Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας…

Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας…

του Δημήτρη Δαμασκηνού
 
Λογοτεχνικό αφιέρωμα
(Μέρος Όγδοο)
8. Οδός Αβύσσου αριθμός 0 (1962)
 
«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι» [1]
 
Όπλα θέλουμε
Μουσείο Δημοκρατίας στον 'Aη Στράτη - Democracy Museum, Ai Stratis
Με αυτό το σύνθημα υποδέχονταν οι «ανανήψαντες» φαντάροι τους επισήμους κατά τις επισκέψεις τους στη Μακρόνησο. Η «αναμόρφωση» ολοκληρωνόταν με την παραλαβή του όπλου που σηματοδοτούσε τη συμβολική επανένταξη στον εθνικό κορμό. Στη συνέχεια, υπηρετούσαν σε μάχιμα τμήματα του Στρατού. (Σχέδιο για χαρακτικό από το Γ. Φαρσακίδη).
 
 
http://img.photobucket.com/albums/v474/skaloumbakas/Politics/makronisos_king_pavlos.jpg
 
Η λεζάντα της φωτογραφίας γράφει: Αντιπροσωπεία εκ των αναχωρούντων διά το μέτωπον «Μακρονησιωτών» λαμβάνει από τας χείρας της Α.Μ. του Βασιλέως Παύλου τα τιμημένα όπλα.
 
    Στην αίθουσα του Στρατοδικείου, ο Γιώργης, κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη «Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0», βασανισμένος τόσο άγρια στο Μακρονήσι που για να ξαναδεθούν οι σκόρπιες ίνες του μυαλού του έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε νευρολογική κλινική, σηκώνεται όρθιος και με σταθερή φωνή ‘απολογείται’ καταγγέλλοντας μπροστά στους δικαστές του τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις κι αυτήν ακόμα την παρωδία δίκης με το προαποφασισμένο αποτέλεσμα της θανατικής του καταδίκης. Όσα καταγγέλλει προκαλούν –όπως είναι φυσικό- εκνευρισμό στην έδρα:   
   
    ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σιωπή! Χρησιμοποιείς την ιεράν ταύτην αίθουσαν δια την βρομεράν σου προπαγάνδα; Αρκεί!
    ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Αφήστε τον, κ. Πρόεδρε… πολύ γρήγορα –μόλις ο θάνατός του γίνει βεβαιότης-, θα σκύψει τον αυχένα.
    ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Κάνετε λάθος. Θα πάω όρθιος παντού. Όρθιος όπως περπάτησα ως τώρα, ακόμα κι όταν τα πόδια μου έσταζαν αίματα. Πρέπει, για την Ιστορία, να σας πω ότι χτες βράδυ, μετά το τέλος της δίκης, τρεις άνθρωποι μπήκαν στο κελί μου κι όλη τη νύχτα πάλαιψαν να σπιλώσουν την τελευταία μέρα της ζωής μου, αποσπώντας μου την ταπεινωτική ‘μετάνοια’. Θα μπορούσα να σας δείξω τις πληγές και τα εγκαύματα που έκαναν σ’ ολόκληρο το κορμί μου. Δεν το κάνω όμως για να μη νομισθεί ότι εκλιπαρώ την επιείκεια ή τον οίκτο σας. Δε με πιστεύετε;
    ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Εγώ το πιστεύω. Όχι, κ. Πρόεδρε. Εγώ το πιστεύω. Γι’ αυτό, κατηγορούμενε, σε συμβουλεύω εγώ, πατρικώς –όχι με βασανισμούς και απειλάς- σε προτρέπω πατρικώς να εγκαταλείψεις, επιτέλους, αυτό το στείρον ανώφελον πείσμα –χάριν μιας αβεβαίας υστεροφημίας- και να επανέλθεις εις τους κόλπους της Πατρίδος, ήτις θα σε δεχθεί και θα περιθάλψει τας πληγάς σου.
    ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Παιδιά που τα δέρνουν στο σπίτι με το ξύλο φεύγουν μακρύτερα. Όχι, κ. Στρατοδίκα, δε θα επιστρέψω στο ετοιμόρροπο σπίτι σας που τόσο άσκημα κάνετε αν το λέτε ‘Πατρίδα’. Δε θα επιστρέψω ούτε με το γλυκό σας ύφος, που τόσο αδέξια ηχεί στα χείλη σας. Δε θα επιστρέψω σ’ ένα σπίτι που τας θεμέλια και το κατώι του πλημμύρισαν από αίματα. Πατρίδα είναι εκείνο που για χάρη του θυσιάζονται οι άνθρωποι και όχι εκείνο που για χάρη του σκοτώνουν.
    Ο ΙΔΙΟΣ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Ε, τότε πήγαινε στο διάολο! Πήγαινε στο θάνατο που σου αξίζει!» [2].
   
    Η Μακρόνησος είναι ίσως η πιο μαύρη σελίδα της νεοελληνικής ιστορίας, την οποία οι πολιτικοί επίγονοι των νικητών προσπαθούν -μεθοδικά κι επισταμένα- να διαγράψουν απ’ την συλλογική μνήμη. Αν, όμως, η αλήθεια από τη φύση της δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η αέναη πάλη της μνήμης κόντρα στην αδικία και τη λησμονιά, τότε η αποτύπωση του τι συνέβη σ’ αυτό το κολαστήριο είναι καθήκον τόσο του ιστορικού όσο και του λογοτέχνη∙ πόσο μάλλον όταν τα τελευταία τούτα χρόνια -  στον τόπο αυτό έχουν ειπωθεί τα χειρότερα ψέματα: «Ειπώθηκαν ψέματα που ντράπηκαν και τα ίδια, μια και δεν ντρέπουνταν τα στόματα που τα ’λεγαν. Έγινε πολλή κατάχρηση στόμφου, φτηνού λυρισμού, πολλή σπατάλη άχρηστης φιλοπατρίας… Τι φιλοπατρία είναι αυτή όταν οι πατριώτες πέθαιναν στο όνομα της Πατρίδας σαν προδότες; Και μόνο οι αρχαίες τραγωδίες μας –για πρώτη φορά στον τόπο που γεννήθηκαν- χλόμιαναν και μίκρυναν γιατί τις είχε ξεπεράσει η ζωή. Τέλος» [3].   
    Ο Μενέλαος Λουντέμης στο μυθιστόρημα «Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0» περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τις συνθήκες κράτησης κάτω το εγκληματικό καθεστώς «πειθαρχημένης διαβίωσης» και βασανιστηρίων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου [4], όπου κυριαρχούσε η ωμή βία, ο τρόμος και η απελπισία. Στις σελίδες του εμφανίζονται και αυτοί που πέθαιναν για την Ιδέα (κι έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν όχι μόνο τα βασανιστήρια, αλλά και αγωνιστούν παράλληλα και για την επιβίωση τους και για την αποφυγή της τρέλας) και οι άλλοι που την πολεμούσαν. Γιατί τα μέλη αυτού του κρεματόριου συνειδήσεων, ψυχών και σωμάτων που στήθηκε στην κορύφωση του εμφυλίου ήταν από τη μια πλευρά οι δήμιοι, περιθωριακοί απατεώνες, ψευτο-διανοούμενοι πρώην συναγωνιστές και από την άλλη τα θύματα τους, χιλιάδες ασυμβίβαστοι ιδεολόγοι. Η αυτοβιογραφία μπλέκεται με τη φαντασία και τα γεγονότα που περιγράφονται αφήνουν άναυδο τον αναγνώστη λόγω της ρεαλιστικότητάς τους αλλά και της ευαισθησίας τους. Μια ευαισθησία που για τις ανάγκες της αφήγησης μετατρέπεται κάποιες φορές σε σκληρότητα δίχως έλεος.
   
 
«Αντιφρονούντες» φαντάροι έτοιμοι προς επιβίβαση για τη Μακρόνησο. Εκατό χιλιάδες αγωνιστές της Αλβανίας και της Αντίστασης εξορίστηκαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν στα ξερονήσια [5].
 
7
 
23
 
 
 
«Η Βασίλισσα Φρειδερίκη νέα, όμορφη και δημοκρατική είναι το είδωλο των Ελλήνων στρατιωτών», διατείνεται το περιοδικό National Geographic στο τεύχος Δεκεμβρίου 1949. Και η λεζάντα αναφέρει επίσης: «Η γερμανογεννημένη και αγγλοαναθρεμμένη Βασίλισσα έχει κερδίσει την εύνοια της χώρας φροντίζοντας τα παιδιά των προσφύγων (σελ. 719, 721). Είναι ανεβασμένη στους ώμους των ανανηψάντων κομμουνιστών στο Μακρονήσι. Η φωτογραφία με τον ανανήψαντα «πρωτοπόρο» (ενν. στρατιώτη), που  έχει ως φόντο τη φωτογραφία της Βασίλισσας, εκτέθηκε στην Αθήνα».
Κορυφαίο άλλωστε  παράδειγμα, εξωκειμενικό ωστόσο του «υπερβάλλοντος ζήλου» των στρατιωτικών και πολιτικών Αρχών για την αναμόρφωση και την περαιτέρω ηθική διάπλαση των «παρασυρθέντων» από τους Εαμοβουλγάρους νέων είναι η μεγάλη σφαγή το πρωί της Κυριακής 29 του Φλεβάρη του 1948 που συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ένταση τη Δευτέρα 1η του Μάρτη 1948 [6]   στο Α’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών Μακρονήσου  με πρόσχημα την άρνηση 700 σκαπανέων να μεταφερθούν από το Α’ (ή «κόκκινο» Τάγμα) στο Γ’ («γαλάζιο»).
Την Κυριακή το σύνθημα για το μακελειό που  ήταν προσχεδιασμένο από τον Διοικητή του Στρατοπέδου Μπαϊρακτάρη για να καμφθεί το ηθικό των κρατουμένων [7], ρίχτηκε με πυροβολισμό στον αέρα από τον υπασπιστή Καρδαρά. Αμέσως, ο λόχος ασφαλείας που ήταν ακροβολισμένος άρχισε να πυροβολεί στον ψαχνό τους συγκεντρωμένους για την αναφορά του Α’ Τάγματος. Το στρατόπεδο έγινε κόλαση. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό, αν και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους [8].  Όταν ξημέρωσε η 1η Μαρτίου, κατά τις 9 η ώρα το πρωί στις ακτές του Α’ Τάγματος εμφανίστηκε να περιπλέει ένα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού που στο κατάστρωμά του είχαν παραταχθεί ένοπλοι και δίπλα στα κανόνια του οι πυροβολητές ήταν έτοιμοι [9].  Την ίδια ώρα, περίπου 250 ένοπλοι και ροπαλοφόροι από το Γ’ Τάγμα, κύκλωσαν τους σκαπανείς του πρώτου τάγματος από αριστερά με επικεφαλής τους Μιχ. Μπαρούχο και Μιχ. Σφακιανό [10] ενώ το κέντρο και τη δεξιά πλευρά κάλυψε η μονάδα Ασφαλείας. Τέσσερα πολυβόλα έτοιμα να βάλουν ανά πάσα στιγμή δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής στους στρατιώτες του Α’ τάγματος.  Σε λίγο, άρχισε η επίθεση με εντολή του Μπαϊρακτάρη. Τα πρωτοπαλίκαρα του Μπαρούχου και του Σφακιανού, μαζί με τους Αλφαμήτες, ρίχτηκαν πάνω στους άοπλους σκαπανείς, στην αρχή με τα ρόπαλα και στη συνέχεια με τα όπλα. Οι νεκροί έπεφταν σωρό δίπλα στους ζωντανούς που είχαν ξαπλώσει κάτω παρακινούμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς του άοπλου τάγματος άρχισαν να αμύνονται απαντώντας στις σφαίρες με πέτρες. Ύστερα, γίνηκαν περισσότεροι και σε λίγο όλο το τάγμα ξεκίνησε μια μάχη χωρίς ελπίδα πετώντας βροχή από πέτρες στους πραιτωριανούς δολοφόνους του και υποχωρώντας συνεχώς προς τη μεριά της θάλασσας. Όταν οι άοπλοι στρατιώτες έφτασαν στη θάλασσα αρκετοί έπεσαν στο νερό [11] με την ελπίδα ότι εκεί θα έβρισκαν σωτηρία. Τότε όμως το  περιπολικό του πολεμικού ναυτικού άρχισε να πυροβολεί εναντίον όσων βρίσκονταν στο νερό [12]. «Εκεί – γράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας [13]- γίναμε όλοι ένα κουβάρι… Δε θα ξεχάσω τις φωνές μας… Όταν κάποια στιγμή το μακελειό πήρε τέλος, ένα νέο μαρτύριο ξεκίνησε για τους φαντάρους του Α’ τάγματος: βασανιστήρια, βρισιές εξευτελισμοί, αλλά και λαφυραγωγία από μέρους των «νικητών». Στο μεταξύ, άρχισε και η «συγκομιδή» των νεκρών, ενώ 12 σκαπανείς συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές ως αρχηγοί της δήθεν εξέγερσης που προκάλεσε τα γεγονότα και 142 συνάδελφοί τους συνελήφθησαν ως πρωταίτιοι. Τέλος, 700 μετατέθηκαν στο Γ’ Τάγμα.  Ένα μήνα μετά τη σφαγή, η εφημερίδα ΕΞΟΡΜΗΣΗ του Δ.Σ.Ε. δημοσίευσε στην τελευταία της σελίδα, κάτω από τον τίτλο «Στο Μακρονήσι» μια συγκλονιστική είδηση. «Νεότερες ειδήσεις – έγραφε [14] - αναφέρουν πως 250 φαντάρους δολοφόνησαν την 1η του Μάρτη οι άτιμοι ύστερα από εντολή που πήραν από τον Φον Φλιτ. Οι εγκληματίες της Αθήνας έκρυψαν τον αληθινό αριθμό και είχαν πει πως είναι 17 οι νεκροί. Άλλοι 250 αθώοι πατριώτες δέσμιοι του αμερικανομοναρχισμού δίνουν το αίμα τους για να χορτάσουν οι μοναρχικοί λύκοι… Το δημοσίευμα της ΕΞΟΡΜΗΣΗΣ σχετικά με τον αριθμό των νεκρών στο μακελειό της Μακρονήσου πλησιάζει πολύ την αλήθεια. Ο γιατρός του Α’ τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 σκαπανέων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού [15]. Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του κάνει λόγο για 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερονήσι Σαν Τζιόρτζιο. Εκεί περίμενε πολεμικό καράβι. «Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας» [16].
 
    Το μυθιστόρημα «Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0» ξεκινά, όταν ο φακός του Μενέλαου Λουντέμη εστιάζει σε δύο από τους κρατούμενους αγωνιστές. Είναι οι πρωταγωνιστές-θύματα αυτής της ενορχηστρωμένης θηριωδίας, ο Γιώργης και ο Παναής, που μοιράζονται την ίδια σκηνή αντίκρυ στη θάλασσα, δεμένοι με την ίδια χειροπέδα, τον Μάη μήνα του 1949: «Λοιπόν… στη φυλακή…», εκμυστηρεύεται ο Παναής στο Γιώργη μεταφέροντας  στο φίλο του την εμπειρία ενός ποινικού, του Σκυλόγιωργα, «κείνο που σκοτώνει τον άνθρωπο δεν είναι ούτε τα σίδερα, ούτε η μούχλα, ούτε η κλεισούρα. Είναι η μοναξιά… Η μοναξιά λέει… Σου βυζαίνει λίγο λίγο την ψυχή, στη ροκανάει σαν λίμα, ώσπου την κάνει μικρά-μικρά κομματάκια και τα καταπίνει» [17].
     Στο βιβλίο σκιαγραφείται η ψυχολογική βία με τη μορφή του συνεχούς ψυχικού και σωματικού βασανισμού που ασκείται στους εξόριστους με σκοπό τη διάλυση της προσωπικότητας τους. Η αποδόμηση της προσωπικότητας επιτυγχάνεται μέσω του φόβου, συναίσθημα  που αφορά σ’ έναν πραγματικό κίνδυνο μα και του άγχους, την ακαθόριστη δηλαδή ανησυχία από κάποιον απροσδιόριστο κίνδυνο που δεν αντιμετωπίζεται. Ο σωματικός πόνος οδηγεί στον ψυχικό, αυτός προκαλεί το άγχος, ακολουθεί ο πανικός και με την επανάληψη έρχεται η διάλυση της προσωπικότητας. Συνέπειες είναι συχνά οι ψυχώσεις, η απώλεια της πραγματικότητας, η τρέλα. Το άτομο οδηγείται στην αποπροσωποποίηση, χάνοντας τον εαυτό του, παραλύει και γίνεται ευάλωτος χωρίς αντιστάσεις.
    Θα γράψει χαρακτηριστικά ο Λουντέμης στο προλογικό κεφάλαιο του τρίτου μέρους:
 
    […] «Το νησί αυτό, που διαδραματίζεται σήμερα η ιστορία μας, είναι το τοπίο όπου το έγκλημα δοξάστηκε σαν ύψιστη αρετή. Όπου μέσα απ’ το λαρύγγι του ανθρώπου πέρασαν –για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ανθρωπότητας- φθόγγοι άγνωστοι.
    Ήρθε μια νύχτα που το νησί κλυδωνίζεται σαν ακυβέρνητο σκάφος. Αυτή τη νύχτα –οι φθόγγοι αυτοί οι άγνωστοι- ακούστηκαν τόσο δυνατά, που οι μεταλλωρύχοι της αντικρινής πλαγιάς τρόμαξαν και κρύφτηκαν στις στοές τους. Ήταν οχτώ του Δεκέμβρη, χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα, χρόνια ύστερα απ’ τη γέννησή του γιου μιας χωρικής που τον σταύρωσαν –μια φορά- πάνω σ’ ένα ξύλο σ’ ένα λόφο της Σιών, επειδή κουβάλησε μαζί του καινούργιες ιδέες. Βλέπετε οι ιδέες, κάθε φορά που έχουν απόλυτους τους ιδιοκτήτες, που άμα δεν έρχονται στα μέτρα που θέλουν αυτοί, παίρνουν το κεφάλι που τις έχει.
    Έτσι τώρα κι εδώ φτιάξανε κάτι ιδέες, και τους καλέσανε όλους –τους γίνονται δεν τους γίνονται- να τις φορέσουν. Ή θα τις βάλετε με το καλό μες στο κεφάλι σας ή θα σας το ανοίξουμε για να τις χώσουμε εμείς μέσα!’ Έτσι και κείνη τη νύχτα δεν κάνανε τίποτ’ άλλο. Σκάβανε κρανία και φυτεύανε μέσα ιδέες.
    Και σαν ξημέρωσε η οχτώ του Δεκέμβρη σύρτηκε απ’ τη μιαν άκρη του νησιού ως την άλλη η πελώρια σκιά του τρόμου. Δήμιοι, νεκροί, πληγωμένοι… κείτουνταν χάμω, μέσα σ’ έναν πέτρινο αγρό σπαρμένον με ανθρώπινα κορμιά. Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου –για πρώτη φορά- δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Όσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες, παρακολουθούσαν τη ζωή απ’ τις χαραμάδες… Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη [18]
    Η φρίκη της Μακρόνησος δε χωράει σε βιβλία. Διαβάζεται μόνο μες στα μάτια των τρελών της. Μόνο τ’ αυτιά του Λαυρίου πρόφτασαν ν’ αρπάξουν κάτι ξεφτίδια απ’ τις φωνές... Στην αρχή, γιατί αργότερα ράγισαν κι αυτά και δεν άκουαν πια τίποτα. Κι έτσι απόμειναν μόνο οι σκύλοι -με το προφητικό τους ένστικτο- να σκορπούν απ’ τους καρβουνοσωρούς τις οιμωγές τους, σαν μαύρους οιωνούς που έβγαιναν απ' τα σπλάχνα του προαιώνιου ζώου.
    Απ’ το Λαύριο οι δήμιοι φαίνονταν μικροί… Και ήταν για να σαστίζεις πως τόσο μικροί δήμιοι κάνανε τόσο μεγάλα εγκλήματα. Μα το έγκλημα ποτέ δεν μετριέται με τον πήχυ. Γιατί ποτέ δεν έχει το ανάστημα του κακούργου. Πάντα είναι μεγαλύτερό του. Γιατί ένας πραγματικός κακούργος ποτέ δεν κάνει μόνο ένα έγκλημα. Πόσο μάλλον στην Μακρόνησο όπου είχε καταργηθεί η τιμωρία. Γιατί κι αυτό έγινε στη Μακρόνησο. Χωρίσανε το έγκλημα απ’ τον κολασμό και αντιστρέψανε τους όρους. Ρίξανε τον κολασμό στα θύματα και τον έπαινο στους κακούργους. Έτσι τους βοήθησαν να κάνουν το έγκλημα ψυχαγωγία και πρωινή γυμναστική. Όταν ένας άνθρωπος συνηθίζει να διασκεδάζει με το αίμα που τρέχει, με τίποτα πια στο εξής δεν μπορεί να διασκεδάσει…» [19].
 
    Οι βασανιζόμενοι είχαν ως άμυνα τις ιδέες τους, τη συνείδηση τους, την αυτοεκτίμηση, τον αυτοσεβασμό και τις αναμνήσεις τους σε καταστάσεις και πρόσωπα που θα μπορούσαν να στηριχτούν, αλλά και τη συλλογικότητα.
Οι βασανιστές, προσωπικότητες που δεν εξελίχθηκαν, με ένστικτα που βγήκαν στην επιφάνεια μέσα στην πραγματικότητα της Μακρονήσου.
    Τα βασανιστήρια, τα οποία από την άνοιξη του 1948 γενικεύτηκαν, περιλάμβαναν πολύωρο κουβάλημα πέτρας στον ήλιο, ατομικούς ή ομαδικούς ξυλοδαρμούς, ομαδικό και μέχρι λιποθυμίας λιντσάρισμα στις διαβόητες χαράδρες του νησιού, το μαρτύριο της δίψας (ενίοτε με παστό μπακαλιάρο ή ρέγκα για συσσίτιο), κατάβρεγμα με παγωμένο νερό, «καταδύσεις» στη θάλασσα (ενίοτε μέσα σε τσουβάλι), φάλαγγα, «αεροπλανάκι» (ορθοστασία με τα χέρια στην έκταση, κρατώντας ενδεχομένως και πέτρες), απομόνωση στα «σύρματα» (περιορισμένους χώρους περίκλειστους από αγκαθωτό συρματόπλεγμα), πρόσδεση στα «σύρματα» ή στο «σιδηρωτήριον» (μια μεγάλη λεία πέτρα που πύρωνε από τον ήλιο), στραμπούληγμα χεριών, ποδιών ή γεννητικών οργάνων, εικονικές εκτελέσεις –και οτιδήποτε άλλο δίδασκε η προϋπηρεσία των βασανιστών ή γεννούσε η έμπνευση της στιγμής. Πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τα βασανιστήρια και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στη Μακρόνησο, απέκτησαν μόνιμη αναπηρία ή έχασαν τα λογικά τους [20].
    Από αυτήν την άποψη συγκλονιστική στο «Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0» είναι η σκηνή που ο Παναής παθαίνει ακριβώς αυτό, χάνει δηλαδή τα λογικά του:  μια ολόκληρη μέρα μαζί με τον  Γιώργη ανεβαίνουν την πλαγιά κουβαλώντας βαριές πέτρες. Έχουν υποστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή φρικτά βασανιστήρια κι όμως έμειναν όρθιοι. Οι δύο βασανιστές τους, ο Κουτσούκος και ο Ζουμάρας, δεν κάνουν κάτι πρωτότυπο, απλά δεν τους αφήνουν να πάρουν ούτε μια ανάσα και μ’ όλο τους το άχτι τους βαράνε με τα ματσούκια.  Κάποια στιγμή ο σαλπιγκτής βαράει απόλυση, οι τραμπούκοι τους περνάνε τις χειροπέδες οι δυο αγωνιστές τραβάνε για τη σκηνή τους. Προσπαθούν με κόπο κάτι να δαγκάσουν. Ύστερα πέφτει  απότομα ο ύπνος και τους αρπάζει με το ψωμί στο χέρι:
 
    «Μα ούτε κι αυτή η μικρή χαρά δεν κράτησε πολύ. Δεν είχαν περάσει ούτε δυο ώρες κι ένας χαλασμός απλώθηκε πάνω σ’ όλο το μικρό στρατόπεδο. Τρεχαλητά, φωνές, ξυλιές, βογκήματα.
    -Απάνω, ρε! Απάνω, ρε τομάρια! Σας καλάρεσε το χουζούρι, ε; Απάνω! Σε δυο λεφτά οι σκηνές να γίνουν μπογαλάκια. Φεύγουμε!
    Οι σκηνούλες άρχισαν να σωριάζονται κάτω σαν πεσμένα δέντρα. Δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά και τ’ αντίσκηνα βρίσκονταν τώρα φορτωμένα στον ώμο. Πού θα πήγαιναν; Σε κανέναν δεν είχαν πει τίποτα. ‘Φεύγουμε’… Για πού; Όπου ήθελαν κείνοι. Δικοί τους δεν ήταν οι κρατούμενοι; Ό,τι θέλανε τους κάνανε. Αν θέλανε, τους λέγανε: ‘Στήστε ξανά τις σκηνές σας. Δε φεύγουμε’. Λίγες φορές τους τα κάνανε, τέτοια και χειρότερα;
    -Έτοιμοι προς πορείαν… ακούστηκε η φωνάρα του λοχία. Ν’ ακολουθείτε όλοι τον οδηγό.
    Άρχισε η νυχτερινή πορεία. Τα μονοπάτια ήταν στενά και κακοτράχηλα. Όλοι βάδιζαν εφ’ ενός ζυγού πλάι στα αυτόματα που τους παρακολουθούσαν μην ξεστρατίσουν, μη λοξέψουνε μες στη νύχτα και χαθούν. Αλλά που πήγαιναν; Πουθενά. Τα γνωστά τους καμώματα. Πορεία για την πορεία. Δεν είχαν μετρήσει πόση ώρα βάδιζαν. Κάποια στιγμή η άγρια φωνάρα του λοχία έσκισε ξανά τη νύχτα.
    -Αλτ! Αποθέσατε! Προσοχή!... Να ετοιμαστούν οι σκηνές για διανυκτέρευση!
    Ο Παναής πέταξε κάτου αποκαμωμένος τους ορθοστάτες. Σ’ όλο αυτόν το δρόμο γκρίνιαζε πνιχτά.
    -Όχι εδώ… λέει ο Γιώργης. Είναι πολύ άβολο. Αδύνατο να μπηχτούν οι ορθοστάτες. Να ψάξουμε λίγα βήματα πιο πέρα. Μπορεί να βρεθεί λιγάκι χώμα.
    -Και σε μισή ώρα να σου πουν ‘ξαναμάζεψέ τες’… δεν πάω πουθενά. Στήσ’ τη να ψοφήσουμε εδώ.
    Μα κι όλοι οι άλοι το ίδιο κάνανε. Δεν είχαν τη δύναμη να συρτούν λίγο παραπέρα και να ψάξουν» [21].   
 
    Ο Γιώργης υποχώρησε, ρίχνουν τους ορθοστάτες και από πάνω το πανί, μα κάτι δεν τους βόλευε. Καταμεσής στη σκηνή ήταν μια πέτρα που τους έπιανε το μισό χώρο. Αποφασίζουν να την ξεριζώσουν με τα κουτάλια τους, γουβώνοντας την γύρω γύρω και τραβώντας το χώμα καταπάνω για να το κάνουν προσκεφάλι. Η πέτρα δεν αντιστάθηκε πολύ. Σε λίγο ξεριζωμένη κείτουνταν έξω απ’ τη σκηνή. Ανάβουν αποκαμωμένοι ένα τσιγάρο:
 
    «Τραβήξανε από μια ρουφηξιά και βγάλανε από ένα βαρύ ανασασμό. Ο Παναής έχωσε το χέρι του στη γούβα μα το τράβηξε ευθύς απότομα σαν να του το ’καψαν.
    -Τι τρέχει; κάνει ο Γιώργης.
    -Περίεργο… ψιθυρίζει μες στα δόντια του ο Παναής. Η φωνή του ήταν αλλαγμένη.
    Αγριεύτηκε κι ο Γιώργης.
    -Τι τρέχει, Παναή… Δε μιλάς;
    -Για φέξε.
    -Ωραίος είσαι. Με τι;
    -Σκύψε και ρούφα το τσιγάρο σου.
    -Ε, έφεξα. Βρήκες τίποτα;
    -Φέξε, φέξε κι άλλο. Φέξε γιατί μου φαίνεται πως βρήκαμε κρυμμένους θησαυρούς.
    Ο Γιώργης ξαναρούφηξε. Τότε σκύψανε κι οι δυο στο λάκκο. Οι θησαυροί δεν ήταν άνθρακες. Ήταν κόκαλα. Δυο μπράτσα στημένα σταυρωτά κι ένα κρανίο. Κάθονταν και οι δυο φρόνιμα σαν τα ραβδιά του χόκεϊ πλάι στην μπάλα. Τα πόδια έλειπαν. Κάποιος χείμαρρος θα τα πήρε και τα κουβάλησε κατά τη θάλασσα. Οι δυο φίλοι ανατρίχιασαν. Μες στο σκοτάδι ψάχτηκαν να βρουν τα χέρια τους. Μικρή διαφορά τα χώριζε απ’ τα κόκαλα… Λίγο πετσί και λίγο σκισμένο ρούχο…
    -Παναή… ακούγεται ανήσυχη η φωνή του Γιώργη μες στο σκοτάδι. Πες μου, είσαι καλά;
    -Καλά σαν γάιδαρος… λέει με ψεύτικο κέφι κείνος. Ουφ!
    -Τι έπαθες;
    -Κάηκα…
    Το τσιγάρο τσιτσίρισε στο στόμα του.    
    -Βάλτου λίγο σάλιο και σώπα. Θαρρώ πως ακούω πατημασίες. Πνίχ’ το και πέσε.
     Δυο αρβύλες πέρασαν νευρικά πλάι απ’ το πανί τους. Κι ύστερα κι άλλες, κι άλλες… Πού πήγαιναν; Τι γύρευαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα; Βαστούσαν κι οι δυο τους δυνατά την ανάσα τους. Τα βήματα έσβησαν κάτω βαθιά στη χαράδρα. Ξάπλωσαν. Ησυχία βαριά βασίλευε παντού. Σαν ν’ αφουγκράζονταν η νύχτα τον εαυτό της. και ξάφνου μέσα σ’ εκείνο το σκοτάδι μια φωνή ανέβηκε. Μια φωνή πόνου. Σαν μουγκανητό βοδιού που το σφάζουν μες στη νύχτα… Σαν βέλασμα ζώου που έπεσε στον γκρεμό.
    -Αχ! λέει ο Παναής. Κάποιον πάλι βασανίζουν. Ως που θα φτάσει αυτό, μάνα μου; Εσένα λέω, μάνα!... ως πού θα φτάσει αυτό;
    -Σσσς…
    Το βογκητό για λίγο είχε σταματήσει. Μα ξάφνου ανέβηκε πιο άγριο, πιο τρομερό. Ανέβηκε ψηλά, κι ύστερα έπεσε. Και τίποτα άλλο πια δεν ξανακούστηκε. Σ’ όλο το νησί σύρτηκε απόλυτη μαύρη ησυχία.
    -Φαίνεται πως τον αποτελείωσαν… είπε με θαμπή φωνή ο Παναής και σώπασε.
    Δίπλα ο πρόγονος με τα σκόρπια κόκαλα κοιμόταν ανάσκελα τον αμέριμνο ύπνο της ανυπαρξίας του. Ξάφνου ένας αέρας πήρε ν’ ανεβαίνει απ’ τη θάλασσα, κουβαλώντας το τραγούδι των αφρών της. η σκηνούλα άρχισε να πεταρίζει σαν πουλί.
    -Θα τον πετάξω έξω!... είπε νευριασμένος ο Παναής. Εδώ δε χωρούμε οι ζωντανοί.
    -Ασ’ τον να μείνει λίγο ακόμα στη συντροφιά μας. Να συνηθίσουμε κιόλας λιγάκι, Παναή…
    -Θα μας κολλήσει την κρυάδα του. Εγώ άρχισα κιόλα να παγώνω.
    -Η φαντασία σου είναι. Εγώ άρχισα τώρα να σκέπτομαι κάτι άλλο. Ποιος να είναι αυτός ο άνθρωπος; Αρχαίος μια φορά αποκλείεται. Στην αρχαιότητα το νησί ήταν ακατοίκητο. Έπειτα, τους αρχαίους, δεν τους έσπερναν έτσι μες στα χωράφια όπως κάνουν σήμερα οι πολιτισμένοι.
    -Ε, τότε τι είναι; Σημερινός;
    -Ούτε. Τα κόκαλα είναι άσπρα, καθαρά. Αρχίζω τώρα να θυμάμαι μια ιστορία που μου ’λεγε η μάνα μου. Εκεί κατά το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας φέρανε κι αδειάσανε σ’ αυτό το ξερονήσι μια καραβιά αιχμαλώτους που, πίνοντας τη σκουριά του βαποριού αντί για νερό, είχαν χολεριάσει όλοι και τους αδειάσανε εδώ για να πεθάνουν. Αυτό είναι. Τούρκος είναι ο άνθρωπος.
    -Και τι να τον κάνουμε;
    -Να τον σκεπάσουμε με λίγο χώμα και να τον αφήσουμε να συνεχίσει τον ύπνο του.
    Τον σκέπασαν και γύρανε να κοιμηθούν. Το συρτό, μονότονο βογγητό άρχισε να ανεβαίνει ξανά απ’ το μέρος της χαράδρας. Σίγουρα ο άνθρωπος που βασάνιζαν θα πέθανε, κι έμεινε το βογκητό του να περπατά μόνο πάνω στο νησί και να γυρεύει ένα στήθος ν’ ακουμπήσει. Μα –το ’θελαν, δεν το ’θελαν- άρχισαν κι οι δυο να μουδιάζουν. Σε λίγο ο ύπνος κατέβηκε, τους τύλιξε μέσα σε μαύρα σάβανα και τους πήρε μαζί του. Τέτοιος είναι ο ύπνος εδώ. Σαν τον ταχυδρόμο του Χάρου. Η νύχτα, βέβαια, αυτή σε λίγο θα τελείωνε. Μα η άλλη νύχτα, η δική τους, πότε θα τελείωνε; Η άβυσσος αυτή δεν είχε μέρα μπροστά της. ήταν ριγμένοι σ’ ένα βαθύ άπατο πηγάδι που το ’χτισαν γύρω γύρω και το σκέπασαν από πάνω για να μην ακούς και να μη μαντεύεις τίποτα. Το απάνω χάθηκε. Μα και το κάτω είχε τελειώσει. Δεν υπήρχε άλλο κατέβασμα. Φτάσανε στο βυθό.
    Μέσα στο μισοϋπνι ο Γιώργης ξαφνικά ξύπνησε από κάτι μιλιές. Μια φωνή μες στη σκηνή τους κουβέντιαζε δυνατά και πολύ μπερδεμένα.
    -Παναή… έκανε τρυφερά ο Γιώργης κατά το μέρος που ήταν ο φίλος του. Ξύπνα, Παναή… Ξύπνα!
    -Ποιος είναι κει; Ξεφώνισε άγρια ο Παναής. Και ξύπνησε. Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα από φρίκη.
    -Εγώ είμαι, αδερφέ μου… ο Γιώργης.
    -Ο Γιώργης…
    -Ναι, ο Γιώργης, ο αδερφός σου.
    Έχυσε στην απαλάμη του απ’ το παγούρι λίγο νερό και του δρόσισε το πρόσωπο. Ήταν όλο ανατριχιασμένο και έκαιε.
    -Εσύ είσαι, Γιώργη;… ρωτάει σαν το παιδί που ζητάει προστασία. Εσύ είσαι;… Καλά που είσαι συ.
    -Ποιος άλλος ήθελες να είναι;
    -Ποιος άλλος; Ξέρεις ποιος… ξέρεις ποιος ήταν τώρα δα μαζί μου δω μέσα; Ο Τούρκος… Καθόταν εδώ αντίκρυ μου με κομμένα τα πόδια και μου μιλούσε.
    -Ο Τούρκος; Έλα καημένε… η φαντασία σου έφκιαξε έναν Τούρκο.
    -Η φαντασία μου; Πού θα μπορούσε να ξέρει τόσα πράγματα η φαντασία μου; Και πώς θα μπορούσε να ξέρει ποιος ήταν και που πέθανε; Τον λέγανε ‘Χασάν’, λέει. Καταγόταν απ’ το Ζουγκουλντάκ. Λαβώθηκε, λέει, στη μάχη του Τσανάκ-Καλέ, όπου και τον πιάσανε αιχμάλωτο. Που την ξέρω εγώ αυτή τη μάχη; Ποτέ δεν άκουσα τέτοιο τόπο. Τους φέρθηκαν, μου είπε, πολύ άπονα. Μες στο κατακαλόκαιρο τους είχαν στοιβαγμένους μες σ’ ένα αμπάρι ενός βαποριού χωρίς νερό. Οι μισοί σκάσανε απ’ τη ζέστη. Τους άλλους μισοπεθαμένους τους φέρανε και τους πετάξανε εδώ για να πεθάνουν. Και πεθάνανε. Που τα ’ξερα εγώ όλα αυτά; Πες μου. Πάντως στον άλλο κόσμο περνάει, λέει, καλά. Στην αρχή τον στεναχωρούσαν λίγο τα πόδια του που του έλειπαν. Ένα διάστημα σερνόταν μάλιστα και τα ζητούσε… Αλλά σιγά σιγά συνήθισε. Είχα, σου λέω, μαζί του μια αληθινή κουβέντα. Αφού –σκέψου- θυμήθηκα και τον ρώτησα και για τις πέτρες… Δηλαδή αν οι Μακρονησιώτες κουβαλούν πέτρα και στον άλλο κόσμο.
    -Ε, τι σου είπε. Ότι δεν κουβαλούν;
    -Όχι, μου είπε. Δεν κουβαλούν. Πέτρες όχι, ούτε μια. Δεν έχει τέτοιο πράμα εκεί κάτω. Βουνά με ρύζια, ναι. Ποταμούς με μέλια, μάλιστα. Μα πέτρες, γιοκ. Δεν έχει. Μου το βεβαίωσε στην πίστη του θεού τους. Κατάλαβες;
    -Κατάλαβα, αλλά ξέρεις τι λέω… να κοιτάξουμε λιγάκι να τον κλεφτοπάρουμε. Αύριο θα μας στρώσουν πάλι στην πέτρα και πρέπει να κερδίσουμε λίγη δύναμη. Βλέπεις, εδώ, ο απάνου κόσμος, έχει πέτρα. Πάσκισε λιγάκι να κοιμηθείς. Έλα… Ακούμπησε απάνω μου. Και πέσε απ’ το δεξί πλευρό. Καληνύχτα.
    -Έχεις ακόμα λίγο νερό;
    -Θα σ’ το δώσω όλο όσο έμεινε. Αλλά ύστερα προσπάθησε να κοιμηθείς.
    Ξετάπωσε το παγούρι και τον πότισε. Ύστερα τον χάιδεψε λίγο σαν παιδί ώσπου τον αποκοίμισε. Κατόπι αποκοιμήθηκε κι ο ίδιος. Το βογκητό συνέχιζε την απελπισμένη του πορεία ολομόναχο πάνω στο άγριο νησί συντρο-φεύγοντας τα κύματα που έλιωναν πάνω στους βράχους σαν άσπρη σκόνη.
    Είχε πάρει πια να ξημερώνει όταν ξύπνησαν. Μα τούτη τη φορά δεν τους ξύπνησε ούτε η σάλπιγγα ούτε οι σφυριγματιές. Ήταν κάτι άγρια ποδοβολητά έξω απ’ τη σκηνή τους. Ο Γιώργης έβγαλε τη μύτη του. Ο Παναής τον τράβηξε ανυπόμονα απ’ το σακάκι.
    -Τι τρέχει, Γιώργη… Πες μου… Τι τρέχει;
    -Σσ… Κάποιοι πέρασαν μ’ ένα άδειο φορείο. Τραβούν πέρα κατά τη χαράδρα.
    -Θα τελείωσε, ως φαίνεται.
    -Τώρα πια… Μάλλον πρέπει να τελείωσε αποβραδίς.
    -Μα τότες το βογκητό τι ήθελε και σερνόταν ως το πρωί;
    -Ποιο πρωί; Εσύ κοιμόσουν…
    -Κοιμόμουν, αλλά το άκουα. Ως την ώρα που μας ξύπνησαν.
    Ο Γιώργης έσκυψε κοντά του ανήσυχος.
    -Παναή… του λέει. Δεν ξέρω τι να κάνω. Τα νεύρα μας φαίνεται δεν είναι καλά… Μην τρομάζεις. Δε θα σπάσουμε. Φοβούμαι όμως εκείνο το ‘άλλο’… μην τρομάζεις –σ’ το ξαναλέω. Πρέπει όμως να το αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα. Δε θα είμαστε οι πρώτοι… Μα εγώ δεν εννοώ να τους αφήσω να μας αυτοκτονήσουν… Κατάλαβες;
    -Ο Παναής δε σάλεψε. Ήταν παγωμένος.
    -Παναή!! Γιατί δε μιλάς;
    -Γιώργη… Εμένα πια τίποτα δεν μπορεί να με σώσει. Δε σου είπα και τα’ άλλο… σ’ το ’κρυψα. Έχεις δει τα χέρια μου;
    -Μια χαρά είναι τα χέρια σου. Τι έχουν; Τίποτα δεν έχουν. Τι σ’ έπιασε;
    -Μα τα είδες;
    -Τα είδα.
    -Ε, τότε δεν τα είδες. Είχα δει κάποτε τα χέρια ενός πεθαμένου γέρου. Να, τέτοια ήταν.
    -Ιδέες που σου περνάνε καμιά φορά απ’ το κεφάλι! Τίποτ’ απολύτως δεν έχουν τα χέρια σου.
    -Τότε γιατί άσπρισαν; Με τέτοιον ήλιο; Και γιατί τρέμουν σαν να ’ναι ενός γέρου εκατό χρονώ;    
    -Σσσ… Ξαναπερνούν.
    Ο Γιώργης σύρτηκε τώρα ως την πορτούλα κι έβγαλε έξω το κεφάλι του. Το τσαντηράκι τώρα έμοιαζε με χελώνα που έβγαλε έξω το κεφάλι της. Τέσσερις έσερναν το φορείο φορτωμένο, με το λοχία ξοπίσω. Το πετσί του πεθαμένου ήταν κατακίτρινο και γεμάτο μπλαβισμένα αίματα. Τα μάτια του έμειναν ορθάνοιχτα.
    -Με τηράει… έκανε ανατριχιάζοντας ένας απ’ τους τραυματιοφορείς. Δεν μπορώ να τον βλέπω. Με τηράει!... Να, κοίτα τον!
    -Ορίστε μια ‘κυρία’ που σιχαίνεται τα αίματα… λέει περιφρονητικά ο λοχίας.
    -Δεν μπορώ, κυρ-λοχία!...
    -Κλείσ’ τα μάτια σου να μην τον βλέπεις.
    -Θα σκοντάψω.
    -Ε, τότε σκέπασέ τον!
    -Με τι;
    -Να, γύρεψε από δω απ’ τα παιδιά μια κουβέρτα. Ρε σεις!
    Ο Γιώργης έβγαλε απ’ τη σκηνή το κεφάλι του. Ξοπίσω του σύρτηκε και ο Παναής.
    -Μια κουβέρτα, ρε, σου λέω! Δανείστε στον μακαρίτη μια κουβέρτα γιατί ντρέπεται ολόκληρος άντρας ξεβράκωτος. Ίσα ντε. Και στον άλλο κόσμο που θ’ ανταμώσετε, σας τη δίνει πίσω. Δεν τη δίνετε; Καλά, την παίρνω και μόνος μου.
    Τους δίνει από μια κλοτσιά, μπαίνει μέσα, τραβά απ’ τη ράχη του Παναή την κουβέρτα και σκεπάζει το νεκρό.
    Κατόπι ξεκίνησαν. Μα ο αέρας ήταν δυνατός και τους πήρε την κουβέρτα. Ξαναδοκίμασαν άλλες δυο φορές. Το ίδιο. Τότε το θηλυκό μυαλό του λοχία γέννησε.
    -Κάτω το φορείο, ρε!... φωνάζει στους τραυματιοφορείς. Τώρα τσακώστε κάνα-δυο κοτρόνες και σκεπάστε τον τον κερατά! Και ψόφιος εννοεί να κάνει τα σκέρτσα του. Έτσι, πατικώστε τον! Και τώρα εμπρός-μαρς!
    -Ο νεκρός έφυγε φορτωμένος πέτρες. Και τότε η φωνή του Παναή γέμισε άγρια τη χαράδρα. Ο Γιώργης τον άρπαξε απ’ το στόμα.
    -Παναή! Πάψε!
    -Γιώργη! ξεφωνίζει ο Παναής γεμάτος πόνο και δάκρυα. Γιώργη, μας γέλασε ο Τούρκος! Μας είπε ψέματα ο Τούρκος… Ψέματα… ψέματαααααα…
    -Παναή!
    -Ψέματα. Στη Μακρόνησο κι οι πεθαμένοι κουβαλάνε πέτρες!!! Χα! Χα!
    Ο Γιώργης άρπαξε να ξεριζώσει τα μαλλιά του. Κείνο που φοβόταν όλον αυτό τον καιρό… ήρθε. Η τρέλα… Τώρα δεν απόμενε παρά ή να τον σκοτώσει κείνος για να τον λυτρώσει από ένα θάνατο μαρτυρικό, ή ν’ αφήσει να του τον πάρουν για να τον σκοτώσουν κείνοι έτσι όπως ήξεραν. Ο Γιώργης βάλθηκε να σκεφτεί. Αλλά δεν πρόφτασε. Έξω άρχισε να φέγγει. Ξημέρωνε μια άγρια Μακρονησιώτικη μέρα» [22].
 
  Ο Στάθης Ιω. Δρομάζος θα γράψει στην Αυγή γι’ αυτό το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη: «[…] Είναι χρονικό ή μυθιστόρημα το βιβλίο του Λ. [Οδός Αβύσσου, αριθ. 0]; Αυτό το ερώτημα βάζετε, μελετώντας τη σύνθεση του υλικού. Το βιβλίο είναι φορτωμένο με πληθωρικά γεγονότα. Το έντονο όμως φιλολογικό ύφος αφαιρεί από την αυθεντικότητά τους. Ύστερα, η σύνδεση η οποία επιχειρείται ανάμεσα στα τρία πλάνα που προαναφέραμε είναι περισσότερο τεχνική και χρονολογική, παρά εσωτερική.
    Το γράμμα, σταλμένο κάθε φορά που θα εξυπηρετήσει το συγγραφέα, συνδέει τις μανάδες με τους αγωνιστές. Το ξύλο, δοσμένο κάθε φορά που πρόκειται να βοηθήσει τη ροή του έργου συνδέει τους αγωνιστές με τους βασανιστές. Ο βασανιστής Στελλάρας ή Κουτρούμπας ή Μελιτζάνας, είναι το πολυεδρικότερο ίσως πρόσωπο του όλου έργου, που προσπαθεί να συνδέσει ‘εσωτερικά’ και τα τρία πλάνα. Μέσα λοιπόν στο βάθος της τεχνικής σύνθεσης και στο μήκος της χρονολογικής διαδοχής περιγράφεται ένας κόσμος πληθωρικός και εκρηκτικός. Οι βασανιστές, κυνικοί, πρεζάκηδες, απόφοιτοι φυλακών, οι βρομεροί κίονες ενός βρομερότερου ‘Παρθενώνα’. Ο μόνος τους σκοπός να πάρουν τη ‘δήλωση’. Σκοπός, εμπνεόμενος άλλοτε από το ψυχικό σακατηλίκι τους και άλλοτε από ανομολόγητες ελπίδες υλικών κερδών. Μπροστά τους οι αγωνιστές, έτοιμοι για όλα […] [23]».
    Και συνεχίζει επανερχόμενος για να περιγράψει αναλυτικότερα τον Στελάρα, που στέκει στο μεταίχμιο περιθωρίου και πολιτικής και συναιρεί επιτυχημένα τις αντιδράσεις του τον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Λουντέμη: «Ο πιο ενδιαφέρων τύπος είναι ο Στελλάρας, απόφοιτος των φυλακών (πρεζάκιας-ποινικός), αλλά στόφα καλού ανθρώπου. Δίδει μάχες με την κοινωνία, μία στο δικαστήριο, καταγγέλλοντας τους εμπόρους των ναρκωτικών και μία στο Μακρονήσι, ξεσκεπάζοντας τα όργια, με την απολογία του προς τον στρατηγό, όπου του λέει ότι βαριέται άλλο να… κάθεται χωρίς δουλειά, δηλαδή χωρίς να δέρνει κλπ. Αυτός ήταν ‘το μόνο μισερό-τσιμπλιάρικο μα το μόνο φως μέσα σ’ αυτό το υπόγειου του απάνω κόσμου’. Και δίνει και την τρίτη μάχη αναλαμβάνοντας την προστασία του φυλακισμένου Γιώργη. Ο Στελλάρας αντιπροσωπεύει τις καλύτερες παραδόσεις της νεοελληνικής αλητογραφίας. Ίσως αυτό το περιεχόμενο να παρέσυρε το συγγραφέα και σ’ ένα ύφος έντονης και ωμής αργκό που πολλές φορές δεν βρίσκεται ούτε στα όρια του λογοτεχνικού νατουραλισμού» [24].


[1] Φράση από το έργο του Μ. Λουντέμη, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», Αθήνα, εκδ. Βιβλιοεκδοτική, μυθιστόρημα (1962).
[2] Μενέλαος Λουντέμης, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», μυθιστόρημα, Το Βήμα βιβλιοθήκη, πιστή αναπαραγωγή της έκδοσης Ελλ. Γράμματα (5η έκδοση), Αθήνα 2000, σελ. 341-343.
[3] Μενέλαος Λουντέμης, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», μυθιστόρημα, ο.π., σελ. 285.
[4] Το νομικό καθεστώς που επιβλήθηκε στο κολαστήριο της Μακρονήσου βασίστηκε στο «θεσμό» της εκτόπισης των πολιτικών αντιπάλων που είχε καθιερωθεί για πρώτη φορά κατά των ληστών, με τη δικτατορία Πάγκαλου το 1925/1926, και ιδιαίτερα με το διαβόητο Ιδιώνυμον (Ν. 4229/1929) του Ελευθέριου Βενιζέλου. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941) αξιοποίησε αυτό το νομικό καθεστώς για γενικευμένους διωγμούς με δύο Αναγκαστικούς Νόμους, και μάλιστα το επιδείνωσε, ιδρύοντας «στρατόπεδα πειθαρχημένης διαβίωσης» σε Αϊ-Στράτη, Φολέγανδρο, Γαύδο, Ανάφη και στις φυλακές Ακροναυπλίας. Ταυτόχρονα καθιέρωσε τις διαβόητες «δηλώσεις μετανοίας». Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την τριπλή φασιστική κατοχή και το βάρβαρο καθεστώς του εμφυλίου, με αποκορύφωμα τη μεταφορά των εκτοπισμένων στο στρατόπεδο Μακρονήσου υπό το εγκληματικό καθεστώς της πειθαρχημένης διαβίωσης. Η ίδρυση του Ο.Α.Μ. (Οργανισμός Αναμορφώσεως Μακρονήσου) έγινε τον Οκτώβριο/Νοέμβριο του 1949, με το Ψήφισμα ΟΓ’ της 9/14-10-1949, «Περί μέτρων εθνικής αναμορφώσεως». Το γεγονός αυτό καθιστά φανερό ότι έως τότε η Μακρόνησος δεν υπάκουε σε κανένα νομικό καθεστώς, ενώ είχαν προηγηθεί το ΝΔ 329/18.8.1947 (καθεστώς πειθαρχημένης διαβίωσης), ο ΑΝ 511/31.12.1947 (σχετικά με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης) και το ΝΔ 687/7.5.1948 (σχετικά με την επ’ αόριστον παράταση του χρόνου εκτόπισης). Μετά την ήττα του Δ.Σ.Ε. θα δημιουργηθεί το καθεστώς υπαγωγής και των πολιτικών κρατουμένων στα τάγματα. Έτσι, μολονότι ο Εμφύλιος πόλεμος είχε λήξει, δεν σταμάτησαν οι μεταγωγές πολιτών προς τη Μακρόνησο με σκοπό την «αναμόρφωση».
[5] Βλ. Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, Να γίνουν μνημεία τα κολαστήρια, εφημ. Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009.
[6] Η σφαγή σημειώθηκε δύο μήνες μετά την ανακήρυξη από τους αντάρτες της προσωρινής «κυβέρνησης του βουνού». Ηθική ευθύνη για αυτή την πρακτική αποδίδεται σε πολιτικούς της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Κι αυτό γιατί αφενός ανέχθηκαν ή και εκθείαζαν με τις δηλώσεις τους το «αναμορφωτήριο», αφετέρου γιατί κανείς από τους προαναφερθέντες δεν έκανε οτιδήποτε με πολιτική του παρέμβαση προκειμένου οι υπεύθυνοι του εγκλήματος να λογοδοτήσουν. Αντιθέτως, σε δίκη παραπέμφθηκαν τα θύματα.
[7] Βλ. τη μαρτυρία του πρώην διοικητή του Α’ ΕΤΟ Κωνσταντόπουλου στον Θόδωρο Κατριβάνο.
[8] Ορισμένες πηγές κάνουν λόγο για 5 νεκρούς και 14 τραυματίες (Β. Βαρδινογιάννη – Π. Αρώνη: «Οι μισοί στα σίδερα», εκδόσεις «Φιλίστωρ», σελ. 157). Η εφημερίδα «Μάχη» στις 13/7/1950 δημοσίευσε τα ονόματα 5 νεκρών και 10 τραυματιών (Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο» σελ. 288). Ο Γιατρός του τάγματος Λ. Γεωργιλάκος σε μαρτυρία του κάνει λόγο για μεγάλο αριθμό τραυματισμένων εκ των οποίων οι 10 ήσαν βαριά (Φιλ. Γελαδόπουλου: «Μακρόνησος – Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις «Αλφειός», σελ. 91) κ.ο.κ.
[9] Λίγα λεπτά αργότερα μια φωνή ακούστηκε από τον τηλεβόα:«Στρατιώται, σας μιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Το μήνυμα αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα, κάθε φορά περισσότερο απειλητικό: «Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν’ αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…». Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά» (Βλ. Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο» σελ. 290 – 291 & Ν. Μάργαρη: «Ιστορία της Μακρονήσου», εκδόσεις «Δωρικός», τόμος Β’, σελ. 34).
[10] Β. Βαρδινογιάννη – Π. Αρώνη: «Οι μισοί στα σίδερα», εκδόσεις «Φιλίστωρ», σελ. 157 και Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο» σελ. 291.
[11] Γιώργος Δ. Γιαννόπουλος: «Μακρόνησος: μαρτυρίες ενός φοιτητή 1947 – 1950», εκδόσεις «Βιβλιόραμα», σελ. 77.
[12] Στην ακρογιαλιά γινόταν πανζουρλισμός. Τα πυρά έφτιαχναν ομπρέλα πάνω απ' τα κεφάλια μας. Δίπλα μου έπεφταν αράδα νεκροί, αράδα τραυματισμένοι. Φωνές απελπισίας. Βλέπω ένα φανταράκι, τον Κρητικό Νικητάκη, απ' την αγωνία του να κόβει τις φλέβες του. Πολλοί, πάρα πολλοί, έπεφταν στη θάλασσα και μαζί μ' αυτούς κι ο φίλος μου, ο Καλύμνιος Νικόλαος Φωκάς. Ανεβοκατέβαινε μες στο νερό, σιγοπνιγόταν. Τρελός από αγωνία και τα διασταυρωμένα πυρά απ' το πολεμικό, βούτηξα αγνοώντας τα όλα κι άρπαξα απ' τα μαλλιά τον Φωκά, σέρνοντάς τον όξω μισοπεθαμένο (Μαρτυρία Γεράσιμου Λογαρά).
[13] Γιώργος Δ. Γιαννόπουλος: «Μακρόνησος: μαρτυρίες ενός φοιτητή 1947 – 1950», εκδόσεις «Βιβλιόραμα», σελ. 77.
[14] «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» 1/4/1948.
[15] Φιλ. Γελαδόπουλου: «Μακρόνησος – Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις «Αλφειός», σελ. 182.
[16] Στο ίδιο, σελ. 190 – 191.
[17] Μενέλαος Λουντέμης, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», ο.π., σελ. 16 & 17.
[18] Ο Μενέλαος Λουντέμης μιλώντας για τη σφαγή στις 8 του Δεκέμβρη του 1949 αναφέρεται στα γεγονότα που αφορούν στην ένταξη των πολιτικών εξορίστων στο Β’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών-Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Ιδιωτών… «Οι αποστολές εξορίστων στο Β’ Τάγμα θα γίνουν μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 1949 σε ένα κλίμα απίστευτης βίας, ξυλοδαρμών, απειλών και εξευτελισμών. Τεκμήριο της διάθεσης των εξορίστων να «αναμορφωθούν» ήταν η πρόθεσή τους να υπογράψουν «δηλώσεις μετανοίας» και κάτω από συνθήκες φυσικής ή και ψυχολογικής βίας, οι περισσότεροι εξόριστοι υπέγραψαν. Οι λίγες εκατοντάδες που αρνήθηκαν να υπογράψουν, απομακρύνθηκαν από τους «ανανήψαντες» και μεταφέρθηκαν σε «σύρματα» (καταυλισμοί περιφραγμένοι με συρματόπλεγμα), όπου υποβλήθηκαν συστηματικά σε βασανιστήρια και εξοντωτικές αγγαρείες. (Βλ. Πολυμέρη Βόγλη, Εξόριστοι στα χρόνια του Εμφυλίου, εφημ. Καθημερινή, Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012).
[19] Μενέλαος Λουντέμης, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», ο.π., σελ. 183-186.
[20] Βλ. Γιώργος Τσακνιάς, Επίμετρο στο έργο του Μενέλαου Λουντέμη, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», ο.π., σελ. 386-387.
[21] Μενέλαος Λουντέμης, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», ο.π., σελ. 249-250.
[22] Μενέλαος Λουντέμης, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», ο.π., σελ. 251-256.
[23] Στ. Ι. Δρομάζος: Κριτική για το Οδός Αβύσσου αριθμός Ο· εφημ. «Η Αυγή», 11 Ιανουαρίου 1963.
[24] Στ. Ι. Δρομάζος: Κριτική για το Οδός Αβύσσου αριθμός Ο, εφημ. «Η Αυγή», 11 Ιανουαρίου 1963.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου