Πάντοτε υπήρχε και εξακολουθεί
να υπάρχη διαμάχη μεταξύ εκείνων, οι οποίοι υπερασπίζονται την ελληνική
φιλοσοφία και εκείνων, οι οποίοι την απορρίπτουν, για να διασώσουν δήθεν
την Πατερική θεολογία.
Η αλήθεια, όμως, για την σχέση Ελληνικής φιλοσοφίας και Πατερικής θεολογίας ευρίσκεται στο μέσον. Δεν πρέπει να υποτιμούμε την λογική σκέψη των Ελλήνων φιλοσόφων, αλλ’ ούτε να παραγνωρίζουμε την εμπειρική μετοχή των Πατέρων και Διδασκάλων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας στην αποκαλυφθείσα αλήθεια.
Είναι γεγονός ότι η πρώτη Εκκλησία και θεολογία αναπτύχθηκε μέσα στα όρια του Ελληνικού κόσμου, της εξελληνισμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μέσα στον χώρο της Αρχαιοελληνικής και ελληνιστικής φιλοσοφικής παραδόσεως. Στην καινούρια αυτή αποκαλυπτική εμπειρική χριστιανική θεολογία βρήκε την πλήρωσή του ο φιλόσοφος της ελληνιστικής εποχής, ο οποίος αναζητούσε απάντηση στα θεολογικά, κοσμολογικά και υπαρξιακά του ερωτήματα.
Υπήρχε, βεβαίως, μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ Ελληνικής φιλοσοφίας και χριστιανικής Πατερικής θεολογίας. Η πρώτη αναζητούσε την γνώση μέσω πολλών λογικών μεθόδων, έχοντας ως βάση τις λογικές αρχές. Η δεύτερη, έχουσα επίγνωση των λογικών και γνωστικών ορίων του ανθρώπου, κινήθηκε στον χώρο της αποκαλυπτικής εμπειρικής λογικής.
Η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, για να φθάση στον Θεό, πορεύεται μέσω της μίας εκ των δύο ακολούθων οδών: ή ορίζει αξιωματικά τον Θεό και προχωρεί στην ανάλυση των όσων απορρέουν εξ αυτής της πραγματικότητος ή αποδέχεται την κτίση και τις φυσικές της δυνάμεις και στοχαστικά πορεύεται προς τον Δημιουργό της Θεό.
Η Ορθόδοξος Πατερική θεολογία έχει ως αφετηρία το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, τον Ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού Πατρός, ο Οποίος είναι ο Δημιουργός Λόγος των όντων. Τοιουτοτρόπως, ο Σαρκωθείς Λόγος, ως Αυτοαλήθεια –«εγώ ειμί… η αλήθεια»[i]- οδηγεί τα όντα στην α-λήθεια, τα εξάγει δηλαδή από τη λήθη και φανερώνει το «είναι» τους.
Είναι, βεβαίως, αληθές ότι η Πατερική θεολογία χρησιμοποίησε την Ελληνική γλώσσα, την αρχαία Ελληνική φιλοσοφική μέθοδο, καθώς και πολλούς όρους της Ελληνικής φιλοσοφίας, για να εκφράση τις αιώνιες αποκαλυφθείσες αλήθειες[ii].
Την συνεργασία αυτή, με τις ορθές προτεραιότητες και αναλογίες, προσπάθησαν να πραγματώσουν και το πέτυχαν «εν Αγίω Πνεύματι» οι Άγιοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας[iii]. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενώ ήταν υπέρμαχος αυτής της συνεργασίας, εν τούτοις, επικοινωνώντας με τον φιλόσοφο Ήρωνα, ξεκαθαρίζει την θέση του: «Επειδή ούτω διενοήθη, τούτο μέν ουδέ βουλής ηξίωσε, ποτέραν δει των φιλοσοφιών ελέσθαι μάλλον, την έξω και παίζουσαν τας της αληθείας σκιάς εν τω της φιλοσοφίας σχήματι και προβλήματι, ή την ημετέραν και ταπεινήν μεν τω φαινομένω, υψηλήν δε τω κρυπτομένω και προς Θεόν άγουσαν»[iv].
Αυτή η συνάντηση της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας με την Πατερική θεολογία, αλλά και ο εκατέρωθεν αγώνας για επικράτηση, γέννησε τις μεγάλες αιρέσεις των πρώτων, κυρίως, αιώνων της χριστιανικής ζωής και θεολογίας. Ήταν μια δύσκολη έως δραματική συνύπαρξη. Και τα δύο μέρη, Ελληνική φιλοσοφία και χριστιανική εμπειρία, αντιπροσώπευαν μια δυναμική γνώσεως και ζωής- ασχέτως της τοποθετήσεως του κάθε μέρους ως προς την αντικειμενική αλήθεια- η οποία τελικώς έφερε το επίτευγμα της συζεύξεως και την γέννηση του «καινού» τέκνου, του Αποκαλυφθέντος Λόγου, μέσα από την σάρκα της Ελληνικής φιλοσοφίας.
Πρωτεργάτες αυτής της συνεργασίας και επιτεύξεως υπήρξαν αναμφιβόλως οι Έλληνες Πατέρες και Διδάσκαλοι, με την βαθειά πίστη τους στον ενανθρωπήσαντα Λόγο, την ένθεο βιωτή τους και την πλατειά Ελληνική Παιδεία τους.
Η αλήθεια, όμως, για την σχέση Ελληνικής φιλοσοφίας και Πατερικής θεολογίας ευρίσκεται στο μέσον. Δεν πρέπει να υποτιμούμε την λογική σκέψη των Ελλήνων φιλοσόφων, αλλ’ ούτε να παραγνωρίζουμε την εμπειρική μετοχή των Πατέρων και Διδασκάλων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας στην αποκαλυφθείσα αλήθεια.
Είναι γεγονός ότι η πρώτη Εκκλησία και θεολογία αναπτύχθηκε μέσα στα όρια του Ελληνικού κόσμου, της εξελληνισμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μέσα στον χώρο της Αρχαιοελληνικής και ελληνιστικής φιλοσοφικής παραδόσεως. Στην καινούρια αυτή αποκαλυπτική εμπειρική χριστιανική θεολογία βρήκε την πλήρωσή του ο φιλόσοφος της ελληνιστικής εποχής, ο οποίος αναζητούσε απάντηση στα θεολογικά, κοσμολογικά και υπαρξιακά του ερωτήματα.
Υπήρχε, βεβαίως, μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ Ελληνικής φιλοσοφίας και χριστιανικής Πατερικής θεολογίας. Η πρώτη αναζητούσε την γνώση μέσω πολλών λογικών μεθόδων, έχοντας ως βάση τις λογικές αρχές. Η δεύτερη, έχουσα επίγνωση των λογικών και γνωστικών ορίων του ανθρώπου, κινήθηκε στον χώρο της αποκαλυπτικής εμπειρικής λογικής.
Η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, για να φθάση στον Θεό, πορεύεται μέσω της μίας εκ των δύο ακολούθων οδών: ή ορίζει αξιωματικά τον Θεό και προχωρεί στην ανάλυση των όσων απορρέουν εξ αυτής της πραγματικότητος ή αποδέχεται την κτίση και τις φυσικές της δυνάμεις και στοχαστικά πορεύεται προς τον Δημιουργό της Θεό.
Η Ορθόδοξος Πατερική θεολογία έχει ως αφετηρία το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, τον Ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού Πατρός, ο Οποίος είναι ο Δημιουργός Λόγος των όντων. Τοιουτοτρόπως, ο Σαρκωθείς Λόγος, ως Αυτοαλήθεια –«εγώ ειμί… η αλήθεια»[i]- οδηγεί τα όντα στην α-λήθεια, τα εξάγει δηλαδή από τη λήθη και φανερώνει το «είναι» τους.
Είναι, βεβαίως, αληθές ότι η Πατερική θεολογία χρησιμοποίησε την Ελληνική γλώσσα, την αρχαία Ελληνική φιλοσοφική μέθοδο, καθώς και πολλούς όρους της Ελληνικής φιλοσοφίας, για να εκφράση τις αιώνιες αποκαλυφθείσες αλήθειες[ii].
Την συνεργασία αυτή, με τις ορθές προτεραιότητες και αναλογίες, προσπάθησαν να πραγματώσουν και το πέτυχαν «εν Αγίω Πνεύματι» οι Άγιοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας[iii]. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενώ ήταν υπέρμαχος αυτής της συνεργασίας, εν τούτοις, επικοινωνώντας με τον φιλόσοφο Ήρωνα, ξεκαθαρίζει την θέση του: «Επειδή ούτω διενοήθη, τούτο μέν ουδέ βουλής ηξίωσε, ποτέραν δει των φιλοσοφιών ελέσθαι μάλλον, την έξω και παίζουσαν τας της αληθείας σκιάς εν τω της φιλοσοφίας σχήματι και προβλήματι, ή την ημετέραν και ταπεινήν μεν τω φαινομένω, υψηλήν δε τω κρυπτομένω και προς Θεόν άγουσαν»[iv].
Αυτή η συνάντηση της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας με την Πατερική θεολογία, αλλά και ο εκατέρωθεν αγώνας για επικράτηση, γέννησε τις μεγάλες αιρέσεις των πρώτων, κυρίως, αιώνων της χριστιανικής ζωής και θεολογίας. Ήταν μια δύσκολη έως δραματική συνύπαρξη. Και τα δύο μέρη, Ελληνική φιλοσοφία και χριστιανική εμπειρία, αντιπροσώπευαν μια δυναμική γνώσεως και ζωής- ασχέτως της τοποθετήσεως του κάθε μέρους ως προς την αντικειμενική αλήθεια- η οποία τελικώς έφερε το επίτευγμα της συζεύξεως και την γέννηση του «καινού» τέκνου, του Αποκαλυφθέντος Λόγου, μέσα από την σάρκα της Ελληνικής φιλοσοφίας.
Πρωτεργάτες αυτής της συνεργασίας και επιτεύξεως υπήρξαν αναμφιβόλως οι Έλληνες Πατέρες και Διδάσκαλοι, με την βαθειά πίστη τους στον ενανθρωπήσαντα Λόγο, την ένθεο βιωτή τους και την πλατειά Ελληνική Παιδεία τους.
==================================================
[i] Ιωάν. 14, 6.
[ii] «Γιατί αν η Καινή Διαθήκη πρόσφερε το σώμα των εξ αποκαλύψεως αληθειών, η Ελληνική Φιλοσοφία στάθηκε το πλούσιο οπλοστάσιο, από το οποίο οι Πατέρες άντλησαν τις θέσεις και τις μεθόδους, τα πολύτιμα όπλα, για την ανάπτυξη και την συστηματική ερμηνεία του σώματος τούτου των αληθειών». Τατάκη Β., Η Ελληνική και Πατερική Φιλοσοφία, Αθήνα 2000, σελ. 22.
[iii] «Είναι γνωστό, ότι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούσαν εκφράσεις των Στωικών και ότι εδημιουργήθησαν ακόμη και θρύλοι περί αλληλογραφίας μεταξύ του Απ. Παύλου και στωικών της εποχής του (λ.χ. του Σενέκα)». Θεοδώρου Ευαγγ., Θεός, κόσμος και άνθρωπος, Πρακτικά ΣΤ’ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου 2004.
[iv] ΕΠΕ 3, 256, Θεσ/νίκη 1976.
[ii] «Γιατί αν η Καινή Διαθήκη πρόσφερε το σώμα των εξ αποκαλύψεως αληθειών, η Ελληνική Φιλοσοφία στάθηκε το πλούσιο οπλοστάσιο, από το οποίο οι Πατέρες άντλησαν τις θέσεις και τις μεθόδους, τα πολύτιμα όπλα, για την ανάπτυξη και την συστηματική ερμηνεία του σώματος τούτου των αληθειών». Τατάκη Β., Η Ελληνική και Πατερική Φιλοσοφία, Αθήνα 2000, σελ. 22.
[iii] «Είναι γνωστό, ότι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούσαν εκφράσεις των Στωικών και ότι εδημιουργήθησαν ακόμη και θρύλοι περί αλληλογραφίας μεταξύ του Απ. Παύλου και στωικών της εποχής του (λ.χ. του Σενέκα)». Θεοδώρου Ευαγγ., Θεός, κόσμος και άνθρωπος, Πρακτικά ΣΤ’ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου 2004.
[iv] ΕΠΕ 3, 256, Θεσ/νίκη 1976.
(Aπό το βιβλίο του Αρχ. Κυρίλλου Κωστοπούλου «Θεολογικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις», Πάτρα 2006, σελ. 118-121).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου