Πατερικό των σπηλαίων του Κιέβου
Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων
Της Κίεβο Πετσέρσκαγια Λαύρας.
Όσιος Λαυρέντιος ο έγκλειστος
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ εκείνα, μετά τα δυσάρεστα γεγονότα των οσίων εγκλείστων
σπηλαιωτών Ισαακίου και Νικήτα, ήρθε στο μοναστήρι ένας νέος ασκητής, ο
μακάριος Λαυρέντιος. Είχε κι αυτός τον πόθο, σαν γενναίος στρατιώτης του
Χριστού, ν' ασκηθεί και να πολεμήσει τον ανθρωποκτόνο εχθρό σαν
έγκλειστος, εφαρμόζοντας πιστά σ' όλη του τη ζωή την παραγγελία του
Κυρίου: «συ δε όταν προσευχή, είσελθε εις το ταμείον σου, και κλείσας
την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρύπτω, και ο πατήρ σου ο
βλέπων εν τω κρύπτω αποδώσει σοι εν τω φανερώ».
Οι πατέρες όμως, έχοντας πρόσφατη την ανάμνηση των παθημάτων των
μακαρίων Ισαακίου και Νικήτα, του είπαν τρομαγμένοι: Αδελφέ, αν θέλεις
ν' ασκηθείς έγκλειστος, μην το κάνης εδώ στη μονή μας, που περισσότερο
απ' όλες πολεμείται από το δαίμονα της πλάνης. Ήδη πλανήθηκαν δυο
αδελφοί μας, που τόλμησαν ν' ανοίξουν προσωπικό πόλεμο μαζί του. Και
παρά λίγο θα χάνονταν για πάντα, αλλά η φιλανθρωπία του Θεού και οι
προσευχές των αγίων τους γλίτωσαν. Γι' αυτό, αν επιμένεις σ' αυτό τον
τρόπο της ασκήσεως, πήγαινε κάπου άλλου. Εδώ κινδυνεύεις.
Τότε ο θεομακάριστος Λαυρέντιος έβαλε μετάνοια στους πατέρες, πήρε την
ευχή τους και πήγε στη μονή του αγίου μεγαλομάρτυρα Δημητρίου.Εκεί
άρχισε μιαν αυστηρή έγκλειστη ζωή. Με μοναδική φροντίδα τη σωτηρία της
ψυχής του, ο ιερός Λαυρέντιος επέβαλλε κάθε μέρα στον εαυτό του
περισσότερους και σκληρότερους κόπους. Νέκρωνε τα σαρκικά πάθη με την
άσκηση της πείνας.
Έσφαζε τους εμπαθείς λογισμούς με το πνευματικό ξίφος της προσευχής.
Έσβηνε τα πυρωμένα βέλη του πονηρού με ποταμούς δακρύων.Και με τη χάρη
του Θεού όχι μόνο απελευθερώθηκε από τους δαίμονες, αλλά και έλαβε την
εξουσία να θεραπεύει θαυματουργικά τους αρρώστους και να εκδιώκει τα
πονηρά πνεύματα.Κάποτε έφεραν στον όσιο έναν άνθρωπο από το Κίεβο, που
βασανιζόταν από φοβερό και ακατάβλητο δαιμόνιο. Ήταν τόσο ισχυρό, ώστε ο
δαιμονισμένος μπορούσε σε στιγμές κρίσεως να ξεριζώσει και να πετάξει
μακριά ένα μεγάλο δέντρο, πράγμα ακατόρθωτο για δέκα ρωμαλέους άντρες.
Ο μακάριος Λαυρέντιος από ταπείνωση προφασίστηκε ότι δεν μπορούσε να
βγάλει ένα τόσο ισχυρό δαιμόνιο. Για ν' αποκαλυφθεί σε όλους η δύναμη
και η χάρη του Θεού, που αναπαυόταν στην αγία μονή των Σπηλαίων, είπε να
οδηγήσουν εκεί το δαιμονισμένο.
Εκείνος όμως, μόλις το άκουσε, άρχισε να φωνάζει έντρομος:
— Που με στέλνεις; Εγώ δεν τολμώ ούτε να πλησιάσω σ' αυτό το μοναστήρι!
Βρίσκονται εκεί τριάντα άγιοι, που μ' έχουν κατεξευτελίσει! Με τους
άλλους κάνω πόλεμο, μ' αυτούς όχι! Μ' έχουν κάψει! Τους φοβάμαι! Μη!...
Όχι!... Μη με στέλνεις εκεί!
Πληροφορημένος όμως τώρα ο όσιος και από τον ίδιο το δαίμονα για την
αρετή και την πνευματική δύναμη των αδελφών των Σπηλαίων, έδωσε πιο
επίμονα και πιο αποφασιστικά την εντολή να τον οδηγήσουν εκεί.
Οι οικείοι του δαιμονισμένου, ήξεραν ότι ποτέ δεν είχε πάει στα Σπήλαια
και ότι όλοι οι μοναχοί του ήταν άγνωστοι. Καθώς πήγαιναν λοιπόν προς τη
μονή τον ρωτούσαν:
Ποιους μοναχούς φοβάσαι; Καθώς γνωρίζουμε, σήμερα στο μοναστήρι ζουν
εκατόν ογδόντα καλόγεροι. Ποιοι είν' αυτοί οι τριάντα που σ' έχουν
«κάψει»;
Ο δαιμονισμένος τότε ανέφερε έναένα τα ονόματα τριάντα αδελφών και πρόσθεσε:
—Αυτοί οι τριάντα μπορούν να με διώξουν σαν σκόνη, ακόμη και μ' ένα τους λόγο.
—Τότε να σε κλείσουμε στο σπήλαιο με τα λείψανα των πεθαμένων μοναχών, είπαν οι άλλοι.
Και ο δαιμονισμένος, κατά παραχώρηση Θεού, αποκρίθηκε τούτα τα θαυμαστά:
—Και νομίζετε ότι μπορώ να κάνω πόλεμο με τους νεκρούς;
Είναι κι αυτοί απολέμητοι. Και έχουν μεγάλη παρρησία στο Θεό. Αδιάκοπα
προσεύχονται για τους μοναχούς των Σπηλαίων και για τους ανθρώπους που
προστρέχουν σ' αυτούς. Αλλ' αν θέλετε να δείτε τη δύναμή μου, φέρτε με
στο μοναστήρι. Γιατί εκτός από τους τριάντα που σας κατονόμασα, με όλους
τους άλλους μπορώ να παλέψω!
Καθώς όμως πλησίαζαν στη μονή, ο δαιμονισμένος έπεσε σε κρίση. Έμεινε
για λίγη ώρα σαν εκστατικός και κεραυνοχτυπημένος, χωρίς επικοινωνία με
το περιβάλλον. Από το στόμα του έβγαιναν παράξενες και ακατανόητες
φράσεις, ένα συνονθύλευμα από εβραϊκές, λατινικές και ελληνικές λέξεις.
Και μετά ω του θαύματος! ακριβώς μπροστά στην πύλη του μοναστηρίου, το
ακάθαρτο πνεύμα τον άφησε κι έγινε καπνός. Ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος
συνήλθε, κι έδειξε να έχει απαλλαγή οριστικά από τη δαιμονική τυραννία.
Δοξάζοντας το Θεό εκείνος και οι συνοδοί του, μπήκαν στη μονή και πήγαν στη μεγάλη εκκλησία της για να Τον ευχαριστήσουν.
Ο ηγούμενος πληροφορήθηκε το γεγονός και ήρθε στο ναό με μερικούς
αδελφούς. Ωστόσο ο θεραπευμένος άνθρωπος δεν γνώριζε ούτε τον ηγούμενο,
ούτε κάποιον άλλον από τους τριάντα μοναχούς, που τα ονόματά τους είχε
αναφέρει στη διάρκεια της δαιμονοπληξίας του.
— Ποιος σ' έκανε καλά; Και πως; τον ρώτησαν μ' ενδιαφέρον.
Κι εκείνος, δείχνοντας τη θαυματουργή εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, είπε:
Στην είσοδο της μονής, μας προϋπάντησαν οι τριάντα άγιοι πατέρες μ' αυτή την εικόνα. Μόλις την αντίκρισα θεραπεύτηκα.
Τα ονόματα των τριάντα εκείνων πατέρων τα θυμόταν όλα. Κανέναν όμως δεν μπορούσε ν' αναγνωρίσει, γιατί δεν τους είχε δει ποτέ.
Όλοι τότε, μοναχοί και λαϊκοί, ύμνησαν τον Κύριο και την πανάχραντη
Μητέρα Του, που με την αγία βούλησή Τους, είχαν ευλογήσει τη μονή των
Σπηλαίων και χαριτώσει τους μοναχούς της, επειδή πρόσφεραν ολόκληρο τον
εαυτό τους «θυσίαν δεκτήν, ευάρεστον τω Θεώ».
Ο όσιος Λαυρέντιος, αφού «εποίησε καρπόν πολύν» στη μονή του αγίου
Δημητρίου και άφησε πολλούς μιμητές της ισάγγελης πολιτείας του, ήρθε
στην Πετσέρσκαγια.
Εδω συνέχισε τη θεοφιλή πολιτεία του για αρκετά χρόνια και αναδείχθηκε ισάξιος των προηγουμένων αγίων ασκητών.
Κατόπιν παρέδωσε τη μακάρια ψυχή του στον Κύριο και εισήλθε «δια της στενής πύλης» στην αιώνια ζωή.
Το τίμιο σώμα του, τοποθετήθηκε από τους πατέρες στο σπήλαιο των
κεκοιμημένων αδελφών, όπου μέχρι σήμερα αναπαύεται άφθορο και δοξασμένο
από το μισθαποδότη Θεό.
Όσιοι ΜΑΡΚΟΣ ο σπηλαιώτης και ΘΕΟΦΙΛΟΣ
Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ Μάρκος, ασκήτεψε στη μονή των Σπηλαίων στα χρόνια του
ηγουμένου Ιωάννου, τότε που έγινε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του
οσίου Θεοδοσίου από το σπήλαιο στη μεγάλη εκκλησία. Από τότε που έλαβε
το άγιο αγγελικό σχήμα, δεν έδωσε «ύπνων τοις οφθαλμοίς και τοις
βλεφάροις νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις» του, αλλά τις
περισσότερες ώρες της νύχτας αγρυπνούσε προσευχόμενος. Ελάχιστο χρόνο
διέθετε νια σωματική ανάπαυση. Την ημέρα, όταν δεν συνέχιζε την προσευχή
χωμένος βαθιά στο σκοτεινό του σπήλαιο, έσκαβε λάκκους για την ταφή των
κεκοιμημένων αδελφών.
Ό όσιος Μάρκος ήταν ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Οτιδήποτε έπεφτε στα
χέρια του, φρόντιζε να το δώσει αμέσως σε κάποιο φτωχό. Όχι μόνο τροφή,
αλλά και νερό γευόταν με μεγάλη εγκράτεια, πίνοντας πάντοτε λιγότερο απ'
όσο χρειαζόταν για να ξεδιψάσει. Και για μεγαλύτερη ακόμη άσκηση,
τύλιξε το σώμα του, μέσα από το τριμμένο μοναχικό ένδυμα, με βαριά και
βασανιστικά σίδερα. Αυτά τα σίδερα του πίεζαν το σώμα, τον βάραιναν, τον
πλήγωναν, τον εμπόδιζαν στην εργασία και στη νυχτερινή ανάπαυση. Όμως
ποτέ όσο ζούσε δεν τα έβγαλε από πάνω του.
Μ' αυτή τη σκληρή ασκητική ζωή, με τις νυχθημερές προσευχές, με τις
παθοκτόνες νηστείες, με τους σωματικούς κόπους, με την άσκηση της
σιωπής, ο γενναίος Μάρκος, νέκρωσε τη σάρκα και το σαρκικό φρόνημα.
Κι άλλο πόθο δεν είχε, παρά να φύγει το συντομότερο για τον άλλο, τον ουράνιο κόσμο, και να συναντήσει τον Κύριο και Νυμφίο του.
Ο θάνατος όχι μόνο δεν τον τρόμαζε, αλλά τον γέμιζε χαρά και θεία
προσδοκία. Γι` αυτό κι έλαβε από το Θεό το υπερφυσικό χάρισμα να
συνομιλεί με τους νεκρούς!
Με φυσικότητα και απλότητα, όπως βίωνε ο ίδιος την πραγματικότητα του
θανάτου και της άλλης ζωής, επικοινωνούσε με τους κεκοιμημένους σαν να
ήταν ζωντανοί. Τους μιλούσε, τους έδινε εντολές, τους έστελνε μηνύματα
και παραγγελίες. Κι εκείνοι, με παραχώρηση του Θεού, εκτελούσαν όλες τις
εντολές του. Η απλότητα και η αγιότητα του μακαρίου, συνέτριβε κι αυτά
τα άλυτα δεσμά του θανάτου!
Κάποτε ο όσιος, έσκαψε ένα τάφο για κάποιο κεκοιμημένο αδελφό.
Εξαντλημένος όμως καθώς ήταν από τη νυχτερινή αγρυπνία και ορθοστασία,
δεν μπόρεσε να τον κάνη αρκετά ευρύχωρο. Όταν έφεραν το σώμα του νεκρού
και δοκίμασαν να το τοποθετήσουν στον τάφο, διαπίστωσαν ότι μόλις και
μετά βίας χωρούσε μέσα. Άρχισαν τότε οι αδελφοί να παραπονιούνται και να
βαρυγκωμούν κατά του οσίου Μάρκου.
—Αδελφέ, του έλεγαν, τι μνήμα είν' αυτό που έσκαψες; Ούτε το νεκρό
μπορούμε να θάψουμε καλά, ούτε να τον περιχύσουμε με λάδι, όπως
συνηθίζεται. Γιατί το ' κάνες τόσο στενό;
Ό όσιος έβαλε ταπεινά μετάνοια.
— Συγχωρέστε με πατέρες, είπε, γιατί από σωματική αδυναμία δεν έκανα σωστά την εργασία.
Εκείνοι όμως δεν ησύχασαν, αλλά πολλαπλασίασαν τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες.
Τότε ο όσιος στράφηκε στο νεκρό.
Επειδή είναι στενός ο χώρος του τάφου σου αδελφέ, του είπε με απλότητα,
βολέψου μόνος σου μέσα. Να, πάρε και το λάδι και χύσε στο σώμα σου όσο
πρέπει.
Χωρίς δεύτερη προτροπή, ο νεκρός κινήθηκε και τακτοποίησε το σώμα του
μέσα στο λάκκο. Έπειτα άπλωσε το χέρι, πήρε το λάδι κι έχυσε στο πρόσωπο
και στο στήθος του σταυροειδώς. Έβαλε τέλος πάλι το δοχείο στα χέρια
του οσίου, ξάπλωσε ήσυχα κι έμεινε ακίνητος.
Φόβος και τρόμος κυρίεψε όλους τους αδελφούς μ' αυτό το εξαίσιο θαύμα. Δεν άργησαν όμως να δουν και άλλο παρόμοιο.
Συνέβη, δηλαδή, να πεθάνει κάποιος άλλος αδελφός μετά από μακροχρόνια
ασθένεια. Ο ηγούμενος ανέθεσε σ' ένα μοναχό να ετοιμάσει το νεκρό για
την ταφή. Πράγματι, αφού εκείνος σκούπισε το λείψανο με το σφουγγάρι,
πήγε στο σπήλαιο να δη τον τόπο της ταφής. Βρήκε τον όσιο Μάρκο και τον
ρώτησε:
— Που θα βάλουμε πάτερ Μάρκε τον αδελφό μας που αναπαύτηκε; Δεν βλέπω να 'χεις τόπο ετοιμασμένο.
— Πήγαινε και πες στον αδελφό να περιμένει μέχρι αύριο το πρωί, γιατί
δεν έχω σκαμμένο τάφο. Ας μ' αφήσει τη νύχτα να του ετοιμάσω το μνήμα,
κι έπειτα αναχωρεί για τον ουρανό!
Μα..., πάτερ Μάρκε, αποκρίθηκε σαστισμένος ο άλλος μοναχός, εγώ ο ίδιος
σκούπισα κιόλας με τα χέρια μου το σώμα του νεκρού. Σε ποιόν μου λες να
μεταφέρω την παραγγελία σου;
Καλά, δεν Βλέπεις αδελφέ μου; ξαναείπε ο απλούστατος Μάρκος. Δεν είν'
ακόμα έτοιμος ο τόπος για την ταφή. Πήγαινε σου λέω και πες στο νεκρό:
«Ο αμαρτωλός Μάρκος σε παρακαλεί να παραμείνεις σ' αυτό τον κόσμο ακόμη
μια μέρα. Ας είναι μέχρι αύριο το πρωί. Και τότε φεύγεις και πάς στον
αγαπημένο σου Χριστό. Στο μεταξύ αυτός θα ετοιμάσει τον τάφο σου και θα
σε ειδοποίηση».
Ο μοναχός γέμισε λογισμούς με την παράδοξη προσταγή του οσίου. Έκανε
όμως υπακοή. Γύρισε στο μοναστήρι την ώρα που οι πατέρες έψελναν κιόλας
την εξόδιο ακολουθία. Πλησίασε στο νεκροκρέβατο, έσκυψε στ' αυτί του
νεκρού και του ψιθύρισε:
— Αδελφέ, ο πατήρ Μάρκος με στέλνει να σου πω ότι ο τάφος σου δεν είναι
έτοιμος. Γι' αυτό σε παρακαλεί να περιμένεις τουλάχιστον μέχρι το πρωί,
οπότε θα σε ειδοποίηση.
Αμέσως ο νεκρός άνοιξε τα μάτια! Με κατάπληξη οι πατέρες είδαν να
επιστρέφει η ψυχή στο νεκρό σώμα, που άρχισε ν' αναπνέει και να ζει
κανονικά! Δεν κινήθηκε όμως καθόλου από τη νεκρική στάση, ούτε είπε σε
κανένα τίποτε.
Έμεινε εκεί, ακίνητος και αμίλητος, αλλά ζωντανός μέχρι το πρωί. Τότε πήγε πάλι στο σπήλαιο ο ίδιος αδελφός.
— Είν' έτοιμο το μνήμα; ρώτησε το μακάριο Μάρκο.
— Έτοιμο είναι. Πήγαινε τώρα και πες σ' εκείνον που με περιμένει: «Ο
αμαρτωλός Μάρκος σου παραγγέλλει ν' αφήσεις πια το μάταιο κόσμο και να
φύγεις για την αιωνιότητα. Παράδωσε το πνεύμα σου στα χέρια του Θεού και
άφησε το σώμα σου να τοποθετηθεί στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, μαζί
με τους άλλους αγίους πατέρες. Ο τόπος σου είναι έτοιμος, δίπλα σ'
αυτούς».
Η παραγγελία του θεσπέσιου Μάρκου, μεταφέρθηκε αμέσως στον αδελφό που
καθυστερούσε την αναχώρησή του. Κι εκείνος, μόλις την άκουσε, έκλεισε τα
μάτια και ξεψύχησε οριστικά.
Το πρωτάκουστο αυτό θαύμα γέμισε δέος τους πατέρες της Λαύρας και όλους
τους κατοίκους της χώρας του Κιέβου, που δεν άργησαν να το
πληροφορηθούν. Όλοι δόξασαν το Θεό για τα θαυμαστά έργα που επιτελεί η
πίστη και η αγιότητα των αγαθών δούλων Του.
Δεν πρέπει όμως ν' αποσιωπήσουμε και τη διακριτική παιδαγωγία από τον
Όσιο Μάρκο ενός αδελφού, που έπεσε κάποτε σε παράπτωμα, γιατί είναι πολύ
μεγάλη η ωφέλεια που μας παρέχει το πάθημα, αλλά και η μετάνοιά του.
Εγκαταβίωναν τότε στη μονή των Σπηλαίων δύο μοναχοί, ο Θεόφιλος και ο Ιωάννης.
Αυτοί, είχαν στενό ψυχικό σύνδεσμο από τα παιδικά τους χρόνια, πάντοτε
«το αυτό εις αλλήλους φρονούντες», «εν τω αυτώ νοι και εν τη αύτη
γνώμη». Μαζί ήρθαν και στο μοναστήρι, δίνοντας σ' όλους το παράδειγμα
της αδελφικής αγάπης και ομόνοιας.
Οι δύο αυτοί αδελφοί, παρακάλεσαν τον όσιο Μάρκο να ετοιμάσει ένα κοινό
τόπο ταφής, για να είναι αχώριστοι ακόμη και στον τάφο, όταν ο Κύριος θα
διέκοπτε την επίγεια ζωή τους.
Κάποτε ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Θεόφιλος, έφυγε από την Πετσέρσκαγια για
υποθέσεις της μονής. Στη διάρκεια της απουσίας του ασθένησε ο
μικρότερος, ο Ιωάννης, κι έφυγε απροσδόκητα για τον ουρανό. Όταν
επέστρεψε ο Θεόφιλος, είχε ήδη τοποθετηθεί το νεκρό σώμα στον
ετοιμασμένο από τον όσιο Μάρκο τόπο. Έκλαψε πικρά ο μακάριος Θεόφιλος
τον αγαπημένο του αδελφό, παρηγορήθηκε όμως με τη σκέψη ότι η όσια ψυχή
του, θ' αναπαυόταν τώρα στους κόλπους του Κυρίου.
Θέλησε αμέσως να επισκεφθεί τον τάφο του νεκρού. Πήγε στο σπήλαιο με τη
συνοδεία μερικών ακόμη πατέρων και βρήκε τον Ιωάννη τοποθετημένο στο
διπλό τάφο, που είχε ανοίξει ο όσιος Μάρκος, αλλά στην πρώτη θέση.
Παρακινημένος τότε από τον πονηρό, αγανάκτησε κι έβαλε τις φωνές.
Πάτερ Μάρκε, φώναξε στον όσιο, γιατί τον έβαλες σ' αυτή τη θέση; Εγώ
είμαι μεγαλύτερος και πρέπει να ταφώ στην πρώτη σειρά. Τι είν' αυτά τα
πράγματα; Δεν ήξερες ότι ο μακαρίτης ο Ιωάννης είναι νεώτερος μου;
Ό ταπεινός Μάρκος έβαλε μετάνοια και είπε απλά:
— Συγχώρεσέ με, πάτερ. Αμάρτησα.
Έπειτα στράφηκε στο νεκρό και τον πρόσταξε:
— Σήκω αδελφέ και παραχώρησε την πρώτη θέση στο μεγαλύτερό σου. Εσύ βολέψου στη δεύτερη σειρά.
Με φρίκη είδαν τότε οι πατέρες το νεκρό να σηκώνεται και ν' αλλάζει θέση!
Αμέσως, ο μακάριος Θεόφιλος ήρθε στον εαυτό του, συναισθάνθηκε την
αμαρτία του κι έπεσε στα πόδια του οσίου Μάρκου, θρηνώντας και λέγοντας:
— Αμάρτησα, πάτερ! Συγχώρεσέ με! Δεν έπρεπε να ζητήσω τη μετακίνηση του
αδελφού. Σε ικετεύω, πες του να επιστρέψει πάλι στην πρώτη θέση!
Αλλά ο όσιος αποκρίθηκε:
—Δεν είμ' εγώ που τον μετακίνησα, μα ο ίδιος ο Κύριος. Θέλησε να
διαλύσει τη δυσφορία σου εναντίον μου και να σε διδάξει την ταπείνωση.
Αλλά και ο μακάριος Ιωάννης σου έδειξε έτσι και μετά θάνατο, την αγάπη
του, παραχωρώντας ταπεινά την πρώτη θέση
σε σένα, σαν αρχαιότερο. Η έγερση των νεκρών είναι έργο του Θεού. Δεν
μπορώ λοιπόν εγώ χωρίς την εντολή και τη βούλησή Του, να μετακινήσω πάλι
το νεκρό. Πες του εσύ αν θέλεις, να επανέλθει στην προηγούμενη θέση
του. Ίσως να σ' ακούσει. Γνώριζε ωστόσο και τούτο: Θα έπρεπε εσύ να μη
βγεις τώρα από δω μέσα, αλλά να ξαπλώσεις αμέσως σ' αυτό το μνήμα και να
κληρονομήσεις την ιεραρχική προτεραιότητα, που τόσο ζηλότυπα επιζητείς!
Επειδή όμως δεν είσαι ακόμη έτοιμος για την έξοδό σου, πήγαινε και
φρόντισε για τη σωτηρία της ψυχής σου. Πριν περάσει πολύς καιρός, θα σε
φέρουν πάλι εδώ, οριστικά αυτή τη φορά!
Με τρόμο άκουσε τα λόγια του οσίου Μάρκου ο Θεόφιλος. Φοβήθηκε πως δεν
θα προλάβει ούτε στο μοναστήρι να φτάσει, αλλά θα πέσει κάτω νεκρός,
τιμωρημένος σκληρά, αλλά δίκαια, για την υπεροψία του, απέναντι στον
κεκοιμημένο αδελφό.
Με δυσκολία έφτασε μέχρι το κελί του. Μοίρασε αμέσως στους άλλους
πατέρες τα λίγα πράγματα που είχε — βιβλία, ρούχα, έπιπλα — κρατώντας
μόνο το νεκρικό μανδύα για την ταφή του σώματός του. Την ίδια κιόλας
ημέρα, κλείστηκε στο άδειο κελί του κι άρχισε να κλαίει και να οδύρεται
νύχτα και μέρα, περιμένοντας κάθε στιγμή το θάνατο.
Κανείς δεν μπόρεσε να σταματήσει ή να μετριάσει τον ακατάπαυστο και
γοερό θρήνο του ευλογημένου Θεοφίλου. Ούτε ο ηγούμενος ούτε κανένας
άλλος αδελφός. Οι προσπάθειες όλων να τον παρηγορήσουν, γεννούσαν
περισσότερα δάκρυα μετανοίας, μεγαλύτερη συντριβή και βαθύτερο ψυχικό
πόνο στο μακάριο μοναχό.
Φαγητό μαγειρεμένο δεν ήθελε να γευτεί. Ελάχιστη μόνο ξερή τροφή
έπαιρνε, κι αυτή μετά από αυστηρή εντολή του ηγουμένου. Τα δάκρυά του
ήταν ο επιούσιος άρτος του. Κάθε πρωί, φώναζε θρηνώντας όπως ο ψαλμωδός:
«Εγενήθη τα δάκρυα μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός», γιατί δεν γνωρίζω
πόσες ώρες ζωής έχω ακόμη. Άραγε θα ζήσω μέχρι το βράδυ;
Κάθε βράδυ πάλι έσβηνε τη φλόγα της ψυχικής οδύνης του με άλλα δάκρυα ικεσίας:
— «Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παίδευσης με...
εκοπίασα εν τω στεναγμοί μου, λούσω καθ' εκάστην νύκτα την κλίνην μου,
εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω», γιατί δεν γνωρίζω, θα ζήσω άραγε
μέχρι την ανατολή του ήλιου;
Σ' αυτή την κατάσταση της συντριβής έζησε ο μακάριος Θεόφιλος πολλά
χρόνια. Από την εξάντληση της νηστείας και της αϋπνίας, το σώμα του
αδυνάτισε τόσο, ώστε κάτω από το δέρμα μπορούσε κανείς να διακρίνει όλα
τα κόκαλα.
Τελικά, από το αδιάκοπο κλάμα, έχασε την όρασή του και τυφλώθηκε εντελώς.
Κάποτε ο όσιος Μάρκος, πληροφορήθηκε από τον Κύριο ότι πλησίαζε η ώρα
της κοιμήσεώς του. Κάλεσε τότε τον ευλογημένο Θεόφιλο και του είπε:
Συγχώρεσέ με αδελφέ που σε λύπησα και σ' έκανα να κλαις τόσα χρόνια.
Προσευχήσου για μένα, γιατί αναχωρώ από τη γη. Κι αν βρω παρρησία στο
Θεό, δεν θα ξεχάσω να Τον παρακαλέσω για σένα, ώστε ν' αξιωθείς κι εσύ
να κληρονομήσεις «τον θείον νυμφώνα της δόξης Αυτού» και να βλέπεις
αιώνια, μαζί με τους οσίους πατέρες μας Αντώνιο και Θεοδόσιο, το άρρητο
κάλλος του προσώπου του Θεού.
Τ' ασταμάτητα δάκρυα του μακαρίου Θεοφίλου, έγιναν τώρα χείμαρρος ορμητικός.
Γιατί πάτερ μ' εγκαταλείπεις εδώ; παραπονέθηκε. Ή πάρε με μαζί σου ή
χάρισέ μου πάλι το φως των ματιών μου. Είν' αλήθεια πως αμάρτησα βαριά
τότε στο σπήλαιο. Θα 'πρεπε να είχα πεθάνει εκεί, μπροστά στα πόδια σου,
όταν μετακίνησες για χάρη μου το λείψανο του αδελφού Ιωάννου. Αλλά ο
Κύριος με λυπήθηκε και μου χάρισε καιρό μετανοίας. Τώρα όμως που
φεύγεις, βοήθησε με.
Παρακάλεσε τον Κύριο ή να μου δώσει πάλι την όραση ή να μ' αξιώσει να φύγω μαζί σου για την άλλη ζωή.
Αδελφέ, αποκρίθηκε ο όσιος Μάρκος, μη θλίβεσαι για την τύφλωσή σου. Ο
Θεός επέτρεψε να τυφλωθούν τα σωματικά σου μάτια για ν' ανοιχτούν τα
πνευματικά. Δεν είμαι εγώ, ούτε ο Θεός, που σου στερήσαμε το φως σου. Η
μεγάλη σου μετάνοια στο στέρησε. Έτσι όμως ταπεινώθηκες και κέρδισες την
αιωνιότητα, γιατί «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ
εξουδενώσει». Έτσι εξαγόρασες τον παράδεισο κι έσωσες την ψυχή σου. Δεν
υπάρχει λοιπόν ανάγκη να δεις το πρόσκαιρο γήινο φως. Ο Κύριος θα σ'
αξιώσει να δεις το αιώνιο και αιδοίο φως της θείας δόξης Του. Και μην
επιδιώκεις το θάνατο. Θα έρθει τη στιγμή που πρέπει, έστω κι αν δεν τον
επιζήτησης. Μάθε όμως από τώρα ότι ο Κύριος θα σε προειδοποίηση για την
αναχώρησή σου μ' αυτό το σημείο: Τρεις ήμερες Πριν από την κοίμησή σου,
θα ξαναβρείς το φως σου. Μετά θα φύγεις από δω και θα πας να συναντήσεις
το Φως του κόσμου!
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του οσίου Μάρκου προς τον ευλογημένο
Θεόφιλο. Μετά από λίγο, έκλινε την οσία κεφαλή του και «παρέδωκε το
πνεύμα», μεταβαίνοντας «εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Τα τίμια λείψανά του, τοποθετήθηκαν μέσα στο σπήλαιο, στον τάφο που ο
ίδιος είχε ανοίξει για τον εαυτό του, κι έγιναν αμέσως αστείρευτη πηγή
θαυματουργιών και ιάσεων ψυχών και σωμάτων. Εδώ τοποθετήθηκαν επίσης τα
σίδερα που φορούσε πάντοτε ο όσιος, καθώς και ο ορειχάλκινος
θαυματουργός σταυρός του.
Μετά την κοίμηση του θεσπέσιου Μάρκου, ο μακάριος Θεόφιλος αύξησε τους
θρήνους, τη νηστεία και τις ασκήσεις, περιμένοντας με πόθο και λαχτάρα
την εκπλήρωση της προρρήσεως του οσίου. Έβαζε μπροστά του ένα μεγάλο
πήλινο αγγείο κι έκλαιγε πάνω του, χύνοντας εκεί μέσα τα δάκρυα.
Όταν μετά από καιρό το σκεύος εκείνο γέμισε, ο όσιος απέκτησε την όρασή
του! Κατάλαβε τότε ότι πλησίαζε το τέλος του. Ύψωσε τα χέρια στον ουρανό
και προσευχήθηκε:
Δέσποτα φιλάνθρωπε, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου! Εσύ που δεν θέλεις
το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά περιμένεις μακρόθυμα τη μετάνοιά του, Εσύ
που γνωρίζεις τα πανιά, ακόμη και τις πιο κρυφές προθέσεις μας, στείλε
μου, Σε παρακαλώ, την ώρα τούτη το έλεός Σου! Δέξου τα πικρά μου δάκρυα,
Παράκλητε αγαθέ και ευδόκησε να με σκεπάσει η χάρη Σου, με τις
προσευχές των οσίων πατέρων Αντωνίου και Θεοδοσίου και πάντων των αγίων,
για να μη μ' αρπάξουν τα εναέρια τελώνια και με κερδίσει ο άρχοντας του
σκότους.
Και να! Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά στον προσευχόμενο όσιο, άγγελος Κυρίου, σαν νέος λευκοφορεμένος κι επιβλητικός.
Θεοφιλώς προσεύχεσαι, Θεόφιλε! είπε με φωνή απόκοσμη, ουράνια. Γνώριζε
ότι δεν είναι μόνο τα δάκρυα που μάζεψες εσύ στο σκεύος σου. Είναι κι
εκείνα που μάζεψα εγώ, που ήμουν δίπλα σου όταν προσευχόσουν, εκείνα που
σκούπιζες με την παλάμη ή με το μανίκι ή με την άκρη του ζωστικού σου.
Όλ' αυτά τα δάκρυα, βρίσκονται μέσα σε τούτο το αγγείο που κρατώ. Ο Θεός
μ' έστειλε τώρα να σου αναγγείλω τη χαρμόσυνη είδηση: Φεύγεις για τον
Κύριό σου! Φεύγεις για Εκείνον που βεβαίωσε: «Μακάριοι οι πενθούντες ότι
αυτοί παρακληθήσονται»! «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε»! «Ευ,
δούλε αγαθέ και πιστέ Θεόφιλε! Είσελθε λοιπόν, εις την χαράν του Κυρίου
σου»!
Και λέγοντες αυτά ο άγγελος, άφησε μπροστά στα πόδια του οσίου ένα μεγάλο αγγείο, που ανέδιδε άρρητη ευωδιά, κι έγινε άφαντος.
Συνεπαρμένος από το όραμα ο θαυμάσιος Θεόφιλος, κάλεσε τον ηγούμενο, του
διηγήθηκε την εμφάνιση και αποκάλυψη του αγγέλου, και του έδειξε τα δυο
σκεύη γεμάτα δάκρυα.
Σε παρακαλώ, τίμιε Γέροντα, αν είν' ευλογημένο, μόλις αναχωρήσει η ψυχή
μου για τον ουρανό, ας περιχύσουν οι αδελφοί στο σώμα μου το περιεχόμενο
του αγγελικού αγγείου.
Ο ηγούμενος αποδέχθηκε συγκινημένος την παράκληση του οσίου και τον ασπάστηκε με δέος και πνευματική ευφροσύνη.
Σε λίγο, η μακαρία ψυχή του αναχώρησε πράγματι για τους κόλπους του Αβραάμ, για τις ουράνιες σκηνές των δικαίων.
Ήταν η τρίτη μέρα από τότε που ξαναβρήκε την όρασή του.
Το τίμιο σώμα του, τοποθετήθηκε στο σπήλαιο, δίπλα στο σκήνωμα του
μακαριστού αδελφού Ιωάννου και όχι μακριά από το άγιο λείψανο του οσίου
Μάρκου. Όταν το άλειψαν με το περιεχόμενο του αγγελικού αγγείου, ο τόπος
γέμισε από μεθυστική, ουράνια ευωδία.
Κατόπιν έχυσαν επάνω του και το περιεχόμενο του δικού του δοχείου, τα
δάκρυα με τα οποία πότισε τον αγρό της ψυχής του, για να θερίσει τα
στάχυα της αιωνίας μακαριότητας, στον αγρό της βασιλείας του Θεού.
Όσιος ΜΑΤΘΑΙΟΣ ο προορατικός
Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ματθαίος ο σπηλαιώτης, όχι μόνο ως προς το όνομα έμοιαζε με
τον πρώτο από τους αγίους ευαγγελιστές, αλλά και ως προς τα θεία έργα.
Διότι όπως ο ιερός ευαγγελιστής Ματθαίος απελευθέρωσε με το κήρυγμα και
τη διδασκαλία του το λαό της Αιθιοπίας από την πλάνη των δαιμόνων, έτσι
και ο προορατικός Ματθαίος, με τη σκληρή του άσκηση στη μονή των
Σπηλαίων, έλαβε από τον Κύριο το χάρισμα ν' απελευθερώνει το λαό της
Ρωσίας από τις δαιμονικές πλεκτάνες.
Με τα φωτισμένα μάτια της ψυχής του, έβλεπε τους μισάνθρωπους δαίμονες
να στήνουν παγίδες,
να κατασκευάζουν πλεκτάνες,
να σπέρνουν πονηρούς λογισμούς,
να καλλιεργούν τα πάθη
και να ρίχνουν σε αμαρτίες τα έμψυχα πλάσματα του Θεού.
Ο όσιος ξεσκέπαζε όλ' αυτά τα κρυφά και πονηρά έργα τους και συνέβαλλε έτσι στην ψυχική σωτηρία των αδελφών.
Κάποια μέρα, στη διάρκεια της πρωινής ακολουθίας, ο ευλογημένος Ματθαίος
στεκόταν μέσα στην εκκλησία, στη συνηθισμένη θέση του. Είδε τότε ένα
δαίμονα, με στολή στρατιώτη, να περιέρχεται τους μοναχούς και να τους
πετάει άνθη φλαμουριάς, αφού πρώτα τα ράντιζε με μια παράξενη ουσία, σαν
κόλλα. Αν το λουλούδι κολλούσε πάνω σε κάποιον αδελφό, αυτός αμέσως
κυριευόταν από νύστα, κόπωση και ακηδία. Η προσοχή του χαλάρωνε, κάθε
διάθεση για προσευχή χανόταν και με κάποια πρόφαση έβγαινε βιαστικά από
το ναό και πήγαινε στο κελί του, όπου παραδινόταν στον ύπνο. Αν το
λουλούδι έπεφτε κάτω χωρίς να κολλήσει στον αδελφό, αυτός παρέμενε όπως
και πριν στο ναό και αγωνιζόταν στην προσευχή μέχρι το τέλος της
ακολουθίας.
Όλα όσα είδε εκείνη τη μέρα ο όσιος γέροντας, τα ανακοίνωσε στους
αδελφούς. Και από τότε όλοι έγιναν προσεκτικότεροι και πιο επιμελείς
στις λατρευτικές συνάξεις.
Ο μακάριος Ματθαίος, είχε τη συνήθεια να φεύγει από την εκκλησία
τελευταίος. Μετά από κάθε ακολουθία έμενε αρκετή ώρα μέσα στο ναό και
προσευχόταν μέσα στο μισοσκόταδο και την ησυχία. Έπειτα αποσυρόταν στο
κελί του.
Μια μέρα, μετά την πρωινή ακολουθία, κάθισε για λίγο να ξεκουραστεί κάτω
από το καμπαναριό, γιατί το κελί του ήταν αρκετά μακριά. Εκεί του
φάνηκε πως τον πήρε για λίγο ο ύπνος. Και τι να δη! Πλήθος πολύ δαιμόνων
ερχόταν μέσα στην αυλή της μονής από την ανοιχτή πύλη! Παρατήρησε
προσεκτικότερα και είδε πως κάποιος δαίμονας ερχόταν περήφανα, καβάλα σ'
ένα χοίρο, ενώ οι υπόλοιποι τον περικύκλωναν σαν υποτελείς. «Που πάτε
εσείς;», τους ρώτησε ο όσιος. «Στο Μιχαήλ Τομπόλκοβιτς», απάντησε
εκείνος που καθόταν στο χοίρο.
Τότε ο όσιος ξύπνησε. Σταυροκοπήθηκε και τράβηξε για το κελί του. Είχε ήδη φέξει νια καλά.
Σε παρακαλώ, είπε σ' ένα νέο μοναχό, για πήγαινε να μάθεις, είναι στο κελί του ο αδελφός Μιχαήλ;
Ο μοναχός δεν άργησε να επιστρέψει.
Σήμερα, είπε, μετά τον όρθρο, κάποιος τον είδε να βγαίνει από τη μάντρα της μονής. Κανείς δεν ξέρει που πήγε.
Την ίδια μέρα ο όσιος αποκάλυψε το όραμά του στον ηγούμενο και τους πιο
μεγάλους αδελφούς. Ο ηγούμενος κάλεσε τον ταλαίπωρο εκείνο αδελφό, που
είχε γίνει υποχείριο του πονηρού και είχε πέσει σε βαρεία αμαρτία. Με
κατάλληλες νουθεσίες τον βοήθησε να μετανοήσει και να λυτρωθεί από τη
δαιμονική επήρεια.
Ζούσε ακόμη ο μακάριος Ματθαίος, όταν έγινε ηγούμενος ο όσιος Νίκων.
Μια μέρα, την ώρα του όρθρου, ο όσιος Ματθαίος σήκωσε τα μάτια του και
κοίταξε προς τη θέση του ηγουμένου. Αντί να δη όμως το Νίκωνα, είδε...
ένα γάιδαρο!
Όταν ο όσιος γέροντας το είπε στον ηγούμενο, εκείνος κατάλαβε πως ήταν
μια επέμβαση του Θεού για να τον συνετίσει, επειδή δεν παρακολουθούσε με
προσοχή την ακολουθία.
Αλλά και πολλά άλλα θεόσταλτα οράματα αξιώθηκε να δη ο όσιος γέροντας,
με τα οποία ωφελούσε και στήριζε τους αδελφούς μέχρι την ειρηνική
τελευτή του, σε βαθιά γεράματα.
Το άφθορο σκήνωμά του, αναπαύεται στα σπήλαια, μαζί με τα λείψανα των άλλων αγίων ασκητών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου