Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Στοχασμός, θεολογία καί ἐπιστήμη





Συνεχίζουμε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννη τοῦ Ρωμανίδη τό κεφάλαιο «Στοχασμός στήν Ὀρθόδοξη θεολογία». Ἔχουμε πεῖ ὅτι ἡ θεολογία δέν εἶναι στοχαστική ἀλλά εἶναι ἀληθινή, εἶναι ἐμπειρική θεολογία. Στήν Ὀρθόδοξη θεολογία ὑπάρχει ἄραγε στοχασμός; Λέει ὁ π. Ἰωάννης «ὑπάρχει καί στοχασμός, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει στοχασμός καί στίς θετικές ἐπιστῆμες. Στίς θετικές ἐπιστῆμες ὁ κάθε ἐρευνητής, γιά νά προχωρήσει στήν ἔρευνά του, προβάλλει συνεχῶς ὑποθέσεις καί δέν τολμάει νά υἱοθετήσει τίς ὑποθέσεις αὐτές καί νά τίς μεταβάλει σέ ἀξιώματα, πρίν ἐλεγχθεῖ ἡ ὀρθότητά τους ἀπό τήν ἐμπειρία, δηλαδή τήν ἐμπειρική γνώση μέ βάση τίς ἐπιστημονικές μεθόδους». Κάνει πειράματα καί ἐπαληθεύει αὐτό πού ὑποθέτει πώς εἶναι ἀληθινό. «Στίς θετικές ἐπιστῆμες δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πρόοδος, ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ στοχασμός ἐπάνω στίς κτηθεῖσες γνώσεις. Μέ βάση αὐτόν τόν στοχασμό οἱ ἐπιστήμονες δημιουργοῦν θεωρίες καί προβάλλουν ὑποθέσεις, τίς ὁποῖες ἐν συνεχεία ἐλέγχουν μέ τήν παρατήρηση καί τό πείραμα, ἄν εἶναι ὀρθές». Ἔχουν κάποια δεδομένα, τά συνθέτουν μέ τή σκέψη τους καί φτιάχνουν μιά θεωρία, ἡ ὁποία ἑρμηνεύει, θά λέγαμε, αὐτά τά δεδομένα πού ἔχουν. Ἀλλά θά πρέπει μετά αὐτή τήν θεωρία νά τήν ἐπαληθεύσουν καί μέ τό πείραμα.
«Ὁ στοχασμός ὅμως, πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξο Θεολογία, συνεχῶς λιγοστεύει ὅσο κανείς προχωρεῖ στήν θεογνωσία». Ὅσο γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό καί τά περί τοῦ Θεοῦ τόσο ὁ στοχασμός μειώνεται, «διότι ὁ στοχασμός αὐτός ἐλέγχεται καί περιορίζεται συνεχῶς ὑπό τό φῶς τῆς ἀποκαλύψεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» καί δέν χρειάζεται πλέον ὁ ἄνθρωπος νά στοχάζεται ἀλλά ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. «Οἱ στοχασμοί καί οἱ ὑποθέσεις ἀντικαθίστανται ἀπό τήν γνώση», πού βιώνει ὁ ἄνθρωπος πού καθαρίζεται καί φωτίζεται. «Προχωρώντας κανείς ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό, ὁ στοχασμός μειώνεται. Πλήρης κατάργηση τοῦ στοχασμοῦ συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στήν θέωση, ὅταν δηλαδή ἀντικρύσει τήν ἴδια τήν Ἀλήθεια, ἡ ὁποία τοῦ ἀποκαλύπτεται καί ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός». Μάλιστα ἐκεῖ, στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, καταργεῖται καί ἡ προσευχή, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει βρεῖ αὐτό πού ζητάει μέ τήν προσευχή του, τόν Θεό.
«Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ἀναλλοίωτη δια μέσου τῶν αἰώνων, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Καί τοῦτο, διότι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἴδια δια μέσου τῶν αἰώνων». Ὁ Θεός καί τῆς Παλαῖας Διαθήκης καί τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ ἴδιος. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἱερά Παράδοση εἶναι ἀναλλοίωτη. «Ἦταν καί εἶναι πάντα ἡ ἴδια, σέ ὅλους τούς θεούμενους ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀδάμ μέχρι τώρα. Ὅλοι οἱ θεούμενοι (Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Ἅγιοι), δέχονται τήν ἴδια ἐμπειρία ἐν Ἁγίω Πνεύματι κατά τήν θέωση, ὅταν δηλαδή τούς ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστός». Δηλαδή, τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχε ὁ προφήτης Μωυσῆς πού εἶδε τήν βάτο τήν φλεγομένη καί μή καταφλεγομένη, τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχαν καί οἱ Ἀπόστολοι στό Θαβώρ καί τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχε καί ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὁ ἅγιος Σιλουανός, οἱ σύγχρονοι ἅγιοι.

«Ἡ μόνη διαφορά σέ αὐτήν τήν ἐμπειρία εἶναι ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Χριστός ἀποκαλύπτεται ἄσαρκος, ὡς ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ἐνῶ στήν Καινή Διαθήκη, ὅπου μεσολαβεῖ ἡ Ἐνσάρκωσις τοῦ Λόγου στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός ἀποκαλύπτεται μέ τήν δεδοξασμένη Του ἀνθρώπινη φύση, κατά ἀνάλογο τρόπο μέ ἐκεῖνον πού ἀποκαλύφθηκε στό ὄρος Θαβώρ στούς τρεῖς Ἀποστόλους. Αὐτά σημαίνουν ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ γνῶσις περί τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνεται ἐπανααποκαλυπτομένη στούς θεουμένους τῆς κάθε ἐποχῆς». Ὁ κάθε θεούμενος πού ἔχει μία ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ἐπιβεβαιώνει τούς προηγουμένους θεουμένους, πού ἔχουν περιγράψει τήν ἴδια ἐμπειρία. «Ἡ γνῶσις αὐτή, ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, εἶναι πάντα τῆς αὐτῆς φύσεως». Εἶναι δηλαδή ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου. «Ἔχει ὅμως διαβαθμίσεις, δηλαδή διαφορετικό βαθμό πληρότητος στόν κάθε θεούμενο. Ὅταν ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται σέ ἕναν ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτεται στό μέτρο πού ὁ Θεός θέλει καί πού ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος μπορεῖ νά δεχθεῖ, νά χωρέσει, τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ». Δέν μποροῦν νά χωρέσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τό ἴδιο. «Ὁ μέγιστος βαθμός ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἐκεῖνος τῆς Πεντηκοστῆς. Τότε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὁδήγησε τούς Ἀποστόλους «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», ὅπως τούς εἶχε προείπει ὁ Κύριος, ὅτι θά ἔρθει ὁ Παράκλητος καί θά «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13). Αὐτός εἶναι ὁ μέγιστος βαθμός ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Τώρα ἔχει ἕνα κεφάλαιο «Δυτική Θεολογία καί μοντέρνα -σύγχρονη- ἐπιστήμη».
«Στόν Μεσαίωνα οἱ Εὐρωπαῖοι εἶχαν μία γεωκεντρική ἀντίληψη περί τοῦ σύμπαντος. Πίστευαν, δηλαδή, ὅτι ἡ γῆ εἶναι τό κέντρο τοῦ σύμπαντος καί ὅτι τά ἄστρα περιστρέφονται γύρω ἀπό τήν γῆ. Ἔρχονται κατόπιν οἱ πρῶτοι ἀστρονόμοι τῆς μοντέρνας ἐποχῆς, συγκεκριμένα ὁ Γαλιλαῖος καί ἀποδεικνύει ὅτι δέν περιστρέφεται ὁ ἥλιος γύρω ἀπό τήν γῆ», ὅπως πίστευαν μέχρι τότε, «ἀλλά ἡ γῆ γύρω ἀπό τόν ἥλιο. Αὐτό τό συμπέρασμα τό ἔβγαλε ἀπό παρατηρήσεις πού ἔκανε μέ τό τηλεσκόπιό του. Ἀπέδειξε δηλαδή ἐκεῖνο πού ὑπεστήριζε μέ τήν παρατήρηση. Δέν τό ἀπέδειξε μέ φιλοσοφικά ἐπιχειρήματα», ἀλλά μέ τήν ὅραση, τό εἶδε. «Οἱ τότε ἐκκλησιαστικές ἀρχές δέν ἐπείσθησαν (παρ’ ὅ,τι ὁ ἴδιος παρότρυνε καί αὐτούς τούς ἐπισκόπους -τῆς Δύσης, τούς παπικούς ἐπισκόπους- νά κοιτάξουν μέσα ἀπό τό τηλεσκόπιό του καί τούς ἐξηγοῦσε τί ἔβλεπαν) καί κόντεψε νά καεῖ ἐπάνω στήν πυρά ὡς αἱρετικός ἀπό τήν Ἱερά Ἐξέταση!». Βλέπετε, ὅταν κανείς δέν ἔχει αὐτή τήν μεθοδολογία τῆς γνώσεως ἐξ ἐμπειρίας, ἀλλά βασίζεται στόν στοχασμό, στήν φιλοσοφία, στή λογική, κάνει λάθη. Ἡ ἐμπειρία τόν διαψεύδει. Καί πρέπει νά ἔχει τουλάχιστον τήν ταπείνωση νά πεῖ ὅτι: ναί, ἔκανα λάθος. Ἀλλά αὐτοί δέν εἶχαν τέτοια ταπείνωση. Ἀπείλησαν, λοιπόν, ὅτι θά τόν κάψουν τόν Γαλιλαῖο. «Ἀναγκάσθηκε νά δηλώσει μετάνοια (!) γιά νά ἀποφύγει τόν θάνατο». Μετανοοῦσε, δηλαδή, γιά αὐτά πού ἔλεγε, ἐνῶ ἦταν ἀλήθεια. «Ἔκτοτε δημιουργήθηκε ἡ ὑποψία ὅτι τά γνωστά περί τοῦ φυσικοῦ κόσμου δέν ἦσαν ὅπως τά περιέγραφαν -μέχρι τότε- οἱ θεολόγοι (οἱ ὁποῖοι τότε στήν Δύση, ἦταν οἱ γραμματισμένοι, οἱ σπουδασμένοι τῆς κοινωνίας καί οἱ διανοούμενοι τῆς ἐποχῆς), ἀλλά ἀλλιῶς ἦταν ὁ κόσμος καί ἀλλιῶς περιεγράφετο μέχρι τότε». Γίνεται μία ἀνατροπή δηλαδή τῆς γνώσης τῶν θεολόγων ἀπό τήν ἐπιστήμη.
«Στόν Μεσαίωνα» τῶν δυτικῶν θεολόγων, πάντοτε μιλᾶμε γιά τήν Δύση, «ὁ Ἀριστοτέλης ἀπέκτησε τόσο μεγάλο κύρος», στήν Δύση πάλι, «ὥστε ἡ αὐθεντία του ἦταν ἰσάξια ἐκείνης τῆς Ἁγίας Γραφῆς». Ὁ Ἀριστοτέλης πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὑπεστήριζε ὅτι ἡ γῆ εἶναι ἐπίπεδη καί ὄχι στρογγυλή. «Τότε ἡ Ἁγία Γραφή ἑρμηνευόταν ὑποχρεωτικά βάσει τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἀριστοτέλους. Ὅποιος διαφωνοῦσε μέ τόν Ἀριστοτέλη, ὅπως τόν ἑρμήνευαν οἱ Φράγκοι, κινδύνευε νά χάσει τήν ζωή του!». Βλέπουμε, πού φτάνει ἡ πλάνη καί ἡ ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό καί στόν στοχασμό. «Γιά τόν λόγο αὐτό μεταξύ τῶν θετικῶν ἐπιστημόνων τῆς Δύσεως ὑπάρχει μία ὑποσυνείδητη ἐμπάθεια πρός τό πρόσωπο τοῦ Ἀριστοτέλους, ὄχι διότι ὁ ἴδιος δέν ἦταν σπουδαῖος φιλόσοφος καί ἐρευνητής περί τῶν φυσικῶν πραγμάτων, ἀλλά ἐπειδή ὁ Φραγκικός Μεσαίωνας βασίσθηκε τόσο πολύ στόν Ἀριστοτέλη. Ἕνας λόγος πού σήμερα ἔχουμε αὐτήν τήν σπουδαία ἐξέλιξη στίς θετικές ἐπιστῆμες στήν Δύση εἶναι ὅτι οἱ θετικοί ἐπιστήμονες γιά μεγάλο χρονικό διάστημα ἤσκησαν αὐστηρή κριτική στό λογικό σύστημα τοῦ Ἀριστοτέλου,ς γιά νά φθάσουν ἐκεῖ πού ἔφθασαν. Σκοπός τους βέβαια ἦταν νά ρίξουν τήν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας ἐπάνω στά θέματα τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν». Γι’ αὐτό καί ἀμφισβήτησαν τόν Ἀριστοτέλη καί ἔτσι προχώρησε ἡ ἐπιστήμη. «Αὐτό βέβαια δημιούργησε προβλήματα στήν Δυτική Παράδοση ὄχι μόνο γιά τούς Παπικούς, ἀλλά καί γιά τούς Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι τώρα μᾶς κάνουν καί τούς μοντέρνους οἱ περισσότεροι καί ξεχνοῦν ὅτι καί οἱ ἴδιοι οἱ Μεταρρυθμιστές (Λούθηρος κλπ), ἦσαν ἐπίσης ἀφοσιωμένοι στήν παλαιά ἀντίληψη περί τοῦ κόσμου». Δηλαδή, βλέπετε, ὅτι καί τίς ἐπιστημονικές ἀντιλήψεις τίς ἔκαναν δόγματα, ἐνῶ δέν εἶναι σωστό αὐτό. Μέ τόν τρόπο αὐτό λειτουργοῦσαν ἀνασταλτικά γιά τήν ἐπιστήμη.
«Αὐτή ἡ παλαιά ἀντίληψη περί τοῦ κόσμου φαίνεται σαφῶς καί στίς ἀντιλήψεις τῶν Δυτικῶν τοῦ Μεσαίωνα γύρω ἀπό τά θέματα Παραδείσου – Κολάσεως ὡς καί τῆς σχέσεως τῆς γῆς μέ τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση. Καί ἐδῶ ἔχομε τά ποιήματα τοῦ Dante (Δάντη), ὁ ὁποῖος στήν πραγματικότητα ἦταν ἕνας δεισιδαίμων καί στενοκέφαλος, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε ἰδέα περί Πατερικῆς Παραδόσεως, ὅπως τήν γνωρίζουμε ἐμεῖς. Ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἦταν ἁπλῶς ἕνας σκοταδιστής, καί δή τοῦ Μεσαίωνος. Ὁ Dante ἦταν ὁ πατέρας τῆς Ἀναγεννήσεως στήν Δύση καί ἦταν ἕνα παιδί ἀφοσιωμένο στήν θεολογική καί θρησκευτική παράδοση τῶν Φράγκων καί τίποτε ἄλλο. Τό ἴδιο ἱσχύει καί γιά τόν Boccacio (Βοκκάκιο) καί γιά τόν Petrarch (Πετράρχη), οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται καί αὐτοί συμπατέρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἀναγεννήσεως».
«Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἀναγέννηση (Renaissance) καί ὁ λεγόμενος Ἀνθρωπισμός» τί εἶναι; «Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία ἐπιστροφή στίς ἀρχαῖες Ἑλληνικές κλασσικές σπουδές». Ἐνῶ εἴχαμε τό Εὐαγγέλιο, εἴχαμε τούς Ἅγιους Πατέρες, στή Δύση ἀγνοοῦνται οἱ Πατέρες καί ἐπιστρέφουν στήν πρό Χριστοῦ γραμματεία καί γνώση, φιλοσοφία καί κατάσταση. Καί αὐτό τό ὀνομάζουν ἀναγέννηση, ἐνῶ οὐσιαστικά εἶναι ὀπισθοδρόμηση. «Εἶναι δηλαδή μία ἐπιστροφή στήν Κλασσική ἐποχή καί μία ἀναγέννηση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γραμματείας γενικότερα, ἀλλά καί τῆς φιλοσοφίας. Αὐτήν τήν ἀναγέννηση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας δέν τήν προκάλεσε ὁ ἴδιος ὁ Dante, διότι αὐτή εἶχε ἀρχίσει τουλάχιστον δύο αἰῶνες πρίν. Ὁ Dante εἶναι ἀποδεδειγμένο ὅτι ἦταν ὁπαδός τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη». Ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης εἶναι ἀπό τούς κορυφαίους θεολόγους τῆς Δύσης. «Τό δέ ἔργο του μέ τίτλο Θεία Κωμωδία (Divina Commedia) εἶναι μία ποιητική ἀπόδοση τῆς θεολογίας τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου», ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπό τούς θεμελιωτές τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, τῆς θεολογίας δηλαδή πού βασίζεται στήν λογική.
«Ὅμως ἄρχισε νά ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἑρμηνεία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη ἐπάνω στόν Ἀριστοτέλη δέν ἦταν σωστή, ὅτι δηλαδή ἦταν μία παρερμηνεία. Συνέβη, ὅμως, μετά τήν ἐξέλιξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν στήν Δύση, κυρίως ὅμως μέ τίς ἐπαναστατικές μελέτες πού ἀρχίζουν μέ τήν Ἀστρονομία, μέ τό ἀστρονομικό σύστημα πού ἀρχίζει νά καθιερώνεται ἀπό τόν Γαλιλαῖο καί ἐντεῦθεν, νά κλονίζεται σοβαρά ἡ αὐθεντία τοῦ Ἀριστοτέλους. Ἔτσι φθάνουμε σήμερα στό σημεῖο νά μήν ὑπάρχει, νομίζω, σοβαρός ἄνθρωπος – ἐκτός βέβαια ἀπό κάποιους πού ζοῦν στήν Ἑλλάδα!», ἐδῶ εἰρωνεύεται λίγο… «πού νά εἶναι ὁπαδός τοῦ Ἀριστοτέλη ἤ τοῦ Πλάτωνα. Δέν ὑπάρχουν πλέον ὁπαδοί τους. Ὑπάρχουν βέβαια μελετητές», ὅπως ὑπάρχουν μελετητές, «πού μελετοῦν ὁποιονδήποτε διανοούμενο τῆς ἱστορίας».
«Αὐτή ὅμως ἡ διάκριση μεταξύ φιλοσόφου καί ἱστορικοῦ τῆς φιλοσοφίας δέν εἶναι ἀντιληπτή ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, διότι ἐκεῖνο πού παρετήρησα ἀπό τότε πού ἦλθα ἐδῶ», εἶχε ἔλθει στήν Ἑλλάδα ὁ π. Ἰωάννης ἀπό τήν δεκατία τοῦ ’50, «εἶναι ὅτι οἱ Νεοέλληνες μελετοῦν μέ μεγάλη ἀγάπη μόνο ἀνθρώπους τοῦ παρελθόντος, μέ τούς ὁποίους συμφωνοῦν. Δηλαδή, ἔχουμε ἐδῶ τό καλός καί τό κακός. Ἄν κάποιος εἶναι καλός, μᾶς ἀρέσει καί ὅλα ὅσα λέγει εἶναι σωστά! Ἐνῶ, ἄν εἶναι κακός, ὅλα ὅσα λέγει δέν εἶναι σωστά! Δηλαδή ἤ μαῦρο θά εἶναι ἤ ἄσπρο. Γίνεται δηλαδή μία ἁπλοποίηση, μία διαστροφή τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας. Ὁπότε, ἄν ποῦμε ὅτι ὁ Πλάτων εἶναι σπουδαῖος, αὐτό σημαίνει ὅτι ὀφείλουμε νά δεχώμεθα ὅ,τι ὁ Πλάτων διδάσκει. Διότι, ἄν ὁ Πλάτων εἶναι σπουδαῖος, πρέπει νά διδάσκει τήν ἀλήθεια! Ἄν κάποιος δέν διδάσκει τήν ἀλήθεια, τότε εἶναι ἕνας ἄχρηστος. Ἔτσι, ἄν ὁ Πλάτων δέν διδάσκει τήν ἀλήθεια, τότε εἶναι ἕνας ἄχρηστος! Ἔτσι ὅμως γίνεται μία σύγχυση». Θέλει νά πεῖ ὁ π. Ἰωάννης ὅτι ὑπάρχουν καί καλά στοιχεῖα στόν Πλάτωνα, δέν μποροῦμε νά τά ἀπορρίψουμε ὅλα. Ἀλλά οὔτε πάλι, ἐπειδή τά ἄλλα εἶναι σωστά εἶναι κι αὐτό σωστό. Δέν μποροῦμε νά τά δεχόμαστε ὅλα ἀβασάνιστα.
«Αὐτό τώρα σέ συνδυασμό μέ τόν Νεοελληνικό πατριωτισμό σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦσαν σπουδαῖοι». Ὑπάρχει μιά τέτοια ἀντίληψη. Ἀλλά δέν εἶναι ὅλα ὅσα εἶπαν καί ἔγραψαν οἱ ἀρχαῖοι ὡραῖα καί καλά. «Καί ὁ Πλάτων καί ὁ Ἀριστοτέλης ἦσαν σπουδαῖοι. Ἔτσι, καί μόνο γι’ αὐτόν τόν λόγο, πρέπει καί σήμερα νά ὑπάρχουν ὁπαδοί τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη!». Πάλι ἐδῶ μιά λεπτή εἰρωνεία… «Δέν ξέρω βέβαια ἄν ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ὑπάρχει σήμερα κανένας ὁπαδός τοῦ Πλάτωνα, μεταξύ ὅμως τῶν θρησκευομένων ἤ ἐξ ἐπόψεως τῆς κουλτούρας τῶν θρησκευομένων ὑπῆρχε μία ἀδυναμία γιά τόν Πλάτωνα. Ἀλλά βλέπουμε ὅτι μεταξύ τῶν θεολογικῶς φιλοσοφούντων στούς θεολογικούς κύκλους τῆς Ἑλλάδος ὑπάρχει μία τάση νά ρέπουν πρός τόν Ἀριστοτέλη. Τά τελευταῖα χρόνια ὅμως ἐμφανίζονται μερικοί, οἱ ὁποῖοι μᾶλλον ἀρέσκονται στόν Ὑπαρξισμό», μιά φιλοσοφία ἀπό τήν Δύση.
«Γιά νά ἀποδείξουμε λοιπόν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μοντέρνοι, λέμε ὅτι οἱ Πατέρες εἶναι Πλατωνικοί, ἐάν ἡ μόδα εἶναι ὁ Πλάτων. Ἄν ὅμως ἡ μόδα ἀπαιτεῖ, γιά νά εἶναι κανείς μοντέρνος, νά εἶναι Ἀριστοτελικός, τότε ξεθάβουν τίς Πατερικές ἀναφορές στόν Ἀριστοτέλη, γιά νά δείξουν ὅτι ἕνας π.χ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ τόν Ἀριστοτέλη καί κάνει ἑρμηνεῖες σχετικές· ἔτσι δημιουργοῦν καί ἕνα Πατέρα Ἀριστοτελικό, ὥστε ἔτσι νά διασώζεται ἡ ὑπόληψις τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως…». Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι διαφορετική. Οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν φιλοσοφικές γνώσεις καί ὁρολογίες, ἀλλά δέν ὑποτάχτηκαν στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία. «Ὅσοι ὅμως σπούδασαν στήν Εὐρώπη ἤ στήν Ἀμερική, εἶδαν ὅτι δέν ἔχει καί πολλή πέραση οὔτε ὁ Πλάτων οὔτε ὁ Ἀριστοτέλης καί ὅτι στόν μέν Ἀγγλοσαξονικό κόσμο ἐπικρατεῖ ὁ λογικός θετικισμός, ἐνῶ στήν Εὐρώπη καί κυρίως στήν Γαλλία ἐπικρατεῖ ὁ ὑπαρξισμός».
«Οἱ ὑπαρξιστές διαιροῦνται στούς ἄθεους ὑπαρξιστές», ὅπως ἦταν ὁ Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ἄν τόν εἴχατε ἀκούσει «καί στούς θρησκευομένους ὑπαρξιστές. Ὁπότε αὐτοί, γιά νά στηρίξουν τήν Ὀρθοδοξία νά μή πέσει κάτω» καί ἐδῶ εἰρωνικά τό λέει, «διαβάζουν τούς θρησκευομένους ὑπαρξιστές!». Θέλουμε, δηλαδή, ὁπωσδήποτε νά ὑποτάξουμε τούς Πατέρες στήν φιλοσοφία! Ἐνῶ δέν εἶναι σωστό αὐτό. Καί νά λέμε ὁ τάδε πατέρας εἶναι ὑπαρξιστής, ὁ ἄλλος εἶναι Ἀριστοτελικός, ὁ ἄλλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Πλατωνικός… «Βέβαια δέν ξέρω ἄν τούς καταλαβαίνουν, πάντως τουλάχιστον τούς μιμοῦνται», ἐννοεῖ τούς ὑπαρξιστές. «Ἔρχονται λοιπόν στήν Ἑλλάδα καί γράφουν βιβλία περί ὑπαρξισμοῦ γιά νά εἰσαγάγουν τά Ἑλληνικά νιάτα στά νάματα τοῦ ὑπαρξισμοῦ, ὥστε νά γίνουμε καί ἐμεῖς μοντέρνοι. Ἔτσι, ὅλο καί περισσότερο μοντέρνοι γινόμαστε καί πιθηκίζουμε καί ἀληθινά μοντέρνοι ποτέ δέν γινόμαστε». Ἀληθινά σύγχρονοι εἶναι μόνο οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι εἶπαν κάτι πού εἶναι διαχρονικό. Ἄρα εἶναι πάντα σύγχρονο. Ἐνῶ ὅλα αὐτά πού ἔρχονται ὡς μοντέρνα φροῦτα ἀπό τήν Εὐρώπη εἶναι κάτι προσωρινό καί πρόσκαιρο, τό ὁποῖο ἤδη ἔχει παλιώσει.
«Ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν».
«Ἐξ ἐπόψεως τώρα τῆς Παραδόσεως δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα ἡ μοντέρνα Ὀρθοδοξία μέ τήν παραδοσιακή Ὀρθοδοξία. Ὑπάρχει βέβαια κάτι τό κοινό, ἡ Ἁγία Γραφή· αὐτή ὅμως εἶναι μέρος τῆς Παραδόσεως. Τό πρόβλημα ὄμως εἶναι ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς Παραδόσεως· ποιός εἶναι ὁ πυρῆνας τῆς Παραδόσεως. Αὐτόν θά τόν βρεῖ κανείς, ἄν προσεγγίσει τό θέμα, ὅπως θά ἔκανε σέ μία ὁποιαδήποτε θετική ἐπιστήμη».
«Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχουμε ἐκτός τῆς προφορικῆς Παραδόσεως καί γραπτά κείμενα. Ἔχουμε τήν Παλαιά Διαθήκη, ἔχουμε τήν Καινή Διαθήκη, ἔχουμε τίς ἀποφάσεις καί τά πρακτικά τῶν Οἱκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ἔχουμε τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοια ὅμως γραπτά κείμενα ἔχουν σέ ποσότητα καί οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες. Ὁπότε τίθεται τό θέμα, ποιά εἶναι ἡ βασική διαφορά μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν πιστῶν τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν δογμάτων. Γιατί οἱ μέν νά εἶναι Ὀρθόδοξοι καί οἱ ἄλλοι αἱρετικοί; Ποιά εἶναι ἡ οὐσιαστική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν;». Κι ἐκεῖνοι ἔχουνε βιβλία κι ἐκεῖνοι ἔχουνε -ὑποτίθεται- οἰκουμενικές συνόδους καί -ὑποτίθεται- ἔχουν κι αὐτοί τήν Καινή καί τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως κι ἐμεῖς. Ἄν καί σέ μερικά σημεῖα εἶναι ἀλλοιωμένη, ἰδιαίτερα ἀπό τούς προτεστάντες. Ποιά εἶναι ἡ βασική διαφορά ὅμως;
«Νομίζω τήν βασική διαφορά μποροῦμε νά τήν κατανοήσουμε, ἄν πάρουμε γιά παράδειγμα τήν Ἰατρική ἐπιστήμη. Ἐκεῖ ἔχουμε τούς γιατρούς πού ἀνήκουν στόν Ἰατρικό Σύλλογο. Ἄν δέν εἶναι κάποιος γιατρός μέλος τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου, δέν μπορεῖ νά ἐξασκήσει τό ἐπάγγελμα τοῦ γιατροῦ. Γιά νά εἶναι ἕνας γιατρός νόμιμος, πρέπει ὄχι μόνο νά εἶναι ἀπόφοιτος μιᾶς ἀναγνωρισμένης Ἰατρικῆς Σχολῆς, ἀλλά καί μέλος τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου. Τά ἴδια ἰσχύουν καί γιά τούς δικηγόρους. Στίς ἐπιστῆμες αὐτές ὑπάρχει μία συνεχής δοκιμασία· διότι, ἄν παρεκτραπεῖ κάποιος, ὡς πρός τήν ὀρθή ἐξάσκηση τοῦ ἐπαγγέλματός του, τότε δικάζεται ἀπό τό ἁρμόδιο ὄργανο τοῦ ἐπαγγελματικοῦ Συλλόγου στόν ὁποῖο ἀνήκει καί ἀποβάλλεται τοῦ ἐπαγγελματικοῦ Σώματος». Τοῦ ἀφαιροῦν τήν ἄδεια ἐξάσκησης ἐπαγγέλματος, ὅταν ἀποδειχτεῖ ὅτι δέν ἐξασκεῖ σωστά τό λειτούργημά του.
«Τό ἴδιο ὅμως συμβαίνει καί στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀντίστοιχη διαδικασία μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀποβολή δηλαδή ἤ ἡ ἀποκοπή κάποιου μέλους Της, ὀνομάζεται ἀφορισμός· προκειμένου δέ περί ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος καθαίρεσις». Ἔχουμε κληρικούς οἱ ὁποῖοι ἔχουν καθαιρεθεῖ. Καί ἀνώτατους κληρικούς καί πατριάρχας καί ἐπισκόπους καί πρεσβυτέρους καί κάθε βαθμίδος. Γιατί αὐτό; Διότι ἀποδείχτηκε ἐν τοῖς πράγμασι ὅτι δέν λειτουργοῦν σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί τί σημαίνει δέν λειτουργῶ σωστά, νά τό ποῦμε ἁπλά; Δέν θεράπευαν. Γιατί οἱ λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου, οἱ πρεσβύτεροι κατεξοχήν καί οἱ ἐπίσκοποι, εἶναι ἰατροί τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἡ βασική διαφορά, ἑπομένως, εἶναι ὅτι στήν μέν Ὀρθοδοξία καί ὅσοι εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν ἔχουν καθαιρεθεῖ ἤ ἀφοριστεῖ, εἶναι γιατροί, πραγματικοί γιατροί τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, οἱ δε εὑρισκόμενοι στήν αἵρεση εἶναι αὐτοί πού ἔχουν ἀποβληθεῖ, ἄρα δέν θεραπεύουν. Ἡ αἵρεση, ἑπομένως, δέν θεραπεύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
«Ἔτσι οἱ αἱρετικοί ἀφορίζονται ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας», γιατί ἀκριβῶς δέν λειτουργοῦν θεραπευτικά γιά τά μέλη τοῦ Σώματος. «Ὅπως στόν ἰατρικό χῶρο σέ ἕναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δέν εἶναι δυνατόν νά τοῦ ἐπιτραπεῖ νά θεραπεύει, ἔτσι καί στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτραπεῖ σέ ἕναν αἱρετικό νά θεραπεύει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Διότι, ἐπειδή εἶναι αἱρετικός, δέν γνωρίζει, δέν μπορεῖ νά θεραπεύει». Θά ἰσχύσει ἐκεῖ ἡ Παροιμία «ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν» (Λουκ. 4,23). Ὁ αἱρετικός εἶναι αὐτός πού δέν ἔχει σωστή δόξα γιά τόν Θεό, ἄρα δέν ἔχει ὁ ἴδιος πρόσβαση στήν ἀλήθεια καί στό φῶς, ἄρα στή ζωή, στήν ὑγεία τήν πνευματική. Πῶς θά δώσει ὑγεία στούς ἄλλους; Νά ἡ βασική διαφορά αἵρεσης καί Ὀρθοδοξίας. Ἡ αἵρεση δέν θεραπεύει, ἡ Ὀρθοδοξία θεραπεύει.
«Ὁπότε, ὅπως δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει ποτέ ἕνωση μεταξύ κάποιου Συλλόγου κομπογιαννιτῶν γιατρῶν καί τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου», ἀλλοίμονο ἄν γίνει αὐτό τό πράγμα… «ἔτσι δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά γίνει ἕνωση μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν», τῶν Παπικῶν ἄς ποῦμε καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Δέν εἶναι δυνατή ἡ ἕνωση ποτέ, γιατί εἶναι τελείως ἀντίθετα πράγματα. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, μή φοβᾶστε τόν Πάπα, γιατί εἶναι τελείως διαφορετικά πράγματα, εἶναι κτιστό καί ἄκτιστο, εἶναι φῶς καί σκότος, εἶναι ἀλήθεια καί πλάνη.
«Ἕνας πραγματικός γιατρός δέν εἶναι ἐκεῖνος πού ἁπλῶς διαβάζει πολλά ἰατρικά βιβλία». Καί στήν Δύση ἔχουν πλῆθος βιβλία, ἐγκυκλοπαίδειες κ.λ.π. Ἀλλά δέν γίνεσαι ἔτσι γιατρός, οὔτε φτάνεις στήν ἀλήθεια μόνο μέ τήν μελέτη. Ἕνας πραγματικός γιατρός εἶναι «ἐκεῖνος πού ἔχει μέν ἀποφοιτήσει ἀπό τήν Ἰατρική Σχολή ἑνός Πανεπιστημίου, συγχρόνως ὅμως ἔχει μαθητεύσει γιά ἕνα σημαντικό διάστημα κοντά σέ ἕναν πεπειραμένο καθηγητή ἀποδεδειγμένης ἱκανότητας νά θεραπεύει ἀρρώστους». Ἔτσι καί στήν θεολογία, γιά νά γίνει κανείς ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων τῶν ἀνθρώπων δέν ἀρκεῖ μόνο νά διαβάσει ἤ ἀκόμα καί νά πάει στήν Θεολογική Σχολή, ἀλλά πρίν ἀπό αὐτό πρέπει νά κάνει κάθαρση, ἀγῶνα στήν ψυχή του, κάνοντας ὑπακοή. Γιατί δέν μπορεῖ κανείς νά κάνει κάθαρση, ἄν δέν κάνει ἐργασία ἀνάλογη μ’ αὐτή πού γίνεται στά μοναστήρια, ὅπου κανείς πηγαίνει σ’ ἕναν Γέροντα, κοντά σ’ ἕναν θεραπευμένο ἄνθρωπο δηλαδή καί τοῦ κάνει ὑπακοή. Καί τί σημαίνει τοῦ κάνει ὑπακοή; Ὑποτάσσεται καί ἀκολουθεῖ τίς ὁδηγίες πού τοῦ δίνει ἐκεῖνος, ὥστε νά προχωρήσει στή διαδικασία τῆς κάθαρσης καί τοῦ φωτισμοῦ. Τότε, ἀφοῦ θεραπευτεῖ, μπορεῖ κι αὐτός μετά νά θεραπεύει καί ἄλλους.
«Ποιός εἶναι, τώρα, ὁ ἀληθινός θεολόγος; Θεολόγος εἶναι μόνο ἐκεῖνος πού διάβασε πολλά θεολογικά βιβλία καί εἶναι ἐνημερωμένος ἐπάνω στήν σχετική βιβλιογραφία;». Ὄχι, βέβαια! «Αὐτός ὅμως μοιάζει μέ ἕναν μικροβιολόγο π.χ. πού διάβασε μέν πολλά βιβλία ἐπάνω στήν ἐπιστήμη του, ἀλλά δέν χρησιμοποίησε ποτέ ἕνα μικροσκόπιο οὔτε ἔκανε ἐργαστηριακές ἀναλύσεις κλπ». Δέν ἔχει κάνει δηλαδή καθόλου πράξη. Αὐτός φυσικά δέν εἶναι γιατρός. Ἔτσι καί στή θεολογία λέμε τό γνωστό ρητό «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις». Γιά νά φτάσεις στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ δηλαδή, γιά νά δεῖς τόν Θεό καί νά ἔχεις ἑπομένως λόγο γιά τόν Θεό, νά μπορεῖς νά μιλήσεις γιά τόν Θεό, νά εἶσαι θεολόγος, θά πρέπει νά περάσεις πρῶτα ἀπ’ τήν πράξη. Καί ἡ πρᾶξις εἴπαμε εἶναι ἡ ὑπακοή καί ὅλα ὅσα περιλαμβάνει αὐτός ὁ ὅρος, δηλαδή νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, κακοπάθεια καί ταπείνωση.
«Σέ ὅλες τίς θετικές ἐπιστῆμες, ἐκεῖνος πού ἔχει ὁ λόγος του κύρος καί εἶναι αὐθεντία στήν ἐπιστήμη του, εἶναι πάντα ἐκεῖνος πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ ἀντικειμένου ἤ τοῦ φαινομένου στό ὁποῖο ἀναφέρεται καί τό ὁποῖο ἔχει μελετήσει, δηλαδή ἐκεῖνος πού ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς παρατηρήσεως καί κατανοεῖ τά φαινόμενα πού παρατηρεῖ». Ὄχι ἁπλῶς μιλάει θεωρητικά, ἀλλά τά ἔχει δεῖ κιόλας. Ἔχει ἐμπειρία διαμέσου τῶν αἰσθήσεων.
«Στήν Πατερική ὁρολογία αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς παρατηρήσεως τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λέγεται θεωρία. Τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς θεωρίας» ἤ ἀλλιῶς θεοπτίας, «εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς αὐτενεργούσης προσευχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐμπειρία τῆς εὐχῆς». Ἡ πρώτη ἐμπειρία δηλαδή τοῦ Θεοῦ εἶναι νά αἰσθανθεῖ μέσα του ὁ ἄνθρωπος τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται. Ἡ προσευχή του δηλαδή δέν γίνεται ἀπό τόν ἴδιο ἀλλά εἶναι αὐτενεργοῦσα, γίνεται ἀπό μόνη της. «Μέ τήν εὐχή, ὅταν εἶναι ἐνεργουμένη ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀρχίζει νά θεμελιώνεται ἡ ἐνδιάθετος πίστις στόν ἄνθρωπο». Αὐτή ἡ ἐνδιάθετος πίστη, ἡ ἐσωτερική πίστη, δέν εἶναι πλέον μία πίστη ἔτσι ἁπλή, ἀλλά εἶναι μία πίστη πού ἐπιβεβαιώνεται ἀπό ἐμπειρικά δεδομένα. Αὐτό τό γεγονός τῆς αὐτενεργούσης προσευχῆς εἶναι ἕνα ἐμπειρικό γεγονός, ἕνα ἐμπειρικό δεδομένο καί ὁ ἄνθρωπος πού τό ἔχει αὐτό πλέον καταλαβαίνει ὅτι κάτι ὑπάρχει, κάτι συμβαίνει. Ὁ Θεός, στόν Ὁποῖο πιστεύει βέβαια θεωρητικά, ὑπάρχει καί ἐνεργεῖ μέσα του καί ἑπομένως προχωράει ὁ ἄνθρωπος σ’ ἕναν ἀνώτερο βαθμό πίστεως πού ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τά γεγονότα. «Διά τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Χριστιανός ἀρχίζει νά θεωρεῖ τόν Θεόν, νά γνωρίζει τόν Θεόν. Ὁ Χριστιανός τώρα ἔχοντας τήν βοήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ ὁδηγούς τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, δηλαδή τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους, καθώς καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύουν ἐν Ἁγίω Πνεύματι τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, μπορεῖ νά κάνει καί ὁ ἴδιος σωστή ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί νά ἐμβαθύνει στά ρητά καί στά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν κειμένων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας». Γιατί; Γιατί ἔχει τό ἴδιο Πνεῦμα μέ τό Ὁποῖο γράφτηκαν αὐτά τά κείμενα. Ἔχει δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργό μέσα του. Ὁπότε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τόν διδάσκει καί τήν ἑρμηνεία αὐτῶν πού διαβάζει, τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης.
«Σέ ὁρισμένες περιπτώσεις κατά διαστήματα μπορεῖ ὁ Χριστιανός αὐτός νά ἀνεβαίνει σέ ὑψηλότερα στάδια θεωρίας», ἐκτός ἀπό τό βασικό πού εἴπαμε τήν αὐτενεργοῦσα προσευχή. Νά ἀνεβαίνει «π.χ. σέ ἔλλαμψη ἤ, ὅταν θέλει ὁ Θεός, σέ μέθεξη τοῦ ἀκτίστου Φωτός, δηλαδή σέ θέωση. Ἀπό Πατερικῆς ἀπόψεως θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔφθασε σέ θέωση, διότι τότε γίνεται ἀπλανής, ὁπότε μπορεῖ νά θεολογεῖ χωρίς φόβο νά πέσει σέ πλάνη. Δηλαδή θεολόγοι κατά τούς Πατέρες εἶναι μόνον οἱ θεόπτες». Αὐτοί πού εἶδαν τόν Θεό εἶναι ἀληθινοί θεολόγοι καί ὄχι αὐτοί πού ἔχουν ἕνα πτυχίο Θεολογίας. Αὐτοί εἶναι θεολογοῦντες καί ὑπάρχει βέβαια μεγάλη πιθανότητα λάθους, ὅταν θεολογοῦν, ἐκτός ἄν ἀκολουθοῦν τούς θεόπτες, δηλαδή τούς ἁγίους Πατέρες. Τό βασικό δόγμα εἶναι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», νά ἀκολουθοῦμε τούς ἁγίους Πατέρες. Εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό πού λένε κάποιοι ὅτι ἐμεῖς σήμερα δέν χρειαζόμαστε τούς Πατέρες… οἱ λεγόμενοι μεταπατερικοί θεολόγοι. Μά πῶς θά πορευτεῖς ἄν δέν ἔχεις ὁδηγούς τούς ἁγίους Πατέρες, ἐφόσον ἐσύ ὁ ἴδιος δέν εἶσαι Πατέρας; Ἐκτός ἄν ἔχεις φτάσεις στήν θέωση. Ἄν εἶχες φτάσει στήν θέωση ὅμως, σέ καμιά περίπτωση δέν θά ἔλεγες ̔ἄς ἀφήσουμε τούς ἁγίους Πατέρεςʾ. Θά ἤσουν ταπεινός καί θά ἔλεγες ̔ναί, νά πάω πίσω ἀπό τούς ἁγίους Πατέρεςʾ.
«Ἡ Ἐκκλησία τόν τίτλο τοῦ κατ’ ἐξοχήν θεολόγου τόν ἔδωσε σέ πολύ λίγους Πατέρες, ἄν καί πολλοί Ἅγιοι θεολόγησαν. Οἱ θεολογοῦντες σέ ἀντιδιαστολή μέ τούς θεολόγους εἶναι ὅσοι ἔφθασαν μόνο στήν κατάσταση φωτισμοῦ, τῆς ἀδιαλείπτου δηλαδή καρδιακῆς εὐχῆς, οἱ ὁποῖοι ὅμως, ἐπειδή ἔχουν φωτιστεῖ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μποροῦν καί θεολογοῦν ἐπάνω στήν ἐμπειρία τῶν θεουμένων, χωρίς οἱ ἴδιοι νά παράγουν καινούργια Θεολογία». Αὐτοί οἱ θεολογοῦντες μιλοῦν σωστά γιά τόν Θεό, ὅταν βασίζονται πάνω στούς θεουμένους καί στήν ἐμπειρία τῶν θεουμένων.
«Βέβαια ὑπάρχουν καί οἱ διανοητικά θεολογοῦντες, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦν, ἐπειδή ἔχουν ἁπλῶς διαβάσει μερικά θεολογικά βιβλία, πράγμα ὅμως πού ἀπαγορεύεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας». Κανονικά δηλαδή, γιά νά μιλήσεις γιά τόν Θεό, θά πρέπει νά ἔχεις προχωρήσει τουλάχιστον μέχρι τό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου