Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

"Λόγοι εις τους μακαρισμούς - Γ΄ λόγος" (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης)



(Άγιος Γρηγόριος Νύσσης)

«Μακάριοι είναι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν».

Συμβιβάζονται τα ασυμβίβαστα;
1. Ως τώρα δεν έχουμε ανεβεί στην κορυφή του βουνού, αλλά βρισκόμαστε ακόμα στους πρόποδες των νοημάτων. Γιατί μόλις δυο λόφους ξεπεράσαμε, αφού ανεβήκαμε με τους μακαρισμούς προς την ευλογημένη πτωχεία και την πραότητα, που είναι πάνω απ' αυτήν. 

Μετά απ' αυτούς τους δύο μακαρισμούς ο Κύριος μάς οδηγεί στα ψηλότερα και στη συνέχεια μας παρουσιάζει τρίτο σκαλοπάτι των μακαρισμών. Σ' αυτό πρέπει χωρίς άλλο ν' ανέβουμε, απορρίπτοντας κάθε δισταγμό και την αμαρτία, που εύκολα μας κυκλώνει, όπως λέγει ο Απόστολος (Εβρ. 12, 1). 
Έτσι, όταν φτάσουμε ανάλαφροι κι άνετοι στην κορυφή, θα μπορέσουμε να πλησιάσουμε με την ψυχή προς το καθαρό φως της αλήθειας. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που λέγει: «Μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν»; Σίγουρα θα γελάσει εκείνος που σκέπτεται κοσμικά και θα πει τα εξής, ειρωνευόμενος τον Κύριο: Αν είναι μακάριοι, δηλ. ευτυχείς, όσοι λιώνουν μέσα σε κάθε είδους συμφορά στη ζωή, θα είναι κατά συνέπεια δυστυχείς οπωσδήποτε, εκείνοι που η ζωή τους είναι χωρίς λύπες και ευτυχισμένη.


Και στη συνέχεια, απαριθμώντας τα είδη των συμφορών, θα αυξήσει τα γέλια. θα αναφέρει δηλ. τα κακά της χηρείας, την αθλιότητα της ορφάνιας, τις απώλειες, τα ναυάγια, τις αιχμαλωσίες από τους πολέμους, τις άδικες αποφάσεις των δικαστηρίων, τις μετατοπίσεις των ορίων στα χτήματα και τις δημεύσεις και τις επαίσχυντες πράξεις, τις συμφορές από τις ασθενείες, όπως είναι οι αναπηρίες κι οι ακρωτηριασμοί, κι η κάθε είδους κακοποίηση του σώματος.

Θα προσθέσει ακόμη στον κατάλογο κι ό,τι άλλο αποτελεί συμφορά για τους ανθρώπους σε τούτη τη ζωή, είτε αυτό αναφέρεται στο σώμα, είτε στην ψυχή. Με όλα αυτά που θα πει, όπως φαντάζεται, θα αποδείξει γελοίο το λόγο που μακαρίζει όσους πενθούν.

Εμείς, όσο είναι δυνατό, θα προσπαθήσουμε να βρούμε το νόημα που κρύβεται στο βάθος του μακαρισμού, αφού ασχοληθούμε λίγο με κείνους, που κατά τρόπο μικρόψυχο και ταπεινό διερευνούν τα ιερά νοήματα. Κι αυτό με το σκοπό να αποδείξουμε πόσο διαφέρει η σαρκική και γήινη σκέψη από την υψηλή και την επουράνια.


Το «παρατατικόν» πένθος 

2. Μπορούμε, λοιπόν, να θεωρήσουμε κατ' αρχήν μακάριο εκείνο το πένθος, που προκαλείται εξαιτίας των πλημμελημάτων και των αμαρτιών, σύμφωνα με τη δικαιολογία περί λύπης του απ. Παύλου (Β' Κορ. 7, 10), που είπε πως δεν υπάρχει ένα είδος λύπης αλλά δύο, το κοσμικό και το άλλο που γεννιέται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

Κι η μεν κοσμική λύπη έχει ως έργο της το θάνατο. Η δε άλλη, η κατά Θεόν, κατεργάζεται τη σωτηρία εκείνων που λυπούνται παρακινημένοι από τη μετάνοια. Αυτό το πάθος της ψυχής, δηλ. η λύπη, πραγματικά δε βρίσκεται έξω από το μακαρισμό, όταν κάνει την ψυχή να συναισθανθεί την αθλιότητα και να θρηνεί τη ζωή που έζησε μέσα στην κακία.

Γιατί όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις σωματικές αρρώστιες, όταν ένα μέλος του σώματος καταστεί παράλυτο από κάποια αιτία, απόδειξη ότι έχει νεκρωθεί το παραλυμένο είναι η αναλγησία.

Αν όμως επανέλθει η αίσθηση της ζωής στο σώμα με κάποιο ιατρικό τέχνασμα, χαίρονται πάλι κι ο ίδιος ο ασθενής κι οι θεράποντες ιατροί, επειδή το μέλος εκείνο πονάει, χρησιμοποιώντας ως απόδειξη της μεταστροφής της αρρώστειας προς την υγεία, το γεγονός ότι το μέλος αισθάνεται πλέον τους οξείς πόνους.

Έτσι, καθώς λέγει ο Απόστολος, νεκρώνονται μερικοί, όταν παραδοθούν από αδιαφορία στην αμαρτωλή ζωή, και, καταλήγοντας πραγματικά παράλυτοι για την ενάρετη ζωή, δεν αισθάνονται τίποτε για όσα κάνουν.

Όταν όμως τους άγγιζε κάποιος θεραπευτικός λόγος, σαν με αλλά θερμά και καυστικά φάρμακα, κι εννοώ τις φοβερές απειλές της μέλλουσας Κρίσης, κι έκανε την καρδιά να πονέσει στο βάθος, από το φόβο των επερχομένων δεινών, δηλ. το φόβο της γέεννας και τη φωτιά που δε σβήνει, το σαράκι που αδιάκοπα κατατρώγει, το τρίξιμο των οδόντων, το ασταμάτητο κλάμα, το σκοτάδι το εξώτερο κι όλα τα όμοια· μ' αυτά, σαν με άλλα θερμά και δυνατά φάρμακα, κάνοντας εντριβή και ξαναζεσταίνοντας τον ναρκωμένο από τα πάθη της ηδονής, θα τον έκανε να συναισθανθεί τη ζωή, στην οποία ζούσε, για να τον καταστήσει μακάριο, αφού καλλιεργήσει στην ψυχή την επώδυνη εμπειρία.

Όπως και ο απ. Παύλος εκείνον, που μόλυνε την κλίνη του πατέρα του (Α' Κορ. 5,3), τον επιπλήττει με το λόγο ως το σημείο, που δεν είχε αποκτήσει ακόμα συναίσθηση της αμαρτίας του. Όταν όμως η θεραπεία της επίπληξης ωφέλησε τον άνθρωπο, και με τη λύπη που δοκίμασε, έγινε μακάριος, αρχίζει (ο Παύλος) να παρακαλεί τους Κορινθίους (Β' Κορ. 2, 6-8), φοβούμενος μήπως, από την υπερβολική λύπη, λέγει, χαθεί αυτός ο άνθρωπος.

Ας μην αφήσουμε ανεκμετάλλευτη και τούτη τη σκέψη στην εξέταση του μακαρισμού που κάνουμε, για την επιτυχία της ενάρετης ζωής, επειδή η αμαρτία πλεονάζει ως ένα βαθμό μέσα στην ανθρώπινη φύση. Γι' αυτήν έχει αποδειχθεί σωτήριο φάρμακο η λύπη που προέρχεται από τη μετάνοια. Νομίζω όμως ότι ο Κύριος μας διδάσκει να σκεπτόμαστε, εκτός απ' αυτό, και κάτι άλλο, κάτι βαθύτερο απ' όσα είπαμε ότι υπονοεί με την παρατεινόμενη διάρκεια του πένθους.

Γιατί αν εννοούσε τη μετάνοια μόνο για το συγκεκριμένο παράπτωμα, θα ήταν φυσικότερο να εμακάριζε κείνους που πένθησαν μια φορά, κι όχι αυτούς που πενθούν παντοτινά. Όπως π.χ. μακαρίζουμε τους θεραπευμένους, συγκρίνοντας τον τρόπο της ζωής τους κατά την περίοδο της αρρώστιας, κι όχι αυτούς που συνεχίζουν αδιάκοπα τη θεραπεία.

Γιατί η παράταση της θεραπείας δείχνει ταυτόχρονα και την παράταση της αρρώστιας. Ακόμη έχω τη γνώμη πως είναι καλό να μη σταματάμε μόνο σ' αυτή την έννοια, να νομίζουμε δηλ. πως ο Κύριος αποδίδει το χαρακτηρισμό του μακάριου σε κείνους που λυπούνται για τις αμαρτίες τους.

Γιατί θα βρούμε πολλούς που έζησαν αψεγάδιαστη ζωή και βεβαιωμένη απ' το στόμα του Θεού για καθετί το καλύτερο. Ποια ήταν π.χ. η πλεονεξία του Προδρόμου Ιωάννου; Ποιά η ειδωλολατρία του Ηλία; Ποιο μικρό ή μεγαλύτερο παράπτωμα στη ζωή τους αναφέρει η ιστορία; Συνεπώς ο λόγος για τη μακαριότητα δεν τους αφορά, επειδή ούτε στην αρχή αρρώστησαν, ούτε τούτο το φάρμακο χρειάστηκαν, εννοώ τη λύπη που προκαλεί η μετάνοια; Και δε θα είναι παράδοξο να τους θεωρήσουμε ανάξιους για τη θεία μακαριότητα, επειδή ούτε αμάρτησαν ούτε εθεράπευσαν την αμαρτία με το πένθος; Αλλά τότε δε θα ήταν προτιμότερο να αμαρτάνεις, από το να ζεις αναμάρτητα, αφού μόνο σ' όσους μετανοούν παρέχεται ως κλήρος η χάρη του Παράκλητου; Γιατί λέγει πως «είναι μακάριοι όσοι λυπούνται., γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν». Ας ακολουθήσουμε όμως όσο μπορούμε Εκείνον «που ανεβαίνει στα υψηλά», καθώς λέγει ο προφήτης Αββακούμ (3,19), κι ας αναζητήσουμε πάλι το νόημα που κρύβεται σ' αυτά τα λόγια, για να μάθουμε σε ποια λύπη προσφέρεται η παρηγοριά του αγίου Πνεύματος.


Τι είναι πένθος 

3. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πρώτα τι ακριβώς είναι αυτό το πένθος στην ανθρώπινη ζωή και από ποιά στοιχεία αποτελείται. Είναι φανερό σ' όλους ότι πένθος είναι η μελαγχολική διάθεση της ψυχής, που προέρχεται από τη στέρηση κάποιου αγαθού.

Αυτή η μελαγχολία δε βρίσκει τόπο ν' αναπτυχθεί σ' εκείνους που ζουν μέσα σε ψυχική γαλήνη. Όταν π.χ. ευημερεί κάποιος στη ζωή του, κι όλα τα πράγματα πάνε γι' αυτόν καλά. Ευφραίνεται με τη γυναίκα του, χαίρεται με τα παιδιά του, είναι ασφαλισμένος με τη συμμαχία των αδελφών, είναι σεβαστός στην αγορά, τον εκτιμούν οι άρχοντες, τον φοβούνται οι εχθροί του, τον υπολογίζουν οι υπάλληλοι, είναι ευπρόσδεκτος από τους φίλους, στολίζεται με τον πλούτο, είναι διασκεδαστικός, ευχάριστος, δεν έχει λύπες, είναι δυνατός στο σώμα.

Κατέχει όλα εκείνα που θεωρούνται πολύτιμα αγαθά σ' αυτό τον κόσμο. Αυτός ασφαλώς λάμπει υπερβολικά από χαρά και ευφραίνεται για καθένα από όσα έχει. Αν όμως κάποια αλλαγή άγγιζε αυτή την ευημερία, προκαλώντας από κάποια κακή σύμπτωση, ή το χωρισμό από τους προσφιλείς, ή την καταστροφή των υπαρχόντων, ή κάποια αναπηρία στη σωματική ακεραιότητα, τότε, με την αφαίρεση εκείνου που προκαλεί την ευφροσύνη, γεννιέται η αντίθετη διάθεση. Αυτήν ονομάζουμε πένθος.

Είναι, λοιπόν, αληθινός ο χαρακτηρισμός που σ' αυτό έχει αποδοθεί. και σύμφωνα μ' αυτόν, πένθος είναι το οδυνηρό αίσθημα που προέρχεται από τη στέρηση εκείνων που ευφραίνουν τον άνθρωπο. Αν καταλάβαμε τι είναι το ανθρώπινο πένθος, ας πάρουμε ως οδηγό τα γνωστά για τα άγνωστα. Έτσι θα μάθουμε ποιο είναι το πένθος που μακαρίζει ο Κύριος και στο οποίο επακολουθεί η παρηγοριά.

Γιατί αν η στέρηση των αγαθών, που εδώ αποκτούμε, προκαλεί το πένθος, κανείς δε θα θρηνούσε την απώλεια αυτού που αγνοεί. Πρέπει να γνωρίσουμε πρωτύτερα αυτό το ίδιο το αγαθό, τι ακριβώς είναι αληθινά, κι έπειτα να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε την ανθρώπινη φύση. Γιατί έτσι θα γίνει να πετύχουμε το πένθος που μακαρίζεται.

Ας πάρουμε το παράδειγμα δυο ανθρώπων που ζουν στο σκοτάδι. Ο ένας απ' αυτούς γεννιέται στο σκοτάδι. Ο άλλος, συνηθισμένος ν' απολαμβάνει το φως έξω, κλείνεται στο σκοτάδι από κάποια κακή ενέργεια.

Η συμφορά του σκότους δε θα πλήξει και τους δυό εξίσου. Γιατί ο ένας γνωρίζει τι έχει στερηθεί και θεωρεί σοβαρή την απώλεια του φωτός. Ενώ ο άλλος που δεν ένιωσε ποτέ αυτή τη χαρά, θα ζήσει χωρίς λύπη, και θα σκέπτεται πως δεν έχασε κανένα από τα αγαθά, επειδή τρέφεται μέσα στο σκοτάδι.

Γι' αυτό το λόγο η επιθυμία ν' απολαύσει το φως, θα οδηγήσει εκείνον μεν στο να επινοήσει τον τρόπο με τον οποίο θα δει και πάλι το φως, που στερήθηκε εξαιτίας της κακής του ενέργειας. Ενώ ο άλλος θα γεράσει τελείως ζώντας μέσα στο σκοτάδι, επειδή δε γνώρισε το καλύτερο, και θα θεωρεί αγαθό για τον εαυτό του αυτό που κατέχει, δηλ. το σκοτάδι.

Το ίδιο ισχύει και με την έννοια που έχουμε μπροστά μας. Εκείνος που μπόρεσε να δει το αληθινό αγαθό, κι έπειτα κατανόησε τη φτώχεια της ανθρώπινης φύσης, θα νιώθει οπωσδήποτε την ψυχή του δυστυχισμένη. Και θα πενθεί γιατί η παρούσα ζωή δε βρίσκεται μέσα σε κείνο το αγαθό.

Νομίζω, λοιπόν, ότι ο Κύριος δε μακαρίζει τη λύπη, αλλά τη γνώση του αγαθού, στην οποία έρχεται ως επακόλουθο το πάθος της λύπης, επειδή δεν υπάρχει στη ζωή το αγαθό που ζητάμε.


Τι είναι το αγαθόν 

4. Στη συνέχεια πρέπει να εξετάσουμε τι ακριβώς είναι εκείνο το φως, με το οποίο φωτίζεται τούτη η σκοτεινή σπηλιά της ανθρώπινης φύσης στη παρούσα ζωή. Μήπως όμως η επιθυμία στοχεύει το ακατόρθωτο και το ακατάληπτο; Γιατί, υπάρχει άραγε μέσα μας ο κατάλληλος λογισμός, για να ερευνήσει τη φύση αυτού που ζητάμε; Ποια έννοια απ' αυτές των ονομάτων και των λέξεων είναι ικανή, για να μας δώσει το ισάξιο νόημα του υπερκείμενου φωτός; Πώς να ονομάσω το αθέατο; Πώς να περιγράψω το άυλο; Πώς να παρουσιάσω αυτό που δεν έχει μορφή; Πώς να προσδιορίσω αυτό που δεν έχει μέγεθος, δεν εχει ποσό, δεν έχει χαρακτήρα, δεν έχει σχήμα; Αυτό που δε βρίσκεται ούτε σε τόπο, ούτε σε χρόνο; Αυτό που είναι έξω από κάθε διάβαση, από κάθε φανταστική περιγραφή.

Έργο του είναι η ζωή κι η ύπαρξη όλων όσα νοούνται ως προς το αγαθό. Γύρω απ' αυτό θεωρείται κάθε υψηλή έννοια και ονομασία: θεότητα, βασιλεία, δύναμη, αιωνιότητα, αφθαρσία, και χαρά και αγαλλίαση κι ό,τι άλλο υψηλό υπάρχει και νοείται και λέγεται. πως είναι δυνατό και με ποιες σκέψεις να έλθει μπροστά μας αυτό το αγαθό μας, που είναι θεατό και δε βλέπεται; Αυτό που χορηγεί τη ζωή στα όντα; Ενώ αυτό μένει πάντοτε το ίδιο και δεν έχει ανάγκη να δημιουργηθεί;


Η τότε μακαριότητα κι η παρούσα αθλιότητα

5. Αλλά για να μην κουράζεται μάταια ο νους, με το να απλώνεται στο άπειρο, θα σταματήσουμε να περιεργαζόμαστε τη φύση των υπερκειμένων αγαθών, γιατί είναι αδύνατο να την κατανοήσουμε. Από όσα εξετάσαμε, σχηματίσαμε κάποια έννοια του μεγέθους τους, και τόσο μόνο κερδίσαμε, όσο να μην μπορέσουμε μ' αυτό να κατανοήσουμε αυτό που ζητάμε.

Κι όσο ανώτερο από τη γνώση μας πιστεύουμε πως είναι κατά τη φύση του το αγαθό, τόσο περισσότερο επαυξάνουμε το πένθος μας γι' αυτά, επειδή το αγαθό, από το οποίο έχουμε χωρισθεί, είναι τέτοιο και τόσο μεγάλο, ώστε να μην μπορούμε να βαστάσουμε ούτε τη γνώση του.

Κι όμως κάποτε οι άνθρωποι βρισκόμασε σε τέτοια κοινωνία με το Θεό, που ξεπερνάει κάθε δύναμη ικανή για να καταλαβαίνει. Και τόσο βαθιά μέσα στη φύση μας βρισκόταν το αγαθό εκείνο, που είναι πάνω από κάθε έννοια, ώστε, διαμορφωμένος σύμφωνα με την πρωτότυπη εικόνα, από την πανομοιότυπη εξομοίωση να φαίνεται πως είναι άλλος άνθρωπος.

Γιατί όσα σκεπτόμαστε τώρα με το νου για το αγαθό, όλα αυτά υπήρχαν και στον άνθρωπο. Είχε δηλ. ο άνθρωπος και την αφθαρσία και τη μακαριότητα και την αυτοκυριαρχία και την ελευθερία. Δεν είχε τη λύπη και τις φροντίδες της ζωής. Και βρισκόταν πιο κοντά στο Θεό, και με την καθαρή κι ελεύθερη από κάθε προπέτασμα διάνοια έβλεπε το αγαθό.

Όλα αυτά υπαινίσσεται σε μας ο λόγος της δημιουργίας του κόσμου με λίγα λόγια, όταν λέγει ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ' εικόνα του Θεού, και ότι ζούσε στον Παράδεισο κι απολάμβανε τα εκεί φυτεμένα δένδρα. Των δένδρων δε εκείνων καρπός ήταν η ζωή κι η γνώση και τα παρόμοια.

Αν υπήρχαν σε μας αυτά, πως είναι δυνατό να μη θρηνήσεις για τη συμφορά, όταν παραβάλεις και συγκρίνεις την τότε μακαριότητα με τη σημερινή αθλιότητα; Αυτός που ήταν υψηλός, ταπεινώθηκε. Αυτός που πλάσθηκε σύμφωνα με την εικόνα του επουρανίου, έγινε γη. Ο προορισμένος να βασιλεύει έγινε δούλος.

Ο δημιουργημένος αθάνατος, καταστράφηκε από το θάνατο. Αυτός που απολάμβανε την τρυφή του Παραδείσου, μεταφέρθηκε σε τούτο το νοσηρό και κουραστικό μέρος. Ο σύντροφος της απάθειας την αντάλλαξε με τούτη την κουραστική και θνητή ζωή.

Ο ελεύθερος κι αυτόνομος έχει τώρα κυριευθεί από τέτοια και τόσα κακά, ώστε να μην είναι εύκολη ούτε η απαρίθμηση των τυράννων μας. Γιατί καθένα από τα πάθη, που έχουμε μέσα μας, όταν επικρατήσει, εξουσιάζει αυτόν που υποδουλώθηκε.

Κι όπως ένας τύραννος, άμα καταλάβει την ακρόπολη της ψυχής, κακοποιεί τους υπηκόους με τους ίδιους τους υποδουλωμένους, χρησιμοποιώντας καταχρηστικά ως υπηρέτες τους λογισμούς μας προς το συμφέρον του· έτσι ο θυμός, έτσι ο φόβος, η δειλία, η θρασύτητα, το πάθος της λύπης και της χαράς, το μίσος, η φιλονικία, η ασπλαγχνία, η σκληρότητα, ο φθόνος, η κολακεία, η μνησικακία, η απονιά κι όλα τα πάθη, που εννοούνται από την αντίθεσή τους προς εμάς, είναι μια απλή απαρίθμηση μερικών τυράννων κι εξουσιαστών, που υποτάσσουν στην εξουσία τους την ψυχή σαν αιχμάλωτη.

Αν θελήσει κανείς να σκεφθεί και τις σωματικές συμφορές, που έχουν συμπλεχθεί και στριφογυρίζουνε με τη φύση μας, εννοώ τις ποικίλες και παντοειδείς μορφές των ασθενειών, από τις οποίες αρχικά δεν είχε πείρα ο άνθρωπος, θα πλεονάσει πολύ περισσότερο το δάκρυ, βλέποντας παράλληλα τα λυπηρά και τα αγαθά και συγκρίνοντας τα κακά με τα καλύτερα.

Τούτο, λοιπόν, φαίνετα να διδάσκει ο Κύριος με τρόπο μυστικό, όταν μακαρίζει το πένθος, το να προσβλέπει δηλ. η ψυχή προς το αληθινό αγαθό και να μην καταποντίζεται μέσα στην πραγματική ψευτιά της ζωής. Γιατί δεν είναι δυνατόν ούτε να ζήσει χωρίς δάκρυα όποιος εξετάζει με προσοχή τα πράγματα, ούτε να νομίζει, όποιος έχει απορροφηθεί από τις ηδονές του βίου, πως είναι βυθισμένη στα λυπηρά, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε αυτό στα άλογα ζώα.

Γι' αυτά είναι άθλια η σωματική τους κατασκευή. Γιατί τι είναι αθλιότερο από τη στέρηση του λόγου; Αυτά δεν έχουν καμιά αίσθηση της συμφοράς τους, αλλά η ζωή τους κυλάει με κάποια ηδονή. Ο ίππος π.χ. χλιμιντρίζει περήφανα, κι ο ταύρος διασκορπίζει τη σκόνη με τα πόδια του, το γουρούνι σηκώνει το τρίχωμα της ράχης, τα σκυλιά παίζουν, τα μοσχάρια πηδούν εδώ κι εκεί. Είναι δυνατό να δεις σε καθένα από τα ζώα, να δείχνει την ηδονή μέσα από μερικά σημάδια.

Σ' αυτά τα ζώα, αν υπήρχε η κατανόηση της αξίας του λόγου, δεν θα περνούσαν την άλαλη και άθλια ζωή τους μέσα στην ηδονή. Το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους τους ανθρώπους, που δεν έχουν καμιά επίγνωση των αγαθών, τα οποία έχει αποστερηθεί η φύση μας. Γι' αυτούς η διασκέδαση της παρούσας ζωής βρίσκεται στην ηδονή.


Πρόσκαιρη και σύντομη η λειτουργία του πένθους

6. Την ηδονή για τα παρόντα ακολουθεί η αδιαφορία για τα καλύτερα. Όποιος όμως δεν ψάχνει, δε βρίσκει εκείνο που κατακτούν μόνο όσοι το αναζητούν με ενδιαφέρον. Γι' αυτό, λοιπόν, ο Κύριος μακαρίζει το πένθος. Όχι δηλ. επειδή κρίνει πως είναι αυτό καθεαυτό μακάριο, αλλά για κείνο που προέρχεται απ' αυτό. Κι αυτό φαίνεται από τη σύνδεση του λόγου.

Το πένθος είναι μακάριο για όσους πενθούν, επειδή αναφέρεται στην παρηγοριά. «Μακάριοι, λέγει, είναι όσοι πενθούν», και δε σταμάτησε το λόγο σ' αυτό αλλά πρόσθεσε: «γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν». Αυτό το ίδιο το σημείο νομίζω ότι αντιλήφθηκε νωρίτερα κι ο μεγάλος Μωυσής, ή καλύτερα ο Κύριος, που διά μέσου του Μωυσή διατάσσει με τις συμβολικές διδασκαλίες για το Πάσχα τα εξής: Νομοθετεί για τους Εβραίους το άζυμο ψωμί για τις ημέρες των εορτών, να μαγειρεύουν για φαγητό τις πικρίδες, ώστε μ' αυτά τα σύμβολα να μάθουμε εμείς, πως δεν είναι δυνατό, να μετάσχουμε σε κείνη τη μυστική γιορτή, στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν αναμιχθούν θεληματικά oι πικρίδες της ζωής αυτής με την απλή κι άζυμη ζωή.

Γι' αυτό κι ο Δαβίδ, μολονότι βλέπει στον εαυτό του το ανώτατο σημείο της ανθρώπινης ευτυχίας, εννοώ το βασιλικό αξίωμα, χρησιμοποιεί άφθονα στη ζωή του τις πικρίδες, κι αναστενάζει με κραυγές και θρηνεί για την παράταση της παραμονής του ως πάροικου στην εν σαρκί ζωή, και λιώνει, επιθυμώντας τα καλύτερα. «Αλίμονο σε μένα, γράφει, γιατί παρατείνεται ο χρόνος της παραμονής μου στη γη ως παροίκου» (Ψαλμ. 119, 5).

Σε άλλο δε ψαλμό (εννοεί όλο τον 83 και ιδιαίτερα το στ. 11), έχοντας προσηλωμένο σταθερά το βλέμμα προς το κάλλος των ουρανίων καταλυμάτων, γράφει ότι επιθυμεί υπερβολικά να βρεθεί εκεί ανάμεσα στους τελευταίους, παρά να είναι ο πρώτος ανάμεσα στους εδώ, επειδή το κρίνει προτιμότερο για τον εαυτό του. Αν κάποιος θα ήθελε να κατανοήσει ακριβέστερα τη δύναμη αυτού του μακάριου πένθους, ας ξαναθυμηθεί για τον εαυτό του τη διήγηση τη σχετική με το Λάζαρο και τον πλούσιο, στην οποία (Λουκά 16, 19-31) αποσαφηνίζεται καθαρότερα για μας αυτή η αλήθεια.

Γιατί λέγει ο Αβραάμ προς τον πλούσιο: «Θυμήσου ότι συ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου στη ζωή σου. Το ίδιο κι ο Λάζαρος τα δεινά. Γι' αυτό τώρα αυτός μεν παρηγορείται, συ δε υποφέρεις» (στ. 25). Φαίνεται όμως ότι μας απομάκρυνε από το αγαθό για τον άνθρωπο σχέδιο του Θεού η έλλειψη θέλησης, ή μάλλον η κακή θέληση.

Γιατί ο Θεός ενομοθέτησε να απολαμβάνουμε το αγαθό ανόθευτο απ' το κακό κι απαγόρευσε να ανακατεύεται το καλό με τη δοκιμή του κακού. Επειδή όμως εμείς, παρακινημένοι από τη λαιμαργία, χορτάσαμε απ' το αντίθετο, δηλ. το κακό, κι εννοώ τη δοκιμή της παρακοής στην εντολή του Θεού, γι' αυτό πρέπει οπωσδήποτε η ανθρώπινη φύση να βρεθεί και στα δύο.

Να δοκιμάσει δηλ. ως ένα βαθμό κι αυτό που λυπεί κι αυτό που ευχαριστεί. Εφόσον είναι δύο oι βίοι και διπλή η ζωή του καθενός από τους βίους αυτούς, όταν θεωρηθεί ξεχωριστά, διπλή είναι κι η ευφροσύνη. Η μία είναι για την παρούσα ζωή, η άλλη για κείνην που ελπίζουμε.

Συνεπώς μακάριο θα ήταν, το μερίδιο της ευφροσύνης για τα αληθινά αγαθά να το αφήσουμε στην αιώνια ζωή, και να ολοκληρώσουμε το έργο της λύπης σ' αυτή την πρόσκαιρη και σύντομη ζωή. Και να θεωρούμε ζημιά όχι τη στέρηση κάποιου από τα ευχάριστα σ' αυτή τη ζωή, αλλά το να βρεθούμε ξεπεσμένοι από τα καλύτερα, επειδή απολαύσαμε αυτά, δηλ. τα χειρότερα. Αν, λοιπόν, μακαριότητα είναι να έχεις την ευφροσύνη ατέλειωτη στους άπειρους αιώνες και να παρατείνεται αιώνια, πρέπει η ανθρώπινη φύση να δοκιμάσει οπωσδήποτε και τα αντίθετα.

Δεν είναι πια δύσκολο ν' αντιληφθούμε το νόημα του λόγου, γιατί θα παρηγορηθούν στους άπειρους αιώνες αυτοί που τώρα πενθούν. Κι η παρηγοριά προέρχεται από την κοινωνία του Παρακλήτου. Προσωπική δε ενέργεια του αγίου Πνεύματος είναι η χάρη της παρηγοριάς.

Μακάρι να γίνουμε κι εμείς άξιοι αυτής της παρηγοριάς με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου