(Άγιος Γρηγόριος Νύσσης)
«Μακάριοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, γιατί αυτοί θα ιδούν το Θεό».
«Ιλιγγιά μου η ψυχή»
1. Ό,τι είναι φυσικό να παθαίνουν όσοι
σκύβουν από κάποια ψηλή κορυφή προς το αχανές πέλαγος, αυτό έπαθε κι ο
νους μου από την υψηλή φωνή του Κυρίου, που βλέπει σαν από κάποια κορυφή
βουνού στο αδιαπέραστο βάθος των νοημάτων.
Όπως επίσης και σε πολλά παραθαλάσσια μέρη μπορεί να δεις βουνό κομμένο στα δύο και το μέρος που είναι προς τη θάλασσα να έχει αποσχισθεί από την κορυφή προς το βάθος στα ίσα, κι από το πάνω μέρος μιά άκρη που προεξέχει να έχει κλίση προς το βυθό.
Ό,τι ακριβώς είναι φυσικό να πάθει, όποιος στέκεται σ' αυτή την υψηλή και προεξέχουσα κορυφή και σκύβει προς τη θάλασσα, η οποία βρίσκεται στο βάθος, αυτό παθαίνει τώρα κι η ψυχή μου.
Κυριεύεται από ίλιγγο, επειδή γίνεται μετέωρη απ' αυτό το μεγάλο λόγο του Κυρίου: «Μακάριοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, γιατί αυτοί θα ιδούν το Θεό».
Ο Θεός προβάλλεται ως θέαμα σ' εκείνους που έχουν καθαρίσει καλά την καρδιά τους. «Το Θεό δεν είδε ποτέ κανείς, καθώς λέγει ο Ευαγγελιστής (Ιωαν. 1, 18), επικυρώνει δε αυτή την αλήθεια κι ο υψηλός στη διάνοια απ. Παύλος, λέγοντας: «Το Θεό δεν τον είδε κανείς από τους ανθρώπους, ούτε και μπορεί να τον ιδεί» (Α' Τιμ. 6, 16).
Αυτός είναι ο λείος κι απόκρημνος βράχος, που δεν προσφέρει καμιά βάση πάνω του για τους συλλογισμούς.
Αυτό το βράχο χαρακτήρισε απρόσιτο κι ο Μωυσής με τις δικές του αλήθειες, επειδή σε κανένα σημείο δεν μπορεί να προχωρήσει ο νους μας,αφού η απόφαση του Θεού αποκλείει κάθε αντίληψη. Γιατί λέγει: «Δεν υπάρχει κάποιος που θα ιδεί τον Κύριο και θα ζήσει» (Εξοδ. 33, 20).
Κι όμως ζωή αιώνια είναι το να ιδείς το Θεό. Αλλ' αυτό το προσδιορίζουν ως αδύνατο, εκείνοι που είναι τα στηρίγματα της πίστης, δηλ. ο Ιωάννης κι ο Παύλος κι ο Μωυσής.
Βλέπεις τον ίλιγγο μαζί με τον οποίο η ψυχή παρασύρεται προς το βάθος εκείνων, που εννοούνται με το ρητό; Αν ο Θεός είναι η ζωή, όποιος δεν τον είδε, δε βλέπει τη ζωή. Οι θεοφόροι προφήτες κι οι απόστολοι παραπονούνται, γιατί δεν μπορούν να ιδούν το Θεό.
Σε τι στηρίζεται η ελπίδα των ανθρώπων; αλλά είναι γνωστό πως ο Κύριος υποστηρίζει την ελπίδα, όταν πέφτει προς τα κάτω.
Όπως ακριβώς έκαμε και στην περίπτωση του Πέτρου, που κινδύνεψε να βυθισθεί και τον στήριξε πάλι στο σταθερό και άκαμπτο νερό (Ματθ. 14, 28-31).
Αν φθάσει το χέρι του Κυρίου και ως εμάς, που κινούμαστε συνεχώς μέσα στο βυθό των νοημάτων, θα μας σταθεροποιήσει στο καθένα από τα δύο νοήματα. θα απαλλαγούμε από το φόβο, αφού θα έχουμε πιάσει γερά τον Κύριο, που μας χειραγωγεί. Γιατί λέγει: «Μακάριοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, γιατί αυτοί θα ιδούν το Θεό».
2. Κι η μεν υπόσχεση είναι τόσο μεγάλη, ώστε να ξεπερνάει κι αυτό το ανώτατο όριο της μακαριότητας. Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να ποθήσει κανείς, μετά από ένα παρόμοιο αγαθό, όταν θα έχει τα πάντα μ' εκείνο που έχει δει; Γιατί το να δεις, σημαίνει να έχεις, όπως συνηθίζεται στην αγία Γραφή.
Λέγει π.χ:«να αξιωθείς να δεις τα αγαθά της Ιερουσαλήμ», αντί να βρεις, που σημαίνει ο λόγος. Όπως επίσης και το άλλο: «Ας φύγει από τη μέση ο ασεβής, για να μην ιδεί τη δόξα του Κυρίου» (Ψαλ. 157, 5 και Ήσ. 26,10), όπου ο προφήτης με το «να μην ιδεί», δηλώνει το να μη μετάσχει.
Όποιος, λοιπόν, είδε το Θεό, απόκτησε με το που τον είδε, καθετί που βρίσκεται στον κατάλογο των αγαθών, δηλ. την ατελείωτη ζωή, την αιώνια αφθαρσία, την αθάνατη μακαριότητα, τη βασιλεία που δεν έχει τέλος, την ατέλειωτη ευφροσύνη, το αληθινό φως, τον πνευματικό και γλυκό ήχο, την απρόσιτη δόξα, τη συνεχή αγαλλίαση, κάθε αγαθό.
Και το μεν αγαθό, που σύμφωνα με την ελπίδα βρίσκεται μπροστά μας, είναι τέτοιο και τόσο μεγάλο με την επαγγελία της μακαριότητας. Επειδή όμως ο τρόπος του να δούμε το Θεό, δηλώνεται εκ των προτέρων ότι είναι η καθαρότητα της καρδιάς, και σ' αυτό πάλι πιάνει ίλιγγος το νου μου.
Κι αναρωτιέμαι: μήπως η καθαρότητα της καρδιάς είναι από τα αδύνατα και ανώτερα για τη φύση μας; Γιατί αν ο Θεός γίνεται ορατός μ' αυτό τον τρόπο, ο Μωυσής δε κι ο Παύλος δεν είδαν καθόλου Αυτόν, κι αποφάνθηκαν πως ούτε άλλος κανείς μπορεί να τον δει, μοιάζει να είναι κάτι το αδύνατο, αυτό που τώρα με το μακαρισμό θέτει μπροστά μας ο Κύριος.
Αλλά τι κερδίζουμε με το να ξέρουμε τον τρόπο που ο Θεός γίνεται ορατός, αν δεν υπάρχει, κοντά στη γνώση κι η δυνατότητα για τον τρόπο;
Αυτό μοιάζει με κείνο που θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι μακαριότητα είναι το να φθάσει κανείς στον ουρανό, γιατί εκεί θα δει καλά, όσα είναι αόρατα στον επίγειο βίο.
Αν όμως υπήρχε κάποιος τρόπος, που να έδειχνε εκ των προτέρων με λόγια την πορεία προς τον ουρανό, θα ήταν χρήσιμο στους ακροατές να μάθουν ότι μακαριότητα είναι το να φθάσεις στον ουρανό.
Όσο καιρό όμως θα παραμένει αδύνατη η άνοδος, τι ωφελεί η γνώση της ουράνιας μακαριότητας; Μόνο λύπη προξενεί σε μας που μάθαμε ποιά αγαθά έχουμε στερηθεί εξαιτίας της αδυναμίας μας ν' ανέβουμε.
Συνεπώς ο Κύριος διατάσσει πράγματα που βρίσκονται έξω από τη φύση μας και με τη λαμπρότητα της εντολής ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης δύναμης; Δε συμβαίνουν αυτά.
Γιατί δε διατάσσει να γίνουν πτηνά εκείνοι, στη φύση των οποίων δεν έδωκε τα φτερά, ούτε να ζουν κάτω από το νερό εκείνοι, στους οποίους έδωκε σαν κλήρο τη ζωή πάνω στη γη.
Αν, λοιπόν, ο νόμος είναι για όλα τα δημιουργήματα ανάλογος με τη δύναμη εκείνων που τον δέχονται και κανένα δεν αναγκάζεται πέρα από τη φυσική του δύναμη, οπωσδήποτε και τούτο θα το εννοήσουμε ως συνέπεια, ότι δηλ. δεν είναι πέρα από την ελπίδα αυτό που προβάλλει ο μακαρισμός.
Αλλά κι ο Ιωάννης κι ο Παύλος κι ο Μωυσής κι όποιος άλλος όμοιός τους, δε στερήθηκαν εκείνη την υψηλή μακαριότητα, που προκύπτει από τη θέα του Θεού.
Ούτε κείνος που είπε: «Τώρα μου απομένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, που θα μου αποδώσει ο δίκαιος κριτής» (Β' Τιμ. 4, 8), ούτε κείνος που ανάπεσε στο στήθος του Ιησού (Ιωαν. 21, 20), ούτε εκείνος που άκουσε από το Θεό: «Σε έχω ξεχωρίσει από όλους τους ανθρώπους» (Έξοδ. 33, 17).
Λοιπόν είναι αναμφισβήτητη η μακαριότητα εκείνων, οι οποίοι διακηρύττουν ότι είναι πάνω από τη δύναμη του ανθρώπου η κατανόηση του Θεού.
Η δε μακαριότητα έγκειται στη θέα του Θεού. Αυτό πετυχαίνεται με την καθαρότητα της καρδιάς. Επομένως δεν είναι αδύνατη η καθαρότητα της καρδιάς, με την οποία μπορεί κανείς να γίνει μακάριος.
Πώς είναι δυνατόν όμως να ισχυρισθούμε ότι λένε αλήθεια κι οι γύρω από τον Παύλο, όταν ισχυρίζονται ότι είναι πάνω από τις δυνάμεις μας η κατανόηση του Θεού, κι ότι ο λόγος του Κυρίου δε διδάσκει αντίθετες αλήθειες προς τις δικές τους, όταν υπόσχεται ότι θα δουν το Θεό οι καθαροί;
3. Νομίζω πως είναι καλό να πούμε απαραίτητα γι' αυτό λίγα λόγια στην αρχή, για να βρούμε το δρόμο στην εξέταση του θέματος που έχουμε μπροστά μας. Τι ακριβώς είναι αυτή καθ' εαυτήν η θεία φύση κατά την ουσία της, και ξεπερνάει κάθε σκέψη για να την καταλάβουμε, επειδή είναι απρόσιτη και απλησίαστη για τις στοχαστικές σκέψεις.
Και για τους ανθρώπους δε βρέθηκε ακόμη καμιά δύναμη για την κατανόηση των ακατάληπτων, ουτε επινοήθηκε καμιά μέθοδος για να κατανοήσουν αυτά που είναι αδύνατον να κατανοηθούν.
Γι' αυτό κι ο μέγας Απόστολος αποκαλεί «ανεξιχνίαστους τους δρόμους του Θεού» (Ρωμ. 11, 33), φανερώνοντας μ' αυτό το λόγο πως είναι απάτητος με συλλογισμούς ο δρόμος εκείνος, που οδηγεί στη γνώση της ουσίας του Θεού.
Γιατί κανείς μέχρι τώρα από όσους έχουν προοδεύσει στον ενάρετο βίο, δε μας φανέρωσε με τρόπο καταληπτό κάποιο σημείο για τη γνώση του όντος, που είναι πάνω από τη γνώση.
Με το να είναι αυτό που είναι κατά τη φύση, ο πάνω από κάθε φύση, γίνεται καταληπτός και βλέπεται με άλλην έννοια ο αόρατος κι απερίγραπτος.
Κι είναι πολλοί οι τρόποι αυτής της κατανόησης. Μπορείς δηλ. και μέσα από τη σοφία που φαίνεται σε όλα, να δεις με τρόπο στοχαστικό Εκείνον που δημιούργησε τα πάντα εν σοφία.
Όπως κατά κάποιο τρόπο φανερώνεται και στα ανθρώπινα δημιουργήματα νοερά ο δημιουργός του έργου, που έχουμε μπροστά μας, αφού στο έργο έχει αποθέσει την τέχνη του. Αποκαλύπτεται δε όχι η φύση του τεχνίτη, αλλά μόνο η τεχνική γνώση, που ο τεχνίτης αποτύπωσε στο κατασκεύασμα.
Έτσι κι όταν βλέπουμε προσεκτικά τον κόσμο μέσα στη δημιουργία, αναπαριστάνουμε μέσα στο νου όχι την έννοια της ουσίας, αλλά της σοφίας Εκείνου, που εποίησε τα πάντα με σοφό τρόπο.
Κι αν συλλογισθούμε την αιτία της δικής μας ζωής, που δεν προήλθε από ανάγκη, αλλά από αγαθή θέληση προχώρησε στο να δημιουργήσει τον άνθρωπο, και πάλι υποστηρίζουμε ότι και μ' αυτό τον τρόπο έχει γίνει ορατός ο Θεός, όταν βάλουμε στο νου μας την αγαθότητα κι όχι την ουσία του Θεού.
Έτσι κι όλα τα άλλα, όσα ανυψώνουν το νου προς το καλύτερο και το ανώτερο το αποκαλούμε κατανόηση του Θεού, επειδή καθένα από τα υψηλά νοήματα φέρει στα μάτια μας το Θεό. Γιατί η δύναμη κι η καθαρότητα κι η αιωνιότητα και το ανόθευτο από τα αντίθετα κι όλα τα παρόμοια, αποτυπώνουν στις ψυχές την εικόνα της θείας και υψηλής διάνοιας.
Λοιπόν, με όσα είπαμε, αποδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο και ο Κύριος λέγει την αλήθεια, όταν υπόσχεται ότι ο Θεός θα φανεί σε κείνους που έχουν την καρδιά καθαρή, αλλά κι ο απ. Παύλος δεν ψεύδεται, όταν αποφαίνεται με τα λόγια του, ότι κανείς δεν είδε το Θεό, ούτε και να τον δει μπορεί.
Όμως ο αόρατος κατά τη φύση γίνεται ορατός διά μέσου των ενεργειών, επειδή γίνεται θεατός διά μέσου μερικών που υπάρχουν γύρω απ' Αυτόν.
4. Αλλά το νόημα του μακαρισμού δεν αναφέρεται μόνο σ' αυτό, στο ότι δηλ. μπορούμε να αναλογισθούμε Τέτοιον Εκείνον, από κάποια ενέργεια που ενεργεί. Θα μπορούσε ίσως η κατανόηση της σοφίας και της δύναμης, που είναι ανώτερες όλων, να φθάσει και στους σοφούς αυτού του αιώνα, με την καλή διάρθρωση του κόσμου.
Νομίζω όμως ότι η μεγαλοφυία του μακαρισμού δίνει τη συμβουλή να δεχθούν να δουν αυτό που ποθούν, όσοι μπορούν.
Τη σκέψη μου αυτή που εξέθεσα, θα την αποσαφηνίσω με παραδείγματα. Ένα αγαθό στον ανθρώπινο βίο είναι η σωματική υγεία. Μακάριο όμως δεν είναι το να ξέρεις μόνο το λόγο της υγείας, αλλά και το να ζεις με υγεία.
Γιατί, αν κάποιος, πλέκοντας τα εγκώμια της υγείας, προτιμούσε τη βλαβερή και γεμάτη κακούς χυμούς τροφή, τι θα κέρδιζε απ' τα εγκώμια της υγείας τη στιγμή που θα δεινοπαθούσε από τις αρρώστιες; Έτσι θα εννοήσουμε και το λόγο που έχουμε μπροστά μας. Ο Κύριος λέγει ότι είναι μακάριο, όχι το να γνωρίζεις κάτι περί του Θεού, αλλά το να έχεις μέσα σου το Θεό. Μακάριοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό.
Γιατί δε νομίζω πως ο Θεός βάζει μπροστά σ' αυτόν που είναι καθαρός ως προς το μάτι της ψυχής ένα θέαμα που τον αντιπροσωπεύει. Αλλά η μεγαλοφυία του Λόγου ίσως να μας παρουσιάζει αυτό, που ο Κύριος παριστάνει καθαρότερα και προς άλλους, με το να λέγει: «Η βασιλεία του Θεού βρίσκεται μέσα σας» (Λουκ. 17, 21). Κι έτσι να μάθουμε ότι όποιος καθαρίσει την καρδιά του απ' όλη τη δημιουργία κι από κάθε εμπαθή διάθεση, θα δει την εικόνα της θείας φύσης μέσα στο δικό του κάλλος.
Νομίζω δε ότι με τα λίγα που είπε ο Κύριος, δίνει αυτή τη συμβουλή: Άνθρωποι, όσοι επιθυμείτε να δείτε το αληθινό αγαθό, μην απελπίζεστε από την αδυναμία να δείτε καλά το ποθούμενο, όταν ακούσετε ότι η θεϊκή μεγαλοπρέπεια ξεπερνάει τους ουρανούς κι η δόξα της είναι ανερμήνευτη και το κάλλος απερίγραπτο κι η φύση αχώρητη. Γιατί για σένα το μέτρο της κατανόησης του Θεού βρίσκεται μέσα σου. Με τον τρόπο αυτό ο πλάστης σου έδωκε υπόσταση σ' αυτό το αγαθό συγχρόνως με τη δημιουργία σου.
Γιατί ο Θεός αποτύπωσε στη δική σου κατασκευή τα ομοιώματα των αγαθών της δικής του φύσης, αποτυπώνοντας αυτά πάνω της, σαν σε κάποιο κερί με τη μέθοδο της τέχνης του ανάγλυφου. Όταν όμως χύθηκε η κακία γύρω από τα θεοειδή χαρακτηριστικά, έκαμε άχρηστο το αγαθό για σένα, με το να το κρύψει κάτω από τα ελεεινά προπετάσματα.
Αν ξεπλύνεις και πάλι με τον προσεκτικό βίο σου την ακαθαρσία, που εκ των υστέρων δημιουργήθηκε στην καρδιά σου, θα ξαναλάμψει πάνω σου το θεοειδές κάλλος. Όπως συνήθως γίνεται με το σίδερο.
Όταν καθαρισθεί από τη σκουριά με το ακόνισμα, ο πριν από λίγο μαύρος σίδηρος, καθώς πέφτουν πάνω του οι ακτίνες του ήλιου, εκπέμπει μερικές λάμψεις κι ακτινοβολίες από τον εαυτό του. Έτσι κι ο εσωτερικός άνθρωπος, που ο Κύριος τον ονομάζει καρδιά.
Όταν αποξύσει τη δηλητηριώδη ακαθαρσία, που με τη μούχλα του διαβόλου άνθησε πάνω στη μορφή, θα αναλάβει και πάλι την ομοιότητα προς το πρωτότυπο και θα είναι αγαθός. Και το όμοιο προς το αγαθό είναι οπωσδήποτε αγαθό.
Συνεπώς όποιος προσέχει στον εαυτό του, διακρίνει μέσα του αυτό που ποθεί. Κι έτσι ο καθαρός στην καρδιά γίνεται μακάριος, γιατί με το να αποβλέπει στη δική του καθαρότητα, βλέπει μέσα στην εικόνα το πρωτότυπο.
Όπως κι όσοι βλέπουν τον ήλιο σε καθρέπτη, έστω κι αν δεν αναβλέπουν με το βλέμμα στηλωμένο προς τον ίδιο τον ουρανό βλέπουν τον ήλιο με τη λάμψη του καθρέπτη, όχι λιγότερο, από κείνους που έχουν τα βλέμματα υψωμένα προς τον ίδιο τον κύκλο του ήλιου.
Έτσι και σεις, λέγει ο Κύριος, ακόμη κι αν δεν έχετε την απαραίτητη δύναμη για να κατανοήσετε το φώς, αν ανατρέξετε στην αρχική χάρη της εικόνας που χαράχθηκε μέσα σας, θα βρείτε μέσα σας αυτό που ζητάτε.
Γιατί ο Θεός είναι καθαρότητα κι απάθεια κι αποξένωση από κάθε κακό. Κι αν αυτά υπάρχουν μέσα σου, εξάπαντος ο Θεός υπάρχει μέσα σου. Όταν η σκέψη μέσα σου είναι ανόθευτη από κάθε κακία, ελεύθερη από πάθη και χωρισμένη από κάθε μολυσμό, είσαι μακάριος, επειδή είσαι καθαρός και με την οξύτητα της όρασης βλέπεις το αθέατο για τους ακάθαρτους.
Κι επειδή έχει αφαιρεθεί από τα μάτια της ψυχής η υλική λάσπη, μέσα στον καθαρό ουρανό της καρδιάς βλέπεις καθαρά το μακάριο θέαμα. Και το θεάμα αυτό τι είναι; Καθαρότητα, αγιασμός, απλότητα, όλες αυτές οι φωτοειδείς ανταύγειες της θείας φύσης, διά μέσου των οποίων γίνεται ορατός ο Θεός.
5. Μετά απ' όσα είπαμε δε μένει αμφιβολία ότι αυτά έτσι έχουν. Αλλά τη σκέψη μας τη βασανίζει ακόμη η αρχική απορία για την ίδια την αδυναμία. Γιατί ναι μεν βρίσκεται σε κοινωνία με τα ουράνια θαύματα, όποιος ανεβαίνει στους ουρανούς, αλλά ο τρόπος της ανόδου είναι αδύνατος.
Κι έτσι δεν προκύπτει για μας κανένα όφελος από όσα συμφωνήσαμε, αφού κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η μακαριότητα πετυχαίνεται με την κάθαρση της καρδιάς. Το πώς όμως θα μπορέσει κανείς να την καθαρίσει από τους μολυσμούς, φαίνεται πως είναι ακριβώς το ίδιο με την ανάβαση στον ουρανό.
Ποιά κλίμακα, λοιπόν, του Ιακώβ, ποιό πύρινο άρμα θα βρεθεί, όμοιο με κείνο που ανέβασε στον ουρανό τον προφήτη Ηλία για να ανεβεί η καρδιά μας προς τα άνω θαύματα και για να αποτινάξει αυτό το γήινο βάρος;
Γιατί αν σκεφθεί κανείς τα αναπόφευκτα για την ψυχή πάθη, θα θεωρήσει δύσκολη κι αδύνατη την αποχώρηση των κακών που έχουν συζευχθεί μ' αυτήν. Η ύπαρξά μας αρχίζει αμέσως με πάθος. Κι η αύξηση προχωρεί με πάθος κι η ζωή καταλήγει στο πάθος.
Κι έχει αναμιχθεί ως ένα βαθμό το κακό με τη φύση διά των πρωτοπλάστων, που δέχθηκαν πάνω τους το πάθος έξ αρχής και με την παρακοή έφεραν μέσα στη φύση την ασθένεια. Κι όπως με τη διαδοχή των απογόνων στο κάθε είδος μεταβιβάζεται η φύση των ζώων σε τέτοιο βαθμό, ώστε το γεννημένο να είναι το ίδιο από πλευράς φυσικής με κείνο από το οποίο γεννήθηκε, έτσι κι από τον άνθρωπο γίνεται ο άνθρωπος.
Από τον εμπαθή γίνεται ο εμπαθής, απ' τον αμαρτωλό γίνεται ο όμοιος. Συνεπώς συνυπάρχει κατά κάποιο τρόπο η αμαρτία στους απογόνους και γεννιέται μαζί κι αυξάνει μαζί και καταλήγει στο τέρμα της ζωής μαζί.
Απεναντίας είναι δύσκολο να πετύχουμε την αρετή. Μόλις που κατορθώνουμε να την αποκτήσουμε, με άπειρους ιδρώτες και πόνους, μ' επιμέλεια και κούραση. Από πολλά σημεία της Αγίας Γραφής μάθαμε ότι η οδός της βασιλείας των ουρανών είναι όλο θλίψεις και προχωρεί από στενό μονοπάτι, ενώ η άλλη, που οδηγεί με την κακία, τη ζωή στην καταστροφή, είναι και πλατιά και κατηφορική και ευκολοδιάβατη.
Παρά ταύτα η Αγία Γραφή, που εκθέτει στα ιερά της βιβλία τα θαύματα τόσων ανθρώπων, αποφαίνεται πως δεν είναι εντελώς αδύνατη η υψηλή ζωή. Όμως είναι διπλό το νόημα της υπόσχεσης που αναφέρεται στη θέα του Θεού.
Το μεν ένα είναι η γνώση της φύσης, που βρίσκεται πάνω απ' όλα, το δε άλλο η ανάκραση μ' Εκείνον διά της καθαρότητας της ζωής. Και για το πρώτο είδος κατανόησης αποφαίνεται ο λόγος των αγίων ότι είναι αδύνατο.
Για το δεύτερο όμως υπόσχεται ο Κύριος μ' αυτήν εδώ τη διδασκαλία στους ανθρώπους λέγοντας: «Μακάριοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, γιατί αυτοί θα ιδούν το Θεό». «Φύγωμεν την του διαβόλου μορφήν, αναλάβωμεν την θείαν εικόνα» 6. Σχετικά με το πώς είναι δυνατό να γίνεις καθαρός, σου είναι εύκολο να το μάθεις μέσα απ' όλη σχεδόν τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Γιατί θα βρίσκεις αποσαφηνισμένο το καθαρτικό της καρδιάς, όταν ανατρέχεις διαδοχικά στα παραγγέλματά του.
Γιατί χωρίζει σε δύο είδη την κακία. Σε κείνη που διαπράττεται με τα έργα και στην άλλη, που συνίσταται στα διανοήματα. Με τον παλαιό νόμο καταδίκασε αρχικά την αδικία που φανερώνεται με τα έργα.
Τώρα δε, έκαμε το νόμο να ελέγχει το άλλο είδος της αμαρτίας. Και δεν τιμωρεί το έργο της πονηρίας, αλλά φροντίζει ώστε να μη γίνει ούτε η αρχή του κακού.
Γιατί το να ξερριζώσεις την κακία από τη θέληση, είναι πολύ σπουδαιότερο από το να αποξενώσεις το βίο από τα πονηρά έργα. Επειδή η κακία εκδηλώνεται σε πολλά μέρη και με πολλούς τρόπους, το Ευαγγέλιο προσφέρει με τις εντολές ιδιαίτερη θεραπεία σε καθεμιά από τις απαγορεύσεις.
Κι επειδή ένα πρόχειρο και συνηθισμένο αμάρτημα είναι η οργή σ' όλη τη διάρκεια του βίου, αρχίζει τη θεραπεία απ' αυτό που είναι το πιο επικρατέστερο, νομοθετώντας το να μην οργίζεσαι. Διδάχθηκες, λέγει ο Κύριος, από τον παλαιότερο νόμο «να μη φονεύσεις» (Εξοδ. 20, 15).
Τώρα μάθε να διώξεις από την ψυχή σου την οργή εναντίον των συνανθρώπων σου (Ματθ. 5, 22). Δεν απαγόρευσε εντελώς την οργή. Γιατί μπορεί κάποτε αυτή η τάση της ψυχής να χρησιμοποιηθεί και προς το καλό.
Η εντολή απαγορεύει τελείως το να εξοργίζεσαι κάποτε εναντίον του αδελφού χωρίς κανένα καλό. Γιατί λέγει: «Καθένας που οργίζεται κατά του αδελφού για το τίποτε». Κι η προσθήκη της λέξης «εική» δηλώνει πολλές φορές την επικαιρότητα της χρήσης του θυμού, όταν βράζει το πάθος για τιμωρία της αμαρτίας.
Αυτό το είδος της οργής επικυρώνει ο λόγος της Γραφής στο Φινεές, που με τη σφαγή εκείνων που παρανομούσαν, εξιλέωσε το Θεό για την απειλή που κίνησε κατά του λαού. Με άλλη πάλι εντολή προβαίνει στη θεραπεία των αμαρτημάτων που διαπράττονται με την ηδονή και ξερριζώνει από την καρδιά την άπρεπη επιθυμία της μοιχείας (Ματθ. 5, 28).
Με τον ίδιο τρόπο θα διαπιστώσεις ότι ο Κύριος διορθώνει στη συνέχεια και το καθένα από τα άλλα (αμαρτήματα), αφού με τις εντολές αναφέρεται στην καθεμιά από τις μορφές της κακίας. Εμποδίζει το ν' αρχίζεις πρώτος τις άδικες ενέργειες, με το να μην συγχωρεί την άμυνα (Ματθ. 5,39).
Διώχνει το πάθος της πλεονεξίας, επιβάλλοντας να δίνεις κι αυτό που σου απόμεινε, με το να αποβάλλεις το ένδυμα για χάρη εκείνου που σου του αφαιρεί (Ματθ. 5,40). Γιατρεύει τη δειλία, όταν προστάζει να καταφρονείς το θάνατο.
Και γενικά θα διαπιστώσεις πως με καθεμιά από τις εντολές, με τον αροτρικό λόγο, σαν με άλλο αλέτρι, οργώνει και ξερριζώνει τις κακές ρίζες των αμαρτιών από το βάθος της καρδιάς. Μ' αυτές τις εντολές είναι δυνατό το ξεκαθάρισμα από την καρποφορία των αγκαθιών.
Συνεπώς ευεργετεί τον άνθρωπο και με τα δύο. Και μ' όσα υπόσχεται το αγαθό και μ' όσα μας προβάλλει τη διδασκαλία πάνω στο θέμα που εξετάζουμε. Αν θεωρείς κουραστική την επιδίωξη των αγαθών, σύγκρινέ την προς τον αντίθετο τρόπο ζωής και θα διαπιστώσεις πόσο πιο κουραστική είναι η κακία, αν δεν αποβλέπεις προς το παρόν αλλά προς το μέλλον.
Γιατί όποιος άκουσε για τη γέεννα του πυρός, δεν θ' αποχωρισθεί πιά από τις αμαρτωλές ηδονές με κόπο και προθυμία, αλλά του είναι αρκετός ο φόβος που γεννιέται με τις σκέψεις, για να διώξει τα πάθη.
Μπορούμε όμως να καλλιεργήσουμε από δώ μιά ακόμη πιο σφοδρή επιθυμία, αν κατανοήσουμε μαζί μ' αυτό που παρασιωπάται κι εκείνο που εξυπακούεται. Αν δηλ. είναι μακάριοι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, είναι δίχως άλλο δυστυχισμένοι όσοι έχουν υπερβολικά μολυσμένο το νου, γιατί προσβλέπουν στο πρόσωπο του εχθρού.
Κι αν τα ίδια τα θεϊκά χαρακτηριστικά εγχαράσσονται στο βίο των ενάρετων, είναι φανερό ότι η ζωή της κακίας γίνεται μορφή και πρόσωπο του εχθρού. Κι ακόμη, αν ο Θεός ονομάζεται με διάφορες ονομασίες, καθεμιά από τις όποιες εννοείται για το αγαθό, δηλ. φως και ζωή κι αφθαρσία και όσα αλλά είναι της ίδιας κατηγορίας, ασφαλώς από την αντίθετη πλευρά, καθετί που αντιβαίνει σ' αυτά, θα πάρει την ονομασία του από τον εφευρέτη της κακίας και θα λέγεται σκότος και θάνατος και φθορά κι όσα αλλά είναι συγγενή και της ίδιας μεταξύ τους φύσης.
Τώρα, λοιπόν, που ξέρουμε πώς διαμορφώνεται κι η κακία κι ο ενάρετος τρόπος ζωής, αφού η προαίρεσή μας στέκεται κυρίαρχη μπροστά στο καθένα απ' αυτά, σύμφωνα με την ελευθερία που έχει, ας αποστραφούμε το πρόσωπο του διαβόλου, ας αποβάλλουμε το άσχημο προσωπείο, κι ας φορέσουμε πάνω μας και πάλι τη θεία εικόνα.
Ας γίνουμε καθαροί στην καρδιά, για να γίνουμε μακάριοι, αφού θα έχει μορφωθεί μέσα μας με τον καθαρό βίο η θεία εικόνα εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Όπως επίσης και σε πολλά παραθαλάσσια μέρη μπορεί να δεις βουνό κομμένο στα δύο και το μέρος που είναι προς τη θάλασσα να έχει αποσχισθεί από την κορυφή προς το βάθος στα ίσα, κι από το πάνω μέρος μιά άκρη που προεξέχει να έχει κλίση προς το βυθό.
Ό,τι ακριβώς είναι φυσικό να πάθει, όποιος στέκεται σ' αυτή την υψηλή και προεξέχουσα κορυφή και σκύβει προς τη θάλασσα, η οποία βρίσκεται στο βάθος, αυτό παθαίνει τώρα κι η ψυχή μου.
Κυριεύεται από ίλιγγο, επειδή γίνεται μετέωρη απ' αυτό το μεγάλο λόγο του Κυρίου: «Μακάριοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, γιατί αυτοί θα ιδούν το Θεό».
Ο Θεός προβάλλεται ως θέαμα σ' εκείνους που έχουν καθαρίσει καλά την καρδιά τους. «Το Θεό δεν είδε ποτέ κανείς, καθώς λέγει ο Ευαγγελιστής (Ιωαν. 1, 18), επικυρώνει δε αυτή την αλήθεια κι ο υψηλός στη διάνοια απ. Παύλος, λέγοντας: «Το Θεό δεν τον είδε κανείς από τους ανθρώπους, ούτε και μπορεί να τον ιδεί» (Α' Τιμ. 6, 16).
Αυτός είναι ο λείος κι απόκρημνος βράχος, που δεν προσφέρει καμιά βάση πάνω του για τους συλλογισμούς.
Αυτό το βράχο χαρακτήρισε απρόσιτο κι ο Μωυσής με τις δικές του αλήθειες, επειδή σε κανένα σημείο δεν μπορεί να προχωρήσει ο νους μας,αφού η απόφαση του Θεού αποκλείει κάθε αντίληψη. Γιατί λέγει: «Δεν υπάρχει κάποιος που θα ιδεί τον Κύριο και θα ζήσει» (Εξοδ. 33, 20).
Κι όμως ζωή αιώνια είναι το να ιδείς το Θεό. Αλλ' αυτό το προσδιορίζουν ως αδύνατο, εκείνοι που είναι τα στηρίγματα της πίστης, δηλ. ο Ιωάννης κι ο Παύλος κι ο Μωυσής.
Βλέπεις τον ίλιγγο μαζί με τον οποίο η ψυχή παρασύρεται προς το βάθος εκείνων, που εννοούνται με το ρητό; Αν ο Θεός είναι η ζωή, όποιος δεν τον είδε, δε βλέπει τη ζωή. Οι θεοφόροι προφήτες κι οι απόστολοι παραπονούνται, γιατί δεν μπορούν να ιδούν το Θεό.
Σε τι στηρίζεται η ελπίδα των ανθρώπων; αλλά είναι γνωστό πως ο Κύριος υποστηρίζει την ελπίδα, όταν πέφτει προς τα κάτω.
Όπως ακριβώς έκαμε και στην περίπτωση του Πέτρου, που κινδύνεψε να βυθισθεί και τον στήριξε πάλι στο σταθερό και άκαμπτο νερό (Ματθ. 14, 28-31).
Αν φθάσει το χέρι του Κυρίου και ως εμάς, που κινούμαστε συνεχώς μέσα στο βυθό των νοημάτων, θα μας σταθεροποιήσει στο καθένα από τα δύο νοήματα. θα απαλλαγούμε από το φόβο, αφού θα έχουμε πιάσει γερά τον Κύριο, που μας χειραγωγεί. Γιατί λέγει: «Μακάριοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, γιατί αυτοί θα ιδούν το Θεό».
Είναι δυνατή η καθαρότητα της καρδιάς
2. Κι η μεν υπόσχεση είναι τόσο μεγάλη, ώστε να ξεπερνάει κι αυτό το ανώτατο όριο της μακαριότητας. Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να ποθήσει κανείς, μετά από ένα παρόμοιο αγαθό, όταν θα έχει τα πάντα μ' εκείνο που έχει δει; Γιατί το να δεις, σημαίνει να έχεις, όπως συνηθίζεται στην αγία Γραφή.
Λέγει π.χ:«να αξιωθείς να δεις τα αγαθά της Ιερουσαλήμ», αντί να βρεις, που σημαίνει ο λόγος. Όπως επίσης και το άλλο: «Ας φύγει από τη μέση ο ασεβής, για να μην ιδεί τη δόξα του Κυρίου» (Ψαλ. 157, 5 και Ήσ. 26,10), όπου ο προφήτης με το «να μην ιδεί», δηλώνει το να μη μετάσχει.
Όποιος, λοιπόν, είδε το Θεό, απόκτησε με το που τον είδε, καθετί που βρίσκεται στον κατάλογο των αγαθών, δηλ. την ατελείωτη ζωή, την αιώνια αφθαρσία, την αθάνατη μακαριότητα, τη βασιλεία που δεν έχει τέλος, την ατέλειωτη ευφροσύνη, το αληθινό φως, τον πνευματικό και γλυκό ήχο, την απρόσιτη δόξα, τη συνεχή αγαλλίαση, κάθε αγαθό.
Και το μεν αγαθό, που σύμφωνα με την ελπίδα βρίσκεται μπροστά μας, είναι τέτοιο και τόσο μεγάλο με την επαγγελία της μακαριότητας. Επειδή όμως ο τρόπος του να δούμε το Θεό, δηλώνεται εκ των προτέρων ότι είναι η καθαρότητα της καρδιάς, και σ' αυτό πάλι πιάνει ίλιγγος το νου μου.
Κι αναρωτιέμαι: μήπως η καθαρότητα της καρδιάς είναι από τα αδύνατα και ανώτερα για τη φύση μας; Γιατί αν ο Θεός γίνεται ορατός μ' αυτό τον τρόπο, ο Μωυσής δε κι ο Παύλος δεν είδαν καθόλου Αυτόν, κι αποφάνθηκαν πως ούτε άλλος κανείς μπορεί να τον δει, μοιάζει να είναι κάτι το αδύνατο, αυτό που τώρα με το μακαρισμό θέτει μπροστά μας ο Κύριος.
Αλλά τι κερδίζουμε με το να ξέρουμε τον τρόπο που ο Θεός γίνεται ορατός, αν δεν υπάρχει, κοντά στη γνώση κι η δυνατότητα για τον τρόπο;
Αυτό μοιάζει με κείνο που θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι μακαριότητα είναι το να φθάσει κανείς στον ουρανό, γιατί εκεί θα δει καλά, όσα είναι αόρατα στον επίγειο βίο.
Αν όμως υπήρχε κάποιος τρόπος, που να έδειχνε εκ των προτέρων με λόγια την πορεία προς τον ουρανό, θα ήταν χρήσιμο στους ακροατές να μάθουν ότι μακαριότητα είναι το να φθάσεις στον ουρανό.
Όσο καιρό όμως θα παραμένει αδύνατη η άνοδος, τι ωφελεί η γνώση της ουράνιας μακαριότητας; Μόνο λύπη προξενεί σε μας που μάθαμε ποιά αγαθά έχουμε στερηθεί εξαιτίας της αδυναμίας μας ν' ανέβουμε.
Συνεπώς ο Κύριος διατάσσει πράγματα που βρίσκονται έξω από τη φύση μας και με τη λαμπρότητα της εντολής ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης δύναμης; Δε συμβαίνουν αυτά.
Γιατί δε διατάσσει να γίνουν πτηνά εκείνοι, στη φύση των οποίων δεν έδωκε τα φτερά, ούτε να ζουν κάτω από το νερό εκείνοι, στους οποίους έδωκε σαν κλήρο τη ζωή πάνω στη γη.
Αν, λοιπόν, ο νόμος είναι για όλα τα δημιουργήματα ανάλογος με τη δύναμη εκείνων που τον δέχονται και κανένα δεν αναγκάζεται πέρα από τη φυσική του δύναμη, οπωσδήποτε και τούτο θα το εννοήσουμε ως συνέπεια, ότι δηλ. δεν είναι πέρα από την ελπίδα αυτό που προβάλλει ο μακαρισμός.
Αλλά κι ο Ιωάννης κι ο Παύλος κι ο Μωυσής κι όποιος άλλος όμοιός τους, δε στερήθηκαν εκείνη την υψηλή μακαριότητα, που προκύπτει από τη θέα του Θεού.
Ούτε κείνος που είπε: «Τώρα μου απομένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, που θα μου αποδώσει ο δίκαιος κριτής» (Β' Τιμ. 4, 8), ούτε κείνος που ανάπεσε στο στήθος του Ιησού (Ιωαν. 21, 20), ούτε εκείνος που άκουσε από το Θεό: «Σε έχω ξεχωρίσει από όλους τους ανθρώπους» (Έξοδ. 33, 17).
Λοιπόν είναι αναμφισβήτητη η μακαριότητα εκείνων, οι οποίοι διακηρύττουν ότι είναι πάνω από τη δύναμη του ανθρώπου η κατανόηση του Θεού.
Η δε μακαριότητα έγκειται στη θέα του Θεού. Αυτό πετυχαίνεται με την καθαρότητα της καρδιάς. Επομένως δεν είναι αδύνατη η καθαρότητα της καρδιάς, με την οποία μπορεί κανείς να γίνει μακάριος.
Πώς είναι δυνατόν όμως να ισχυρισθούμε ότι λένε αλήθεια κι οι γύρω από τον Παύλο, όταν ισχυρίζονται ότι είναι πάνω από τις δυνάμεις μας η κατανόηση του Θεού, κι ότι ο λόγος του Κυρίου δε διδάσκει αντίθετες αλήθειες προς τις δικές τους, όταν υπόσχεται ότι θα δουν το Θεό οι καθαροί;
«Ο αόρατος τη φύσει, ορατός ταις ενεργείαις γίνεται»
3. Νομίζω πως είναι καλό να πούμε απαραίτητα γι' αυτό λίγα λόγια στην αρχή, για να βρούμε το δρόμο στην εξέταση του θέματος που έχουμε μπροστά μας. Τι ακριβώς είναι αυτή καθ' εαυτήν η θεία φύση κατά την ουσία της, και ξεπερνάει κάθε σκέψη για να την καταλάβουμε, επειδή είναι απρόσιτη και απλησίαστη για τις στοχαστικές σκέψεις.
Και για τους ανθρώπους δε βρέθηκε ακόμη καμιά δύναμη για την κατανόηση των ακατάληπτων, ουτε επινοήθηκε καμιά μέθοδος για να κατανοήσουν αυτά που είναι αδύνατον να κατανοηθούν.
Γι' αυτό κι ο μέγας Απόστολος αποκαλεί «ανεξιχνίαστους τους δρόμους του Θεού» (Ρωμ. 11, 33), φανερώνοντας μ' αυτό το λόγο πως είναι απάτητος με συλλογισμούς ο δρόμος εκείνος, που οδηγεί στη γνώση της ουσίας του Θεού.
Γιατί κανείς μέχρι τώρα από όσους έχουν προοδεύσει στον ενάρετο βίο, δε μας φανέρωσε με τρόπο καταληπτό κάποιο σημείο για τη γνώση του όντος, που είναι πάνω από τη γνώση.
Με το να είναι αυτό που είναι κατά τη φύση, ο πάνω από κάθε φύση, γίνεται καταληπτός και βλέπεται με άλλην έννοια ο αόρατος κι απερίγραπτος.
Κι είναι πολλοί οι τρόποι αυτής της κατανόησης. Μπορείς δηλ. και μέσα από τη σοφία που φαίνεται σε όλα, να δεις με τρόπο στοχαστικό Εκείνον που δημιούργησε τα πάντα εν σοφία.
Όπως κατά κάποιο τρόπο φανερώνεται και στα ανθρώπινα δημιουργήματα νοερά ο δημιουργός του έργου, που έχουμε μπροστά μας, αφού στο έργο έχει αποθέσει την τέχνη του. Αποκαλύπτεται δε όχι η φύση του τεχνίτη, αλλά μόνο η τεχνική γνώση, που ο τεχνίτης αποτύπωσε στο κατασκεύασμα.
Έτσι κι όταν βλέπουμε προσεκτικά τον κόσμο μέσα στη δημιουργία, αναπαριστάνουμε μέσα στο νου όχι την έννοια της ουσίας, αλλά της σοφίας Εκείνου, που εποίησε τα πάντα με σοφό τρόπο.
Κι αν συλλογισθούμε την αιτία της δικής μας ζωής, που δεν προήλθε από ανάγκη, αλλά από αγαθή θέληση προχώρησε στο να δημιουργήσει τον άνθρωπο, και πάλι υποστηρίζουμε ότι και μ' αυτό τον τρόπο έχει γίνει ορατός ο Θεός, όταν βάλουμε στο νου μας την αγαθότητα κι όχι την ουσία του Θεού.
Έτσι κι όλα τα άλλα, όσα ανυψώνουν το νου προς το καλύτερο και το ανώτερο το αποκαλούμε κατανόηση του Θεού, επειδή καθένα από τα υψηλά νοήματα φέρει στα μάτια μας το Θεό. Γιατί η δύναμη κι η καθαρότητα κι η αιωνιότητα και το ανόθευτο από τα αντίθετα κι όλα τα παρόμοια, αποτυπώνουν στις ψυχές την εικόνα της θείας και υψηλής διάνοιας.
Λοιπόν, με όσα είπαμε, αποδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο και ο Κύριος λέγει την αλήθεια, όταν υπόσχεται ότι ο Θεός θα φανεί σε κείνους που έχουν την καρδιά καθαρή, αλλά κι ο απ. Παύλος δεν ψεύδεται, όταν αποφαίνεται με τα λόγια του, ότι κανείς δεν είδε το Θεό, ούτε και να τον δει μπορεί.
Όμως ο αόρατος κατά τη φύση γίνεται ορατός διά μέσου των ενεργειών, επειδή γίνεται θεατός διά μέσου μερικών που υπάρχουν γύρω απ' Αυτόν.
«... βλέπεις τηλαυγώς το μακάριον θέαμα»
4. Αλλά το νόημα του μακαρισμού δεν αναφέρεται μόνο σ' αυτό, στο ότι δηλ. μπορούμε να αναλογισθούμε Τέτοιον Εκείνον, από κάποια ενέργεια που ενεργεί. Θα μπορούσε ίσως η κατανόηση της σοφίας και της δύναμης, που είναι ανώτερες όλων, να φθάσει και στους σοφούς αυτού του αιώνα, με την καλή διάρθρωση του κόσμου.
Νομίζω όμως ότι η μεγαλοφυία του μακαρισμού δίνει τη συμβουλή να δεχθούν να δουν αυτό που ποθούν, όσοι μπορούν.
Τη σκέψη μου αυτή που εξέθεσα, θα την αποσαφηνίσω με παραδείγματα. Ένα αγαθό στον ανθρώπινο βίο είναι η σωματική υγεία. Μακάριο όμως δεν είναι το να ξέρεις μόνο το λόγο της υγείας, αλλά και το να ζεις με υγεία.
Γιατί, αν κάποιος, πλέκοντας τα εγκώμια της υγείας, προτιμούσε τη βλαβερή και γεμάτη κακούς χυμούς τροφή, τι θα κέρδιζε απ' τα εγκώμια της υγείας τη στιγμή που θα δεινοπαθούσε από τις αρρώστιες; Έτσι θα εννοήσουμε και το λόγο που έχουμε μπροστά μας. Ο Κύριος λέγει ότι είναι μακάριο, όχι το να γνωρίζεις κάτι περί του Θεού, αλλά το να έχεις μέσα σου το Θεό. Μακάριοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό.
Γιατί δε νομίζω πως ο Θεός βάζει μπροστά σ' αυτόν που είναι καθαρός ως προς το μάτι της ψυχής ένα θέαμα που τον αντιπροσωπεύει. Αλλά η μεγαλοφυία του Λόγου ίσως να μας παρουσιάζει αυτό, που ο Κύριος παριστάνει καθαρότερα και προς άλλους, με το να λέγει: «Η βασιλεία του Θεού βρίσκεται μέσα σας» (Λουκ. 17, 21). Κι έτσι να μάθουμε ότι όποιος καθαρίσει την καρδιά του απ' όλη τη δημιουργία κι από κάθε εμπαθή διάθεση, θα δει την εικόνα της θείας φύσης μέσα στο δικό του κάλλος.
Νομίζω δε ότι με τα λίγα που είπε ο Κύριος, δίνει αυτή τη συμβουλή: Άνθρωποι, όσοι επιθυμείτε να δείτε το αληθινό αγαθό, μην απελπίζεστε από την αδυναμία να δείτε καλά το ποθούμενο, όταν ακούσετε ότι η θεϊκή μεγαλοπρέπεια ξεπερνάει τους ουρανούς κι η δόξα της είναι ανερμήνευτη και το κάλλος απερίγραπτο κι η φύση αχώρητη. Γιατί για σένα το μέτρο της κατανόησης του Θεού βρίσκεται μέσα σου. Με τον τρόπο αυτό ο πλάστης σου έδωκε υπόσταση σ' αυτό το αγαθό συγχρόνως με τη δημιουργία σου.
Γιατί ο Θεός αποτύπωσε στη δική σου κατασκευή τα ομοιώματα των αγαθών της δικής του φύσης, αποτυπώνοντας αυτά πάνω της, σαν σε κάποιο κερί με τη μέθοδο της τέχνης του ανάγλυφου. Όταν όμως χύθηκε η κακία γύρω από τα θεοειδή χαρακτηριστικά, έκαμε άχρηστο το αγαθό για σένα, με το να το κρύψει κάτω από τα ελεεινά προπετάσματα.
Αν ξεπλύνεις και πάλι με τον προσεκτικό βίο σου την ακαθαρσία, που εκ των υστέρων δημιουργήθηκε στην καρδιά σου, θα ξαναλάμψει πάνω σου το θεοειδές κάλλος. Όπως συνήθως γίνεται με το σίδερο.
Όταν καθαρισθεί από τη σκουριά με το ακόνισμα, ο πριν από λίγο μαύρος σίδηρος, καθώς πέφτουν πάνω του οι ακτίνες του ήλιου, εκπέμπει μερικές λάμψεις κι ακτινοβολίες από τον εαυτό του. Έτσι κι ο εσωτερικός άνθρωπος, που ο Κύριος τον ονομάζει καρδιά.
Όταν αποξύσει τη δηλητηριώδη ακαθαρσία, που με τη μούχλα του διαβόλου άνθησε πάνω στη μορφή, θα αναλάβει και πάλι την ομοιότητα προς το πρωτότυπο και θα είναι αγαθός. Και το όμοιο προς το αγαθό είναι οπωσδήποτε αγαθό.
Συνεπώς όποιος προσέχει στον εαυτό του, διακρίνει μέσα του αυτό που ποθεί. Κι έτσι ο καθαρός στην καρδιά γίνεται μακάριος, γιατί με το να αποβλέπει στη δική του καθαρότητα, βλέπει μέσα στην εικόνα το πρωτότυπο.
Όπως κι όσοι βλέπουν τον ήλιο σε καθρέπτη, έστω κι αν δεν αναβλέπουν με το βλέμμα στηλωμένο προς τον ίδιο τον ουρανό βλέπουν τον ήλιο με τη λάμψη του καθρέπτη, όχι λιγότερο, από κείνους που έχουν τα βλέμματα υψωμένα προς τον ίδιο τον κύκλο του ήλιου.
Έτσι και σεις, λέγει ο Κύριος, ακόμη κι αν δεν έχετε την απαραίτητη δύναμη για να κατανοήσετε το φώς, αν ανατρέξετε στην αρχική χάρη της εικόνας που χαράχθηκε μέσα σας, θα βρείτε μέσα σας αυτό που ζητάτε.
Γιατί ο Θεός είναι καθαρότητα κι απάθεια κι αποξένωση από κάθε κακό. Κι αν αυτά υπάρχουν μέσα σου, εξάπαντος ο Θεός υπάρχει μέσα σου. Όταν η σκέψη μέσα σου είναι ανόθευτη από κάθε κακία, ελεύθερη από πάθη και χωρισμένη από κάθε μολυσμό, είσαι μακάριος, επειδή είσαι καθαρός και με την οξύτητα της όρασης βλέπεις το αθέατο για τους ακάθαρτους.
Κι επειδή έχει αφαιρεθεί από τα μάτια της ψυχής η υλική λάσπη, μέσα στον καθαρό ουρανό της καρδιάς βλέπεις καθαρά το μακάριο θέαμα. Και το θεάμα αυτό τι είναι; Καθαρότητα, αγιασμός, απλότητα, όλες αυτές οι φωτοειδείς ανταύγειες της θείας φύσης, διά μέσου των οποίων γίνεται ορατός ο Θεός.
Δύσκολη ναί, αδύνατη όχι
5. Μετά απ' όσα είπαμε δε μένει αμφιβολία ότι αυτά έτσι έχουν. Αλλά τη σκέψη μας τη βασανίζει ακόμη η αρχική απορία για την ίδια την αδυναμία. Γιατί ναι μεν βρίσκεται σε κοινωνία με τα ουράνια θαύματα, όποιος ανεβαίνει στους ουρανούς, αλλά ο τρόπος της ανόδου είναι αδύνατος.
Κι έτσι δεν προκύπτει για μας κανένα όφελος από όσα συμφωνήσαμε, αφού κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η μακαριότητα πετυχαίνεται με την κάθαρση της καρδιάς. Το πώς όμως θα μπορέσει κανείς να την καθαρίσει από τους μολυσμούς, φαίνεται πως είναι ακριβώς το ίδιο με την ανάβαση στον ουρανό.
Ποιά κλίμακα, λοιπόν, του Ιακώβ, ποιό πύρινο άρμα θα βρεθεί, όμοιο με κείνο που ανέβασε στον ουρανό τον προφήτη Ηλία για να ανεβεί η καρδιά μας προς τα άνω θαύματα και για να αποτινάξει αυτό το γήινο βάρος;
Γιατί αν σκεφθεί κανείς τα αναπόφευκτα για την ψυχή πάθη, θα θεωρήσει δύσκολη κι αδύνατη την αποχώρηση των κακών που έχουν συζευχθεί μ' αυτήν. Η ύπαρξά μας αρχίζει αμέσως με πάθος. Κι η αύξηση προχωρεί με πάθος κι η ζωή καταλήγει στο πάθος.
Κι έχει αναμιχθεί ως ένα βαθμό το κακό με τη φύση διά των πρωτοπλάστων, που δέχθηκαν πάνω τους το πάθος έξ αρχής και με την παρακοή έφεραν μέσα στη φύση την ασθένεια. Κι όπως με τη διαδοχή των απογόνων στο κάθε είδος μεταβιβάζεται η φύση των ζώων σε τέτοιο βαθμό, ώστε το γεννημένο να είναι το ίδιο από πλευράς φυσικής με κείνο από το οποίο γεννήθηκε, έτσι κι από τον άνθρωπο γίνεται ο άνθρωπος.
Από τον εμπαθή γίνεται ο εμπαθής, απ' τον αμαρτωλό γίνεται ο όμοιος. Συνεπώς συνυπάρχει κατά κάποιο τρόπο η αμαρτία στους απογόνους και γεννιέται μαζί κι αυξάνει μαζί και καταλήγει στο τέρμα της ζωής μαζί.
Απεναντίας είναι δύσκολο να πετύχουμε την αρετή. Μόλις που κατορθώνουμε να την αποκτήσουμε, με άπειρους ιδρώτες και πόνους, μ' επιμέλεια και κούραση. Από πολλά σημεία της Αγίας Γραφής μάθαμε ότι η οδός της βασιλείας των ουρανών είναι όλο θλίψεις και προχωρεί από στενό μονοπάτι, ενώ η άλλη, που οδηγεί με την κακία, τη ζωή στην καταστροφή, είναι και πλατιά και κατηφορική και ευκολοδιάβατη.
Παρά ταύτα η Αγία Γραφή, που εκθέτει στα ιερά της βιβλία τα θαύματα τόσων ανθρώπων, αποφαίνεται πως δεν είναι εντελώς αδύνατη η υψηλή ζωή. Όμως είναι διπλό το νόημα της υπόσχεσης που αναφέρεται στη θέα του Θεού.
Το μεν ένα είναι η γνώση της φύσης, που βρίσκεται πάνω απ' όλα, το δε άλλο η ανάκραση μ' Εκείνον διά της καθαρότητας της ζωής. Και για το πρώτο είδος κατανόησης αποφαίνεται ο λόγος των αγίων ότι είναι αδύνατο.
Για το δεύτερο όμως υπόσχεται ο Κύριος μ' αυτήν εδώ τη διδασκαλία στους ανθρώπους λέγοντας: «Μακάριοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, γιατί αυτοί θα ιδούν το Θεό». «Φύγωμεν την του διαβόλου μορφήν, αναλάβωμεν την θείαν εικόνα» 6. Σχετικά με το πώς είναι δυνατό να γίνεις καθαρός, σου είναι εύκολο να το μάθεις μέσα απ' όλη σχεδόν τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Γιατί θα βρίσκεις αποσαφηνισμένο το καθαρτικό της καρδιάς, όταν ανατρέχεις διαδοχικά στα παραγγέλματά του.
Γιατί χωρίζει σε δύο είδη την κακία. Σε κείνη που διαπράττεται με τα έργα και στην άλλη, που συνίσταται στα διανοήματα. Με τον παλαιό νόμο καταδίκασε αρχικά την αδικία που φανερώνεται με τα έργα.
Τώρα δε, έκαμε το νόμο να ελέγχει το άλλο είδος της αμαρτίας. Και δεν τιμωρεί το έργο της πονηρίας, αλλά φροντίζει ώστε να μη γίνει ούτε η αρχή του κακού.
Γιατί το να ξερριζώσεις την κακία από τη θέληση, είναι πολύ σπουδαιότερο από το να αποξενώσεις το βίο από τα πονηρά έργα. Επειδή η κακία εκδηλώνεται σε πολλά μέρη και με πολλούς τρόπους, το Ευαγγέλιο προσφέρει με τις εντολές ιδιαίτερη θεραπεία σε καθεμιά από τις απαγορεύσεις.
Κι επειδή ένα πρόχειρο και συνηθισμένο αμάρτημα είναι η οργή σ' όλη τη διάρκεια του βίου, αρχίζει τη θεραπεία απ' αυτό που είναι το πιο επικρατέστερο, νομοθετώντας το να μην οργίζεσαι. Διδάχθηκες, λέγει ο Κύριος, από τον παλαιότερο νόμο «να μη φονεύσεις» (Εξοδ. 20, 15).
Τώρα μάθε να διώξεις από την ψυχή σου την οργή εναντίον των συνανθρώπων σου (Ματθ. 5, 22). Δεν απαγόρευσε εντελώς την οργή. Γιατί μπορεί κάποτε αυτή η τάση της ψυχής να χρησιμοποιηθεί και προς το καλό.
Η εντολή απαγορεύει τελείως το να εξοργίζεσαι κάποτε εναντίον του αδελφού χωρίς κανένα καλό. Γιατί λέγει: «Καθένας που οργίζεται κατά του αδελφού για το τίποτε». Κι η προσθήκη της λέξης «εική» δηλώνει πολλές φορές την επικαιρότητα της χρήσης του θυμού, όταν βράζει το πάθος για τιμωρία της αμαρτίας.
Αυτό το είδος της οργής επικυρώνει ο λόγος της Γραφής στο Φινεές, που με τη σφαγή εκείνων που παρανομούσαν, εξιλέωσε το Θεό για την απειλή που κίνησε κατά του λαού. Με άλλη πάλι εντολή προβαίνει στη θεραπεία των αμαρτημάτων που διαπράττονται με την ηδονή και ξερριζώνει από την καρδιά την άπρεπη επιθυμία της μοιχείας (Ματθ. 5, 28).
Με τον ίδιο τρόπο θα διαπιστώσεις ότι ο Κύριος διορθώνει στη συνέχεια και το καθένα από τα άλλα (αμαρτήματα), αφού με τις εντολές αναφέρεται στην καθεμιά από τις μορφές της κακίας. Εμποδίζει το ν' αρχίζεις πρώτος τις άδικες ενέργειες, με το να μην συγχωρεί την άμυνα (Ματθ. 5,39).
Διώχνει το πάθος της πλεονεξίας, επιβάλλοντας να δίνεις κι αυτό που σου απόμεινε, με το να αποβάλλεις το ένδυμα για χάρη εκείνου που σου του αφαιρεί (Ματθ. 5,40). Γιατρεύει τη δειλία, όταν προστάζει να καταφρονείς το θάνατο.
Και γενικά θα διαπιστώσεις πως με καθεμιά από τις εντολές, με τον αροτρικό λόγο, σαν με άλλο αλέτρι, οργώνει και ξερριζώνει τις κακές ρίζες των αμαρτιών από το βάθος της καρδιάς. Μ' αυτές τις εντολές είναι δυνατό το ξεκαθάρισμα από την καρποφορία των αγκαθιών.
Συνεπώς ευεργετεί τον άνθρωπο και με τα δύο. Και μ' όσα υπόσχεται το αγαθό και μ' όσα μας προβάλλει τη διδασκαλία πάνω στο θέμα που εξετάζουμε. Αν θεωρείς κουραστική την επιδίωξη των αγαθών, σύγκρινέ την προς τον αντίθετο τρόπο ζωής και θα διαπιστώσεις πόσο πιο κουραστική είναι η κακία, αν δεν αποβλέπεις προς το παρόν αλλά προς το μέλλον.
Γιατί όποιος άκουσε για τη γέεννα του πυρός, δεν θ' αποχωρισθεί πιά από τις αμαρτωλές ηδονές με κόπο και προθυμία, αλλά του είναι αρκετός ο φόβος που γεννιέται με τις σκέψεις, για να διώξει τα πάθη.
Μπορούμε όμως να καλλιεργήσουμε από δώ μιά ακόμη πιο σφοδρή επιθυμία, αν κατανοήσουμε μαζί μ' αυτό που παρασιωπάται κι εκείνο που εξυπακούεται. Αν δηλ. είναι μακάριοι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, είναι δίχως άλλο δυστυχισμένοι όσοι έχουν υπερβολικά μολυσμένο το νου, γιατί προσβλέπουν στο πρόσωπο του εχθρού.
Κι αν τα ίδια τα θεϊκά χαρακτηριστικά εγχαράσσονται στο βίο των ενάρετων, είναι φανερό ότι η ζωή της κακίας γίνεται μορφή και πρόσωπο του εχθρού. Κι ακόμη, αν ο Θεός ονομάζεται με διάφορες ονομασίες, καθεμιά από τις όποιες εννοείται για το αγαθό, δηλ. φως και ζωή κι αφθαρσία και όσα αλλά είναι της ίδιας κατηγορίας, ασφαλώς από την αντίθετη πλευρά, καθετί που αντιβαίνει σ' αυτά, θα πάρει την ονομασία του από τον εφευρέτη της κακίας και θα λέγεται σκότος και θάνατος και φθορά κι όσα αλλά είναι συγγενή και της ίδιας μεταξύ τους φύσης.
Τώρα, λοιπόν, που ξέρουμε πώς διαμορφώνεται κι η κακία κι ο ενάρετος τρόπος ζωής, αφού η προαίρεσή μας στέκεται κυρίαρχη μπροστά στο καθένα απ' αυτά, σύμφωνα με την ελευθερία που έχει, ας αποστραφούμε το πρόσωπο του διαβόλου, ας αποβάλλουμε το άσχημο προσωπείο, κι ας φορέσουμε πάνω μας και πάλι τη θεία εικόνα.
Ας γίνουμε καθαροί στην καρδιά, για να γίνουμε μακάριοι, αφού θα έχει μορφωθεί μέσα μας με τον καθαρό βίο η θεία εικόνα εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου