πρῶτο λόγο ἔχει ἕνα μυστηριακό χαρακτῆρα, χρησιμοποιεῖται δηλ. σέ σχέση μέ τό Βάπτισμα. "Ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη" καί συνετάφη στό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος, "ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ Παρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν" (Ρωμ. 6: 3-6). Τό Βάπτισμα κατανοεῖται ὡς "λουτρόν παλιγγενεσίας καί ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου" (Τίτ. 3: 5). Πρόκειται γιά τήν ἐν Χριστῷ ἀρχή τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἔνδυση τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. 3: 27), πού πραγματώνεται μέ τήν ὑπαρξιακή μετοχή στό θάνατο καί στήν ἀνάστασή Του. Ἔτσι, ἡ μυστηριακή σχέση ἀνάγει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο στή θεανδρική ζωή.
Ἀπό τό μυστηριακό κύκλο ἡ παράσταση μεταφέρεται στόν κύκλο τῆς προσωπικῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ καλεῖται νά κινηθῆ ἐλεύθερα καί νά ἐγκαταλείψη "τήν προτέραν ἀναστροφήν, τόν παλαιόν ἄνθρωπον" (Ἐφ. 4: 22). Ἡ παλαιά ζωή, τήν ὁποία πρέπει νά ἀπαρνηθῆ καί νά νεκρώση ὁ πιστός, περιλαμβάνει κάθε μορφή σαρκικῆς λαγνείας, "πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμία κακήν, καί τήν πλεονεξίαν ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία" (Κολ. 3: 5). Γιά νά κτισθῆ ὁ καινός ἄνθρωπος αὐτές οἱ ἐπιθυμίες καί εἰδωλολατρικές ὀρέξεις πρέπει νά φύγουν ἀπό τό σῶμα του, ὅπως φεύγει τό ἔνδυμα μέ τήν ἀπέκδυση. Ἔτσι οἱ πιστοί, "ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον", θά ἐνδυθοῦν, μέ τήν προσωπική τους πλέον ἄσκηση, "τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν" (Κολ. 3: 9-10).
Τήν παράσταση τοῦ παλαιοῦ καί τοῦ νέου ἀνθρώπου συνδέει, τέλος, ὁ Παῦλος μέ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου "οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος, περιτομή καί ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός" (Κολ. 3: 11). Ἀποτελεῖ βασικό ἀξίωμα τῆς θεολογίας τοῦ Παύλου, ὅτι μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας οἰκοδομεῖται ὁ καινός ἄνθρωπος (Ἐφ. 2: 15), ὁ ὁποῖος ἔχει τή δυνατότητα νά ὑψωθῆ "εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ", νά φθάση δηλ. στή θεία ἐπίγνωση καί νά βιώση τήν ἑνότητα τῆς πίστεως (Ἐφ. 4: 13). Σ' αὐτό τό μέτρο ὁ ἀπόλυτα, ὁ αὐθεντικά "καινός ἄνθρωπος" εἶναι, ὅπως σημειώνει ὁ Ἰγνάτιος, ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Ὁποῖος πραγματώνει στόν ἑαυτό του τήν ἀνακαίνωση τοῦ παλαιοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος τέμνει καί συγχρόνως ἑνοποιεῖ τήν ἱστορία, προβάλλοντας τόν καινό ἄνθρωπο στήν ἴδια τήν ὑπόστασή Του, "ἐν τῇ σαρκί αὐτοῦ". Καταργεῖ τά παλαιά καί ἑνοποιεῖ τά διεστῶτα, "ἵνα τούς δύο κτίση ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον" (Ἐφ. 2: 11-22).
Τό περί "καινοῦ ἀνθρώπου" τρίπτυχο τῆς θεολογίας τοῦ Παύλου, ἡ μυστηριακή σφαίρα, ἡ προσωπική πνευματική ζωή καί ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἀποτελεῖ σταθερή βάση γιά τήν καταγραφή μιᾶς ὁλοκληρωμένης χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Ἡ μυστηριακή θεμελίωση καί προοπτική τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σύνδεση δηλ. τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, δηλώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας ὑψώνεται στό θεανδρικό ἐπίπεδο, ὑπερβαίνει δηλ. τά ὅριά του καί μετέχει, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, στή θεία ζωή. Ἡ σύνδεση ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου μέ τήν προσωπική πνευματική ζωή βεβαιώνει ὅτι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ νέος τρόπος τῆς ὑπάρξεώς του δέν ἔρχεται, σέ καμμιά περίπτωση, σάν κάτι μαγικό, ἀλλά εἶναι σταθερά καρπός τῆς χάριτος βεβαίως καί ἐξ ἴσου τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Τέλος, ἡ κατανόηση καί τοποθέτηση τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου στά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀναιρεῖ κάθε ἄνομη αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου καί κλείνει τό δρόμο στίς ὀλέθριες συνέπειες μιᾶς ἀτομοκεντρικῆς ἀνθρωπολογίας.  
α) Ὁ θεανδρικός ἄνθρωπος 
Ὁ ἄνθρωπος ὑπῆρξε ἡ πρώτη καί ἡ μοναδική μορφή βιολογικῆς ὑπάρξεως πού συνδέθηκε ὀργανικά, χάρη στήν κατ' εἰκόνα Θεοῦ δημιουργία του, μέ τό Δημιουργό του. Ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ μικρός κόσμος τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ὁ "χοῦς ἀπό τῆς γῆς", ὑπῆρξε τό μοναδικό δημιούργημα στό ὁποῖο ὁ Θεός "ἐνεφύσησε... πνοήν ζωῆς" (Γεν. 2: 7). Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος, πού μέ τή δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξε μιά αὐτοτελής ὀντότης τῆς κτίσεως, μέ τήν πνοή τοῦ Πνεύματος ὑψώθηκε στή σφαίρα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ἡ ζωή του ἔγινε πραγματικά καί ἀληθινά θεοκεντρική. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου δέν περιορίζεται καί δέν ἐξαντλεῖται στήν ὕλη, ἀπό τήν ὁποία πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἔχει τήν ἀναφορά της στό ἀρχέτυπο κάλλος μέ βάση τό ὁποῖο δημιουργήθηκε καί τό ὁποῖο τήν προσδιορίζει. Ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου δέν βρίσκεται στήν ὕλη, ἡ ὁποία ἁπλῶς συνιστᾶ τήν κτιστή ὑποδομή τῆς βιολογικῆς του ὑπάρξεως, ἀλλά στό ἄκτιστο ἀρχέτυπο ἀπό τό ὁποῖο λαμβάνει τό θεῖο περιεχόμενό της. Εἶναι τό θεῖο ἀρχέτυπο πού δίνει εὐμορφία καί ὡραιότητα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι τό θεῖο ἀρχέτυπο πού ὑψώνει τόν ἄνθρωπο στίς διαστάσεις τῆς θείας ἀπειρίας. Γίνεται ἔτσι κατανοητό ὅτι τό ὀντολογικό περιεχόμενο τοῦ ἀθρώπου δέν προσδιορίζεται ἀπό τήν ὕλη μέ τήν ὁποία δημιουργεῖται, ἀλλά ἀπό τήν πνοή τῆς ζωῆς μέ τήν ὁποία ἡ ὑλική κτίση λαμβάνει μορφή καί δομή κατ' εἰκόνα Θεοῦ.
Ἐνῶ ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ἀρχική του κλήση, ὁ ἄνθρωπος προωρίσθηκε νά ὑπάρχη σέ σχέση μέ τό Θεό, νά μετέχη δηλ. καί νά κοινωνῆ τῆς θείας ζωῆς, ἐπειδή ἡ κλήση αὐτή δέν ἀποτελοῦσε ἐπιτακτική ἀναγκαιότητα, ἀλλά ὑπέθετε τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή τοῦ πλάσματος, ὁ ἄνθρωπος ἐπέλεξε τήν ὁδό τῆς ἀποστασίας. Τόσο ἡ βιβλική θεολογία, ὅσο καί ἡ πατερική ἑρμηνευτική ἀναγνωρίζουν, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἀπόκλιση ἀπό τόν ἀρχικό θεῖο προορισμό εἶναι μέν καταστροφική καί ἀλλοιωτική γιά τόν ἄνθρωπο ὄχι ὅμως καί αὐτοκατάργηση καί αὐτοεκμηδένισή του. Ἡ πτώση ὁδηγεῖ στό θάνατο ὄχι ὅμως στήν ἀνυπαρξία. Ἡ κακία λεηλατεῖ καί διαστρέφει τήν ὕπαρξη σέ καμμιά ὅμως περίπτωση δέν τήν παύει. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι "παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου" (1 Κορ. 7: 31). Ὁ κόσμος πού ἀρνεῖται νά εὐθυγραμμίση τή ζωή του μέ τή ζωή τοῦ Θεοῦ θά παρέλθη, δέν θά παρέλθη ὅμως αὐτός καθ' ἑαυτόν ὁ κόσμος, ἁπλούστατα γιατί πλάσθηκε ἀπό τό Θεό γιά νά ὑπάρχη.
Θά πρέπει νά κατανοήσουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ σάν ἀνάπλαση καί ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, σάν διορθωτική κίνηση καί ἐπαναπροσανατολισμό του στήν ἀρχική κλήση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλάει γιά διπλή κτίση καί γιά ἐν Χριστῷ ἀνάπλαση καί ἀνακατασκευή τοῦ ἀνθρώπου. "Διπλῆν τῆς φύσεως ἡμῶν τήν κτίσιν ἐγνώκαμεν, τήν τε πρώτην καθ' ἥν ἐπλάσθημεν καί τήν δευτέραν καθ' ἥν ἀνεπλάσθημεν, ἀλλ' οὐκ ἄν ἦν τῆς δευτέρας ἡμῶν κτίσεως χρεία, εἰ μή τήν πρώτην διά τῆς παρακοῆς ἠχρειώσαμεν. Ἐκείνης τοίνυν παλαιωθείσης τε καί ἀφανισθείσης ἔδει καινήν ἐν Χριστῷ γενέσθαι κτίσιν".
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, σ' ἕνα ἐξαιρετικά πυκνό κείμενό του, θεωρεῖ τήν ἐν Χριστῷ ἀποκάθαρση τοῦ ἀνθρώπου καί τή δεύτερη κοινωνία τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο παραδοξοτέρα καί ὑψηλοτέρα τῆς πρώτης. Ἁπλούστατα, γιατί στή δεύτερη δημιουργία ἔχουμε "καινήν μῖξιν" καί "παράδοξον κρᾶσιν". Στή δεύτερη δημιουργία ἔχουμε τήν ὑπαρξιακή ἐμπλοκή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, "τό ἐκμαγεῖον τοῦ ἀρχετύπου", "ἡ μή κινουμένη σφραγίς" κινεῖται πρός τό κτίσμα καί τό προσλαμβάνει. Πρόκειται γιά μοναδική ἕνωση πού συνεπάγεται τή θέωση τοῦ προσλήμματος. "Ὁ ὤν, γίνεται· καί ὁ ἄκτιστος κτίζεται· καί ὁ ἀχώρητος, χωρεῖται... Καί ὁ πλήρης, κενοῦται· κενοῦται τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵν' ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως... Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολύ τῆς πρώτης παραδοξοτέραν... Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον".
Ἀποτελεῖ σταθερή θέση τῆς πατερικῆς ἀνθρωπολογίας ὅτι, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ὑψώνεται στήν ἄκτιστη ζωή, ἡ φύση του παραλαμβάνεται στήν αἰωνιότητα. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς κτίσεως πραγματώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου καί ἀπ' Αὐτόν μεταφέρεται ὡς θεανδρική πραγματικότητα καί συνείδηση, ὡς θεανδρική αἴσθηση καί ἐμπειρία στήν κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ὁ ἄνθρωπος κατά τό λόγο τῆς οἰκονομίας εἶναι θεανδρικός. Μέ τήν ἔνσαρκο φανέρωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ συνδέεται ὀργανικά μέ τή θεότητα. Οἱ Καππαδόκες, καί ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, στήν προσπάθειά τους νά ἑρμηνεύσουν τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς θεραπείας καί ἀποκαταστάσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐπιμένουν στήν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου φυράματος. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα, μιά συγκεκριμένη καί ἀδιάσπαστη ἑνότητα. Αὐτή ἡ ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δηλώνεται ἤδη στή διήγηση τῆς δημιουργίας. Μέ τήν ἔκφραση τῆς Γενέσεως "ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον" (1: 27) νοεῖται ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, ὁ ἄνθρωπος ὄχι ὡς ἄτομο, ἀλλά ὡς γένος. Μέ τή δημιουργική δηλ. ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στήν ὕπαρξη "ἀθρόως" καί "ἐν κεφαλαίῳ" ὄχι ἕνα μέρος ἀλλά "ὅλον τό τῆς ἀνθρωπότητος πλήρωμα". Ἔτσι, ὁ Ἀδάμ, "ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὅλον ἔσχεν ἐν ἑαυτῷ τῆς ἀνθρωπίνης οὐσίας τόν ὅρον, καί ὁ ἐξ ἐκείνου γεννηθείς ὡσαύτως ἐν τῷ αὐτῷ τῆς οὐσίας ὑπογράφεται λόγω".
Μόνο ξεκινώντας ἀπ' αὐτή τήν ἀρχή τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μποροῦμε νά κατανοήσουμε γιατί μέ τήν παρακοή τοῦ Ἀδάμ ἔχασε τήν αὐθεντικότητά της ἡ φύση ὁλόκληρη, καί γιατί πάλι μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποκαταστάθηκε τό πλήρωμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τό ἀνθρώπινο γένος ὡς ὁλότης. Μ' ἄλλα λόγια ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ προσλαμβάνοντας μιά συγκεκριμένη καί ἀτομική ἀνθρώπινη φύση προσέλαβε ὅλο τό ἀνθρώπινο φύραμα, λόγω ἀκριβῶς τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἔτσι, ὅπως στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ ἔπεσε καί ἀλλοιώθηκε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, κατά ἀνάλογο τρόπο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ φύση ὁλόκληρη ξαναβρῆκε τή γνησιότητα καί τό ἀρχαῖο κάλλος της. Ἡ σωτηρία συνεπῶς ὑποθέτει δύο πράγματα, πρῶτο τήν ἀδιάτμητη ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί δεύτερο τήν ὀντολογική ἕνωση τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ περί τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πατερική διδασκαλία ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν κατανόηση τῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καί κόσμου, ὅπως ἐπίσης καί τῆς διακονίας, τήν ὁποία ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο. Ἄν δεχθοῦμε ὅτι τό ἀνθρώπινο γένος στό σύνολό του ἔχει δεχθῆ τήν εὐεργετική ἐπίδραση τῆς σαρκώσεως, ὅτι μέ τήν ἐνανθρώπηση ἔχει συντελεσθῆ μιά δομική ἀλλαγή σ' ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, τότε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά σέκτα τοῦ κόσμου, μιά ἀποκλειστική θρησκευτική κοινότητα, ἀλλά ἡ μικρά ζύμη πού καλεῖται νά ζυμώση ὅλο τό φύραμα (1 Κορ. 5: 6). Ἄν ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει ἐν δυνάμει ἀποκατασταθῆ καί ἐλευθερωθῆ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀκριβῶς αὐτή: νά μεταφέρη στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο τή λύτρωση, ὥστε αὐτό ἐλεύθερα νά ἑδραιώση στήν ὕπαρξή του τή δεδομένη ἐν Χριστῷ θεραπεία τοῦ γένους.

β) Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐλευθερίας 
Κατά τήν ἀποκατάσταση τῆς φύσεως πού συντελέσθηκε στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐπαναβρίσκει τήν ἀρχική λειτουργικότητα καί δυναμικότητά της. Ἡ σωτηρία στή χριστιανική ἀντίληψη ποτέ δέν κατανοήθηκε περιοριστικά, σάν κάτι στάσιμο καί ἀπολιθωμένο. Μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἡ φύση ἐπανατροχοδρομεῖται σέ μιά ἀδιάπαυστα δυναμική καί ἐξελικτική πορεία. Πρόκειται γιά τήν πορεία πρός τό ἀτελεύτητο τέλος τῆς τελειότητος. Ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ δέν θεραπεύει μόνο ἀπό τό κακό πού εἶχε περεισφρύσει παρασιτικά στήν ἀνθρώπινη οὐσία, παράλληλα προάγει τό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο στήν τελείωσή του. Στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο παρέχονται ἄπειρες δυνατότητες δημιουργίας προσωπικῆς ἱστορίας. Αὐτό εἶναι ἕνα στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας πού δέν πρέπει σέ καμμιά περίπτωση νά παραθεωρήσουμε.
Ὅταν ὁ Παῦλος προέτρεπε τούς Κολασσαεῖς νά ἀπεκδυθοῦν τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ἐνδυθοῦν "τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος" (3: 9-10), ἐγκαταλείποντας κάθε "ἀκαθαρσίαν", "πάθος" καί "ἐπιθυμίαν κακήν" (3: 5), ἤ ὅταν ζητοῦσε ἀπό τούς Ἐφεσίους "ἀνανεοῦσθαι τῷ πνεύματι τοῦ νοός ὑμῶν" (4: 23), δέν ἔδινε ὁδηγίες ἠθικῆς συμπεριφορᾶς. Κατέγραφε τό προνόμιο καί τήν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου τῆς Καινῆς Διαθήκης νά προχωρῆ ἐλεύθερα σέ μιά ζωή θεανθρώπινης αἰσθήσεως καί ἐπιγνώσεως. Ὑπενθύμιζε στούς ἀνθρώπους τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς κάθε ἐποχῆς, ὑπερβαλλόντως δέ ὑπενθυμίζει στούς χριστιανούς τῆς σημερινῆς, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ οἰκονομία ἄνοιξε τό δρόμο στήν προσωπική δημιουργία. Ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας, μέσα ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν ἐλευθερία του, ἀναγεννᾶται καί ἐπαναφέρει τόν ἑαυτό του στήν πρωταρχική ἑνότητά του. Ὡς κατά χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ μπορεῖ κατευθύνοντας τό αὐτεξούσιό του, νά ἐπανασυγκροτήση τή διασπασμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ὕπαρξή του.
Στήν πατερική παράδοση ἡ ἁμαρτία κατανοεῖται ὡς διάσπαση καί διαστροφή, ὡς τραγική ἀποδιοργάνωση καί ἀναστάτωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ, τό κακό εἶναι μιά "παρά φύσιν" κατάσταση πού ὀφείλεται στήν ἀρρώστια τῆς βουλήσεως. Ὁ Ψευδο-Διονύσιος στήν προσπάθειά του νά περιγράψη τή διαλυτική φύση τοῦ κακοῦ χρησιμοποιεῖ μιά ὁλόκληρη σειρά ἀπό ἀρνητικούς ὅρους: τό κακό εἶναι "ἀσυμετρία", "ἄσκοπον", "ἀκαλλές", "ἄζωον", "ἄνουν", "ἄλογον", "ἀτελές", "ἀνίδρυτον", "ἀναίτιον", "ἄγονον", "ἀργόν", "ἀδρανές", "ἄτακτον", "ἀνόμοιον", "ἄπειρον". Τό κακό, αὐτή ἡ ἀποσυνθετική καί ἀλλοτριωτική τῆς ἀληθινῆς ζωῆς δύναμη, θεραπεύεται μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ἐναπόκειται ὅμως στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου νά ἐνεργήση δημιουργικά καί νά κάνη τή θεραπεία τοῦ κακοῦ προσωπική ἱστορία. Ὅταν λέμε ὅτι τό κακό θεραπεύεται μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦμε ὅτι τό κακό θεραπεύεται μέ τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία συναντᾶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ δηλ. μέ τήν οἰκονομία Του, σώζεται ἡ χαμένη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐλευθερία ἐπιστρέφει στόν ἄνθρωπο, καί συνεπῶς μπορεῖ νά πορεύεται πνευματικά καί νά δημιουργῆ ἱστορία ἁγιότητος.
Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἕνα τεράστιο κεφάλαιο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, γιατί ἁπλούστατα ἡ ἀνακαίνιση τῆς φύσεως γίνεται προσωπική μέ τήν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία καί τό πρόσωπο εἶναι ἔννοιες ἀλληλένδετες. Χωρίς ἐλευθερία χάνεται τό πρόσωπο καί ἀφανίζεται ἡ καινή ζωή. Χωρίς τήν ἐλευθερία δέν νοεῖται ἀνακαίνιση, δημιουργική πορεία καί θεία μέθεξη. Ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωπική, ὑποθέτει δηλ. τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, τό ὁποῖο ἐπικοινωνεῖ μέ τόν προσωπικό Θεό. Τό ἀνθρώπινο ὅμως πρόσωπο ὑπάρχει καί λειτουργεῖ στή βάση τῆς ἐλευθερίας. Χωρίς τήν ἐλευθερία δέν ὑπάρχει πρόσωπο. Χωρίς τό αὐτεξούσιο δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος κατ' εἰκόνα Θεοῦ, μέ ψυχή λογική. "Ἄνελε ἡμῶν τό αὐτεξούσιον καί οὔτε εἰκών Θεοῦ ἐσόμεθα, οὔτε ψυχή λογική καί νοερά, καί τῷ ὄντι φθαρήσεται ἡ φύσις, οὐκ οὖσα ὅπερ ἔδει αὐτήν εἶναι".
Μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ ἡ τρωθεῖσα ἀπό τήν ἁμαρτία ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου θεραπεύεται, καί γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ὁ ἄνθρωπος ἔχει τίς δυνατότητες νά διορθώση τίς ψυχικές του λειτουργίες, ὥστε ἡ ψυχή νά ἐπανέλθη στήν ἀρχική κατάστασή της, ὅπως δηλ. εἶχε κτισθῆ ἀπό τό δημιουργό της. Ἡ θεραπευμένη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνέπεια καί προέκταση τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως. Μ' αὐτή ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀπαλείψη ἀπό τή συνείδησή του ὅλες τίς μνῆμες τοῦ κακοῦ, ὅλες τίς συνήθειες καί τάσεις πού καλλιέργησε καί συντήρησε στήν ὕπαρξή του ἡ ἁμαρτία. Ἔτσι, ἡ σωτηρία δέν ἐπιβάλλεται τυραννικά, ἀλλά διοχετεύεται στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο μέσω τῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά πῆ ὅτι "βουλομένων, οὐ τυραννουμένων τό τῆς σωτηρίας μυστήριον".
Ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐλεύθερος καί μέ τή βούλησή του ἀποδέχεται τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος. Ἡ θεία χάρη κατά κάποιο τρόπο ἐνσαρκώνεται ὑπαρξιακά καί πραγματικά σ' ἐκεῖνο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, πού ἡ βούλησή του τήν ἀναγνωρίζει καί τήν ἀποδέχεται. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, "ἡ τοῦ Πνεύματος ἐπιφοίτησις, μυστικῶς ἐρχομένη πρός τήν ἡμετέραν ἐλευθερίαν", ἀναγεννᾶ καί κτίζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἡ ἀναγέννηση δέν προσφέρεται μαγικά, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς ἀρρήτου σχέσεως χάριτος καί ἐλευθερίας. Παράλληλα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ προαίρεση εἶναι προϋπόθεση τῆς ὅποιας δημιουργικῆς προόδου καί τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἀγαθό δέν εἶναι ἀκούσιο καί "κατηναγκασμένον", ἀλλά ἀκριβῶς "κατόρθωμα προαιρέσεως", ἐλεύθερος δηλ. προσωπικῆς συγκαταθέσεως καί ἀσκήσεως.
Ἡ χριστιανική ἀνθρωπολογία, ὡς ἀνθρωπολογία ἐλευθερίας, καταγράφει τή δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἀναχθῆ στό ἐπίπεδο τῆς θείας ζωῆς. Ἡ μετοχή τοῦ Θεοῦ καί ἡ θέωση του ἀνθρώπου, αὐτό τό δῶρο τῆς χάριτος καί τῆς ἀνθρώπινης συνεργίας, νοηματοδοτοῦν καί ἀξιολογοῦν τό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ ἄνθρωπος, πού ὑπαρξιακά καί φαινομενολογικά εἶχε χάσει τή λογικότητα καί τήν ἀγαθή αἴσθηση πού εἶχε σπείρει μέσα του ὁ Δημιουργός, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά δώση καί πάλι νόημα καί περιεχόμενο στήν ὕπαρξή του. Μπορεῖ ἐλεύθερα νά ξαναγυρίση στήν ἀρχική του κλήση πού ἦταν ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ, μιά κοινωνία ὄχι στατική, ἀλλά δημιουργική καί προαγωγική. Στή βιβλική θεολογία, στήν πατερική σκέψη καί στήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική συνείδηση καί πρακτική αὐτός ὁ δρόμος περιγράφεται ὡς ἁγιότης. Ἡ κλήση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου γιά ἁγιότητα εἶναι τό σπουδαιότερο καί κυριώτερο στή ζωή του.
Ὁ ἄνθρωπος συνεπῶς τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά συνδεθῆ ὀργανικά μέ τό Θεό. Ὁ σύνδεσμος αὐτός εἶναι ἐκστατικός, εἶναι δηλ. προϊόν μιᾶς ἐξόδου καί μιᾶς πορείας πού καταξιώνει καί ὁλοκληρώνει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς κοινωνική ὀντότητα. Πρόκειται γιά τό ἀντίθετο τῆς ἐγωκεντρικῆς συσπειρώσεως καί τῆς ἀπομονώσεως. Στή ζωή τῆς ἁγιότητος, πού προσφέρει ἡ θεία οἰκονομία στό κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὑπάρχει ἕνας ἀκατάπαυστος δυναμισμός. Δέν ἔχει σχέση ἡ χριστιανική ἁγιότης μέ τήν αὐτάρκεια καί στασιμότητα μιᾶς ἀτομοκεντρικῆς θρησκευτικῆς συμπεριφορᾶς, πρόκειται μᾶλλον γιά μιά συνεχῆ ἐπέκταση, μιά ἀδιάπαυστη διεύρυνση τῶν ὁρίων, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά κινῆται "κατά χάριν" συνεχῶς πρός τά ἀσύληπτα βάθη τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν οἱ Ἕλληνες πατέρες ἀναφέρονται στή δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου τῆς οἰκονομίας γιά θέωση, ἐννοοῦν ἀκριβῶς ὅτι πρόκειται γιά ἕνα γίγνεσθαι πού προσφέρεται στόν ἄνθρωπο, γιά μιά κίνηση ἀπό τό "κατ' εἰκόνα" στό "καθ' ὁμοίωσιν, ἀπό τό κτιστό στό ἄκτιστο. Βέβαια τό ὀντολογικό χάσμα πού χωρίζει τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο παραμένει, μέ τήν ἔννοια ὅτι ποτέ τό κτιστό δέν ταυτίζεται μέ τό ἄκτιστο. Ἐνῶ ὅμως δέν ἔχουμε στή θέωση ταύτιση κτιστοῦ καί ἀκτίστου ἤ μετάβαση τοῦ ἀνθρώπου σέ μιάν ἄλλη ὀντική σφαίρα, τό κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀφομοιώνεται στή θεία ζωή. Μέ τή θέωση, μέ τή διείσδυση δηλ. στή ζωή τοῦ Θεοῦ, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο παραμένει μιά μοναδικά ἰδιαίτερη εἰκόνα, πού συνεχῶς ἐκλαμπρύνεται καί καταυγάζεται ἀπό τό φῶς τοῦ θείου κάλλους. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου πατερική διδασκαλία δέν ὑποθέτει σέ καμμιά περίπτωση ἀπόρριψη ἤ ὑποτίμηση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Δέν ἔχουμε ἐδῶ ἀπορρόφηση καί ἐξαφάνιση τοῦ θεουμένου ἤ μετάβασή του σέ μιάν ἀφηρημένη θεία σφαίρα, ἀλλά ἀκριβῶς μεταμόρφωσή του. Ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καί ὁλοκληρώνεται ὡς ψυχοσωματική ὀντότης. Ὑψώνεται δηλ. στό ἐπίπεδο τῆς θείας ζωῆς χωρίς ὅμως νά χάνη τήν ταυτότητά του. Ὁ ἄνθρωπος στήν κατάσταση τῆς θεώσεως παραμένει πραγματικά ἕνα ἰδιαίτερο καί μοναδικό κόσμημα πού φωτίζεται ἀπό τή θεία ὡραιότητα. 
γ) Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας 
Ἡ ἁγιότης καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου πραγματώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Παῦλος συνέδεε τό μυστήριο τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου μέ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας δέν τόνιζε μόνο ὅτι σ' αὐτήν "οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος..., βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος", συγχρόνως ὑπεγράμμιζε ὅτι στήν Ἐκκλησία ὁ Χριστός εἶναι "τά πάντα καί ἐν πᾶσι" (Κολ. 3: 11). Κατ' ἀκρίβειαν, Αὐτός εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀπ' ἀρχῆς, ἡ ἀπό τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου. "Τά πάντα δι' Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν ἔκτισται, καί Αὐτός ἐστι πρό πάντων καί τά πάντα ἐν Αὐτῷ συνέστηκε. Καί Αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας" (Κολ. 1: 16-18).
Θά μπορούσαμε νά ποῦμε, μέ ἁπλοποιημένο ἴσως τρόπο, ὅτι ἡ θεανθρώπινη οἰκονομία τῆς σωτηρίας ἀποβλεπει στήν ἐκκλησιαστικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἐντελέχεια, ἡ ἐκκλησιαστική τελολογία τῆς κτίσεως. Μέ τήν οἰκονομία Του ὁ Θεάνθρωπος ἀπεργάζεται τήν ἐπανασυγκρότηση καί ἐπανενότητα τῆς κτίσεως. Ἄν ἡ ἁμαρτία εἶναι διάσπαση καί διάλυση, παράλογη ἀποσύνθεση καί θάνατος, ἡ σωτηρία κατανοεῖται ὡς παλινδρόμηση στήν ἀρχική ἑνότητα, ὡς ἐπιστροφή στήν ἔνθεο πανενότητα τῆς κτίσεως. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ βάση πάνω στήν ὁποία θεμελιώνεται ἡ ἑνότητα τῆς κτίσεως. Εἶναι ἡ συνεκτική δύναμη τοῦ κόσμου. Οἱ ζωτικοί ἱστοί πού συνέχουν τήν κτίση βρίσκονται στήν πραγματικότητα καί στήν ἑνοποιό ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Χωρίς τήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρχη καί νά λειτουργῇ ὡς κοινωνικό ὄν καί ὁ κόσμος ὁλόκληρος δέν θά μποροῦσε νά ἔχη πρόσβαση καί συνειδητή ἐπικοινωνία μέ τό Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας βιώνει τήν ἑνότητα σέ τρία ἐπίπεδα. Πρῶτα ἔχει τήν αἴσθηση καί συνείδηση τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό. Μέ τήν πίστη του ἀναφέρεται στό Θεό καί ἔχει τή δυνατότητα νά μετέχη συνειδητά στίς ἐνέργειές Του. Μέσα στήν Ἐκκλησία δηλ., διά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, γεφυρώνεται τό χάσμα, πού εἶχε προξενήσει ἡ ἁμαρτία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, χρόνου καί αἰωνιότητος. Ἄν ἡ ἁμαρτία λειτουργοῦσε ὡς "μεσότοιχον" πού δέν ἐπέτρεπε "τήν προσαγωγήν... ἐν ἑνί Πνεύματι πρός τόν Πατέρα" (Ἐφ. 2: 14-18), ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καταργεῖ τό ρῆγμα πού εἶχε δημιουργηθεῖ στή σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου καί λειτουργεῖ ὡς συνεκτικός παράγων, ὡς ἑνοποιητική δύναμη πού προάγει διά τῆς πίστεως τά ἀνθρώπινα πρόσωπα στή θεία κοινωνία. Ὁ ἅγιος Μάξιμος θά σημειώση ὅτι, "σχέση ἐστίν ὑπέρ φύσιν ἡ πίστις, δι' ἧς ἀγνώστως, ἀλλ' οὐκ ἀποδεικτικῶς ἑνούμεθα τῷ Θεῷ κατά τήν ὑπέρ νόησιν ἕνωσιν".
Στή συνέχεια, ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας δέν νοεῖται ὡς ἀπομονωμένη καί αὐτονομημένη ὀντότης, ἀλλά στή σχέση του μέ τά ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα. Ἡ ἁμαρτία δέν διέρρηξε μόνο τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἐξ ἴσου καί κατά συνέπεια διαστρεύλωσε τή σχέση ἀνθρώπου καί ἀνθρώπου. Καί ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ πάλι δέν ἀποκαθιστᾶ μόνο τή σχέση τοῦ ἀτόμου μέ τό Θεό, ἐξ ἴσου ἐπαναφέρει τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό συνάνθρωπό του στήν ἀρχική της καθαρότητα. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας ἔχει μιάν ἄλλη κοινωνική ὑποδομή πού προσδιορίζεται ἀπό τήν ἀγαπητική ἰδιότητα. Θά πρέπει ἐδῶ νά τονίσουμε ὅτι ἡ ἀγάπη δέν κατανοεῖται ἁπλῶς σάν μιά ἀρετή ἤ σάν κοινωνική μόνο συμπεριφορά, ἀλλά σάν συστατικό τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι. Μέ τήν ἀγάπη ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει καί διαπορεύεται ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως στό Θεό ὁ τρόπος τῆς ὑπάρξεως και τῆς ἐνεργείας Του εἶναι ἡ ἀγάπη, κατά εἰκονικό καί ἀναλογικό τρόπο στόν ἄνθρωπο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη ὑποτίθεται ὡς δομικό στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς του. Διαποτίζει καί χαρακτηρίζει τό ὅλο εἶναι του. Εἶναι "ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος" (Μάρκ. 123: 30).
Τέλος, μέ τήν οἰκονομία τοῦ Θεανθρώπου ἐπανακτίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ὁ διχασμένος καί διαταραγμένος ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας ξαναβρίσκει τήν ἑνότητα τῆς αἰσθήσεως καί τῆς αὐτοσυνειδησίας του. Ἡ σκέψη του, ἡ ζωή καί τό εἶναι του ἐπανέρχονται στήν πληρότητα τῆς θεοειδοῦς ὑπάρξεως. Μέ τήν οἰκονομία, τό κακό πού ἀποσυνθέτει καί διχάζει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει χάσει τήν ἰσχύ του καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ὑψωθῆ σέ μιάν ἄλλη αἴσθηση τῆς ὑπάρξεώς του καί τοῦ κόσμου. Μπορεῖ νά βιώνη τήν ἀκεραιότητα τοῦ προσώπου του καί νά ἔχη μιά ὁλοκληρωμένη ἀντίληψη του κόσμου. Ὅπως στό ἕνα πρόσωπο τοῦ σαρκωμένου Λόγου ὑπάρχουν ἑνωμένες οἱ δύο φύσεις "ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως" καί ἐκδηλώνονται στόν ἕνα φορέα πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος, κατά ἀνάλογο τρόπο στό ἀνθρώπινο πρόσωπο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀποκατασταθῆ ἡ συνείδηση τῆς ἑνότητος μεταξύ ἀνθρώπου καί Θεοῦ, μεταξύ τοῦ ἐνθάδε καί τοῦ ἐπέκεινα, μεταξύ τοῦ "ἐγώ" καί τοῦ "σύ". Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας δέν συνθλίβεται ἀπό τήν καταστροφική καί διασπαστική δύναμη τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, ἀλλά ἔχει συνείδηση πρῶτα τῆς δικῆς του ὑπαρξιακῆς συνοχῆς καί ἑνότητος καί συγχρόνως ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῆς κοινωνίας καί τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος τῆς οἰκονομίας ὑπερβαίνει τούς διχασμούς καί τήν ἐγωκεντρική ἀπομόνωση πού τοῦ ἐπέβαλε ἡ ἁμαρτία καί ἀναγνωρίζει τήν ὀργανική καί Θεανθρώπινη ἑνότητα τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ κόσμου.
Ἡ ὀργανική ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου παρεμβαίνει εὐεργετικά καί στήν ὅλη κτίση. Ἔτσι, ἡ ἐσχατολογική μεταμόρφωση τοῦ κόσμου δέν πραγματώνεται μηχανικά ἤ μαγικά, ἀπό μιά δύναμη πού ἔρχεται ἀπ' ἔξω, ἀλλά περνάει μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀποκατάσταση. Ἄν ἡ φύση "συστενάζει καί συνωδίνει" (Ρωμ. 8: 22), καί ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἀνωμαλίας εἶναι ἡ διάσπαση τῆς ἀνθρώπινης ἀκεραιότητας, μέ τήν ἐπανασυγκρότηση τοῦ ἀνθρώπου ἡ κτίση ὀργανικά καί φυσικά ἐπανέρχεται στήν ἀρχική της ὁλοκληρία.
Ἡ αἴσθηση καί ἡ συνείδηση τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ἔχει τεραστία σημασία γιά τήν καταγραφή μιᾶς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας καί κοσμολογίας. Παράλληλα ἔχει τήν ἰδιαίτερη σημασία της γιά τή συνειδητοποίηση, ὅτι ἡ ποιμαντική καί ἡ ἐν γένει διακονία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀποκλειστικά μιά στρατηγική ἐργασίας, οὔτε μπορεῖ νά ἐξαντλεῖται στήν ἐξωτερική δραστηριότητα ἤ σέ προγραμματισμούς καί ἐφαρμογές γιά τή φροντίδα τῆς ἐπικαιρότητας. Ἡ ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά παραγνωρίζη τίς πραγματικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου στό χρόνο καί στό περιβάλλον πού αὐτός ζῆ, δέν μπορεῖ νά εἶναι, σέ καμμιά περίπτωση, ἄνευ ὅρων ὑποταγή στά κοινωνικά δεδομένα καί στούς κοινωνικούς ἐξαναγκασμούς.
Ἡ διαπίστωση αὐτή μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλει νά λειτουργῆ συνθετικά, ἔχοντας συναίσθηση, ὅτι ἡ πράξη καί ἡ θεωρία εἶναι ἀλληλένδετες, ὅτι δηλ. ἀποτελοῦν κατ' οὐσίαν συζυγία. Ἡ Ἐκκλησία, ἔχοντας ἐπίγνωση, ὅτι ἡ θεολογία δέν εἶναι θεωρητική αὐτόνομη λειτουργία τοῦ λόγου, ἀλλά στήν οὐσία εἶναι δραστηριότητα, καί ὅτι ἡ δραστηριότητα πάλι δέν εἶναι ἀποκλειστικά ἀκτιβισμός, ἀλλά ἐξ ἴσου εἶναι θεολογία, μπορεῖ νά δώση στή διακονία της μιά πληρότητα καί μιά ἔκταση πού, χωρίς νά ὑποτιμᾶ τό ἐδῶ καί τό τώρα, θά στηρίζεται στά θεολογικά ἐκεῖνα ἐρείσματα πού προσδιορίζουν καί προδιαγράφουν τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Μέσα σ' αὐτό τό πλαίσιο, τῆς συνθετικῆς ἀντιλήψεως θεολογίας καί δράσεως μπορεῖ ἡ ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας νά εἶναι ἐφικτή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τό χρέος νά στηρίζη τό ἔργο της, χωρίς προφανῶς νά παραθεωρῆ τήν ἐπικαιρότητα, στή θεολογία τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ἄν κατανοηθῆ ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κατά τό λόγο τῆς θείας οἰκονομίας, ποιά εἶναι ἡ δομή καί τό βάθος τῆς ὑπάρξεώς του, ποιά εἶναι ἡ κλήση καί ἡ ἐλπίδα του, μπορεῖ ἡ ποιμαντική προσφορά νά εἶναι ἀποτελεσματική καί νά ἀνταποκρίνεται πραγματικά στίς ὑπαρξιακές ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων.